Τους υπαίτιους αναζητά ο γερμανικός Τύπος για το ότι στη βουλή μπαίνει για πρώτη φορά το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία», σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.
«Για πρώτη φορά μετά από πάνω από 50 χρόνια ένα εθνικιστικό, ακροδεξιό και εν πολλοίς ρατσιστικό κόμμα θα εκπροσωπείται στη Βουλή» παρατηρεί η Süddeutsche Zeitung. «Θα διαθέτει πρόεδρο σε κοινοβουλευτικές επιτροπές, ίσως και να είναι αξιωματική αντιπολίτευση, με άλλα λόγια θα είναι σε θέση να συμπροσδιορίζει την πολιτική ατζέντα. Αυτό είναι λυπηρό, ντροπιαστικό και θα οδηγήσει στην αλλαγή του κλίματος στη χώρα», προβλέπει ο σχολιαστής, ανατρέχοντας στο ιστορικό βάρος της χώρας. Και προχωρά στην αναζήτηση των αιτίων και του υπαίτιου της κατάστασης. «Το ότι ήρθαν τα πράγματα έτσι, την ευθύνη φέρει σε μεγάλο βαθμό η Μέρκελ», γράφει. «Το μεγαλύτερο επίτευγμά της κατά την απερχόμενη κοινοβουλευτική περίοδο ήταν ότι το βράδυ της 5ης Σεπτεμβρίου του 2015 έδειξε ανθρωπισμό και άνοιξε τα σύνορα με την Αυστρία. Το μεγαλύτερο λάθος της ότι στους επόμενους μήνες με το να επαναλαμβάνει συνεχώς την περίφημη φράση "θα τα καταφέρουμε" προκάλεσε την εντύπωση ότι θέλει να αποσιωπήσει τα προβλήματα από την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Αυτό έσπρωξε ψηφοφόρους στο AfD, που το 2013 πήρε 4,7%».
Μια πιο ψύχραιμη τοποθέτηση από την Tageszeitung του Βερολίνου: «Όσο κι αν είναι θλιβερή αυτή η κατάσταση, δεν υπάρχει λόγος πανικού» γράφει. «Ακροδεξιοί και λαϊκιστές υπάρχουν και σε άλλες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, με 8, 10 ακόμη και 12%, που σημαίνει ότι το 90% περίπου των ψηφοφόρων ψήφισε άλλο κόμμα. Αν ο προεκλογικός αγώνας δεν περιορίζονταν στη θεματολογία του AfD, δεν θα φτάναμε εδώ. Αντί για κοινωνικά προβλήματα, για την παιδεία, την ενεργειακή στροφή, το μέλλον της ΕΕ η συζήτηση προσανατολίστηκε στο προσφυγικό, την εσωτερική ασφάλεια, την τρομοκρατία, την εγκληματικότητα, ήταν ένα δράμα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο σχολιαστής της. Και στο ερώτημα για τον υπαίτιο, η απάντηση είναι λακωνική: «Όλοι».
Χρειάζεται νέο στιλ διακυβέρνησης
Στη μελλοντική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές απευθύνεται στο κεντρικό σχολιαστικό άρθρο του το περιοδικού Der Spiegel που κυκλοφορεί το Σάββατο. Τίτλος: Τι πρέπει να αλλάξει η νέα κυβέρνηση. Πολλοί θα αναρωτηθούν, γιατί θα πρέπει να αλλάξει κάτι σε μια χώρα με ευμάρεια, υψηλό βιοτικό επίπεδο και χαμηλή ανεργία, μια τυχερή και ευτυχισμένη χώρα. Σε αυτούς απαντά το πρώτο μέρος του σχολίου ως εξής: «Η ευτυχία υπάρχει σε στιγμές, ειδάλλως δεν θα ήταν ευτυχία. Η ευτυχία είναι μια έκτακτη κατάσταση... αλλά και πολύπλοκη. Ένας πλούσιος δεν είναι αυτόματα και ευτυχής. Η Γερμανία δρα σε ένα παγκοσμιοποιημένο κόσμο και παρόλα αυτά ισχυροποιήθηκε ένα κόμμα, που αρθρώνει το αντίθετο από αισθήματα ευτυχίας: τον φόβο, το μίσος, την ανασφάλεια. Έτσι εκφράζονται και άλλοι από άλλα κόμματα. Η παγκοσμιοποίηση κρύβει ευκαιρίες, αλλά και ανασφάλεια για τον καθένα... το ότι οι μηχανές ελαφρώνουν την εργασία, είναι μια τύχη, αλλά ατυχία όταν χάνεις τη δουλειά σου από τις μηχανές».
Ο σχολιαστής, αφού προτείνει μεταρρυθμίσεις, εκθειάζει τη δύναμη του κεφαλαίου που λέγεται άνθρωπος, δίνει έμφαση στο αίσθημα ασφάλειας που προσφέρουν οι κανόνες, επιστρέφει κι αυτός στη Μέρκελ: «Εκείνο που χρειάζεται πρωτίστως είναι ένα νέο στιλ διακυβέρνησης και επικοινωνίας» επισημαίνει. «Η Άγγελα Μέρκελ μπορεί να ήταν εργατική, αλλά πολλές φορές έδινε την εντύπωση της αμέτοχης. Αποφάσιζε βιαστικά για μεγάλα πρότζεκτ, όπως την ενεργειακή αλλαγή, την κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ή την προσφυγική πολιτική χωρίς να τα εξηγεί. Με τον τρόπο αυτόν η προσφυγική κρίση μπορεί να ξεπεράστηκε εξωτερικά, όχι όμως εσωτερικά. Η Μέρκελ έστειλε καθησυχαστικά μηνύματα προς όλες τις κατευθύνσεις, τελευταία με την εξίσωση του γάμου των ομοφυλοφίλων, προκάλεσαν όμως ανασφάλεια.... Η ευτυχία είναι εφήμερη, εκείνο που διατηρείται περισσότερο είναι η ικανοποίηση. Για να αναπτυχθεί η ικανοποίηση χρειάζεται ασφάλεια. Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να την εξασφαλίσει, αλλά επειδή και η ασφάλεια πρόκειται για συναίσθημα, θα μπορούσε να κερδίσει πολλά επενδύοντας στην ικανότητα, στον προσδιορισμό κανόνων και σε μια σαφή επικοινωνιακή πολιτική»