Η Resin, με έδρα το Λονδίνο και γραφεία στην Αθήνα και στο Σαν Φρανσίσκο, μόλις εξασφάλισε έναν γενναίο γύρo χρηματοδότησης, ύψους 3 εκατ. δολαρίων. Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ήταν ότι η μερίδα του λέοντος της επένδυσης καλύφθηκε από τη DFJ, ένα fund με σπουδαίες περγαμηνές στον χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας (συμμετείχαν επίσης το JEREMIE Openfund II και δύο ιδιώτες επενδυτές). Η εταιρεία διαθέτει προγραμματιστές από εννέα χώρες και τέσσερις ηπείρους. Οκτώ από τους 22 υπαλλήλους και δύο από τους τρεις ιδρυτές της είναι Ελληνες.
H ιδέα για τη Resin γεννήθηκε όταν ο Αλέξανδρος Μαρίνος, συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, και ένας εκ των συνιδρυτών, ο Πέιγκαν Γκαζάρντ, εργάζονταν στο Λονδίνο σε εταιρεία διαχείρισης ενός δικτύου με ψηφιακές οθόνες σε κάδους ανακύκλωσης. «Ως προγραμματιστές είχαμε συνηθίσει τον αυτοματισμό σε όλα μας τα εργαλεία, αλλά όταν είχαμε να κάνουμε με συσκευές στον υλικό κόσμο, ήταν σαν να μην τις είχαν ακουμπήσει 30 χρόνια προόδου» δηλώνει ο κ. Μαρίνος στην «Κ». Κάθε φορά που το λογισμικό κάποιου έξυπνου κάδου χρειαζόταν ενημέρωση, έπρεπε να πάνε στο σημείο -υπό χιόνι και βροχή– και να τον συνδέσουν μέσω καλωδίου με έναν φορητό υπολογιστή για να κάνουν τη δουλειά τους.
«Αποφασίσαμε λοιπόν να φτιάξουμε μια πλατφόρμα που θα φέρει στις έξυπνες συσκευές την τελευταία λέξη στην ανάπτυξη λογισμικού στο Διαδίκτυο, στις εφαρμογές κινητών και στο cloud», εξηγεί ο κ. Μαρίνος. Το σύστημα ασύρματης, εξ αποστάσεως ενημέρωσης του λογισμικού των κάδων που εμπνεύστηκαν, αποτέλεσε τη βάση για τη Resin. «Θέλουμε να κάνουμε τον προγραμματισμό του υλικού κόσμου εξίσου εύκολο με τον προγραμματισμό στον ψηφιακό κόσμο» σημειώνει, δίνοντας το στίγμα των φιλοδοξιών της εταιρείας.
Εξαιρετικά θετικοί για τις προοπτικές της Resin είναι και οι διαχειριστές του Openfund - ίσως του πιο δραστήριου εκ των τεσσάρων JEREMIE funds που, με τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων, χρηματοδοτούν περισσότερο από τρία χρόνια το μέλλον του εγχώριου κλάδου πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών. «Στο Openfund παρακολουθούμε την ωρίμανση του κινήματος του Internet of Things εδώ και καιρό. Η σημασία του ήταν πολύ προφανής από πολύ νωρίς» δηλώνει στην «Κ» ο Γιώργος Κασελάκης, εκ των εταίρων του επενδυτικού κεφαλαίου. «Η Resin.io δεν αποτελεί μια ευκαιριακή επένδυση που περιέχει τις λέξεις-κλειδιά της εποχής. Είναι μια εταιρεία που χτίζει μια σημαντική υποδομή, η οποία θα κάνει τη δουλειά όσων δουλεύουν με έξυπνες συσκευές τουλάχιστον μια τάξη μεγέθους απλούστερη».
Καταλυτική μετάλλαξη
To «Διαδίκτυο των Πραγμάτων» (Internet of Things ή IoT) θεωρείται η επόμενη οικονομικά καταλυτική μετάλλαξη της ψηφιακής επανάστασης. Οι έξυπνες, διασυνδεδεμένες συσκευές -από οικιακούς θερμοστάτες έως αισθητήρες σε αυτοκίνητα και παιδικά παιχνίδια- το 2013 ξεπέρασαν τα 15 δισ. παγκοσμίως. Ο αριθμός αυτός προβλέπεται να αυξηθεί στο τέλος της δεκαετίας έως και στα 50 δισ. Το ποσοστό των «πραγμάτων» που δεν είναι tablets, κινητά ή υπολογιστές αναμένεται να αυξηθεί από χαμηλότερα του 10% το 2010 σε 50% το 2020.
O Τζέρεμι Ρίφκιν, στο βιβλίο του «The Zero Marginal Cost Society», που φιλοδοξεί να γίνει το μανιφέστο της νέας επανάστασης, γράφει: «Το Διαδίκτυο των Πραγμάτων θα συνδέσει τα πάντα με τους πάντες, σε ένα ενιαίο παγκόσμιο δίκτυο. Ανθρωποι, μηχανές, φυσικοί πόροι, γραμμές παραγωγής, δίκτυα εφοδιασμού, καταναλωτικές συνήθειες, ροές ανακύκλωσης, και σχεδόν κάθε άλλη πτυχή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής θα διασυνδεθούν μέσω αισθητήρων και λογισμικού στην πλατφόρμα του IoT, και θα παρέχουν Μεγάλα Δεδομένα σε κάθε κόμβο -επιχειρήσεις, σπίτια, οχήματα- λεπτό προς λεπτό, σε πραγματικό χρόνο». Η δημιουργία αυτού του δικτύου, ισχυρίζεται ο Ρίφκιν, «θα αυξήσει δραματικά την παραγωγικότητα» και «θα μειώσει το οριακό κόστος παραγωγής και διανομής μιας ευρείας γκάμας προϊόντων και υπηρεσιών κοντά στο μηδέν».
Ωστόσο δεν λείπουν οι ανησυχίες που εστιάζουν σε δύο πτυχές του φαινομένου: την ασφάλεια, ειδικότερα στρατηγικών υποδομών, που θα είναι συνδεδεμένες με το Διαδίκτυο, και την ιδιωτικότητα. Τα θέματα αυτά βρίσκονται «στο επίκεντρο του διαλόγου» για ΙοΤ, σημειώνει ο κ. Μαρίνος. Η εταιρεία του, όπως λέει, συμβάλλει στην καλύτερη θωράκιση των έξυπνων συσκευών, καθώς «μία εφαρμογή που δεν μπορεί να αναβαθμιστεί ευχερώς, είναι πιο ευάλωτη σε κενά ασφαλείας».
Τα διλήμματα της ιδιωτικότητας, όπως σημειώνει, είναι ακόμα πιο δυσεπίλυτα: «Τελικά, την επιλογή θα την κάνουν οι καταναλωτές, μεταξύ υπηρεσιών επί πληρωμή που θα την εγγυώνται και δωρεάν υπηρεσιών τις οποίες θα πληρώνουν με τα προσωπικά τους δεδομένα».
www.kathimerini.gr