Η χρονική συγκυρία της απόφασης είναι ιδιαίτερα εύθραυστη, καθώς διακυβεύεται το μέλλον της συμφωνίας Τουρκίας-Ε.Ε. περί το προσφυγικό. Δεν είναι τυχαίο ότι η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ, ο αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και ο υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγιερ, φρόντισαν να απουσιάσουν από τη διαδικασία με διάφορα προσχήματα.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, προειδοποίησε ότι το ψήφισμα θα έχει άμεσες συνέπειες στις σχέσεις των δύο χωρών, ενώ ο υπουργός Δικαιοσύνης, Μπεκίρ Μποζντάγκ, επικαλέστηκε το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας. «Πρώτα καις Εβραίους σε φούρνους και μετά κατηγορείς τον τουρκικό λαό για γενοκτονία. Κοίτα πρώτα πίσω στην ιστορία σου, στη δική μας δεν υπάρχει κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε», είπε χαρακτηριστικά.
Σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυσή του το German Marshall Fund των ΗΠΑ, εκτιμά ότι «η άνοδος του AKP έφερε στην Τουρκία έναν σταθερό πολιτικό, οικονομικό και προπαντός κοινωνικό μετασχηματισμό». Ο λαϊκισμός, ο εθνικισμός και η θρησκεία κυριάρχησαν στην τουρκική κοινωνία, ενώ οι περιορισμοί στις ελευθερίες του Τύπου και της έκφρασης, η αδιαλλαξία απέναντι στην αντίθετη άποψη και η μειωμένη εμπιστοσύνη στην ισχύ του νόμου έγιναν βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης Τουρκίας, η πολιτική της οποίας καθορίζεται πλέον σε μεγάλο βαθμό από τις προτιμήσεις και την προσωπικότητα του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ολα αυτά σημαίνουν την πλήρη αποχώρηση από την πρώιμη, πιο δημοκρατική, περίοδο διακυβέρνησης του AKP, με την οποία ο Ερντογάν και το κόμμα του είχαν κερδίσει πολλούς υποστηρικτές στη Δύση.
Στον αντίποδα, η ροπή που έχει πάρει η διακυβέρνηση του Ερντογάν σήμερα, σε συνδυασμό με την αιχμηρή ρητορική που χρησιμοποιεί όταν συνομιλεί με τους δυτικούς εταίρους του ή όταν αναφέρεται σε αυτούς και την έλλειψη εμπιστοσύνης που δείχνει στις πολιτικές που απορρέουν από τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον, καθιστούν τον Τούρκο πρόεδρο έναν όλο και πιο άβολο συνομιλητή για τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς ομολόγους του.
Στη γειτονιά της
Οι παραπάνω παράγοντες αποκτούν μεγαλύτερη σημασία αν λάβουμε υπόψη την εμβάθυνση του χάους στις γειτονικές χώρες της Τουρκίας και τη διάχυση της βίας στα τουρκικά εδάφη. Η τρομοκρατία έχει επιστρέψει στο προσκήνιο στην Τουρκία, η οποία σήμερα βάλλεται τόσο από εξτρεμιστές ισλαμιστές όσο και από Κούρδους μαχητές του PKK, ενώ η χώρα σύμφωνα με εμπειρογνώμονες έχει μετατραπεί σε δεξαμενή ριζοσπαστισμού, καθώς οι συγκρούσεις στη Συρία και το Ιράκ έχουν αυξήσει σημαντικά τις ροές ξένων μαχητών στην Τουρκία, δημιουργώντας ένα εκτενές δίκτυο εξτρεμιστών σε όλη τη χώρα. Η έκρυθμη αυτή κατάσταση προκαλεί απομονωτισμό στην Τουρκία, μειώνοντας τον τουρισμό κατά 1/3 και συρρικνώνοντας την παρουσία διεθνών αξιωματούχων, στρατιωτικού προσωπικού και επιχειρήσεων στη χώρα.
Ωστόσο, η προσέγγιση της τουρκικής ηγεσίας στο χάος που επικρατεί στην περιοχή είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτήν της Ουάσιγκτον, καθώς αντιλαμβάνεται τις αποσχιστικές επιδιώξεις των Κούρδων ως τον κύριο κίνδυνο για την εσωτερική της ασφάλεια και συνοχή και βλέπει τους Κούρδους μαχητές της Συρίας ως ένα συριακό μέτωπο του ΡΚΚ, απορρίπτοντας την αμερικανική αντίληψη, βάσει της οποίας οι τελευταίοι αποτελούν σημαντική δύναμη αναχαίτισης του ISIS στη Συρία. Το χάσμα αυτό αποδεικνύει γιατί η Τουρκία επιθυμεί να αντιμετωπίζει τις συγκρούσεις στα σύνορά της μόνη, χωρίς δυτικές παρεμβάσεις.
Πέρα από την παρατεταμένη αστάθεια που επικρατεί στα σύνορά της, η Τουρκία έχει επίσης να αντιμετωπίσει νέες γεωπολιτικές προκλήσεις, ιδίως από τη Ρωσία, η οποία έχει επιστρέψει στην ευρύτερη περιοχή με τρόπους που απειλούν την τουρκική ασφάλεια και από το Ιράν, φοβούμενη πιθανή συνεργασία Τεχεράνης-Ουάσιγκτον μετά τη συμφωνία που υπέγραψε η Δύση με τη χώρα για τα πυρηνικά. Η Τουρκία δείχνει να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις αυτές σεχταριστικά, καθώς δείχνει να τοποθετείται στη σουνιτική συμμαχία της οποίας ηγείται η Σαουδική Αραβία, ερχόμενη σε αντίθεση με τις δυτικές στρατηγικές που δίνουν προτεραιότητα στην καταπολέμηση των σουνιτών εξτρεμιστών.
www.kathimerini.gr