Την απάντηση δίνει στην πράξη το Εργαστήριο Ψηφιακής Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕΠΑΚ), το οποίο είναι από τα πρωτοπόρα παγκοσμίως σε όλες εκείνες τις τεχνολογίες που επιτρέπουν τη δημιουργία μιας «ηλεκτρονικής κιβωτού» με ό,τι έχει να κάνει με την παράδοση και την ιστορία.
Ετσι, το εργαστήριο επιστρατεύει από κείμενα, εικόνες και βίντεο, μέχρι υπερσύγχρονες τεχνικές οι οποίες επιτρέπουν την αναπαράσταση αντικειμένων ή ολόκληρων μνημείων σε ακριβή τρισδιάστατα εικονικά «αντίγραφα». Αφού ψηφιοποιηθεί, όλο αυτό το υλικό πάντοτε αναρτάται στο Διαδίκτυο, ώστε είναι ελεύθερα διαθέσιμο σε επιστήμονες και απλούς χρήστες. «Με την ψηφιοποίηση δημιουργούνται εντελώς καινούργιες ερευνητικές δυνατότητες σε κλάδους όπως η ιστορία, η λαογραφία και η αρχαιολογία, από τη στιγμή που ένας επιστήμονας έχει πλέον την ευκαιρία από όπου κι αν ζει να έχει πρόσβαση σε αντικείμενα που τον ενδιαφέρουν» λέει στην «Κ» ο δρ Μαρίνος Ιωαννίδης, διευθυντής του Εργαστηρίου. Από την άλλη μεριά, μια τέτοια «ηλεκτρονική κιβωτός» λειτουργεί ως «ταυτότητα» του συγκεκριμένου πολιτισμού στον σύγχρονο, online κόσμο. «Στην εποχή διάχυσης της πληροφορίας που ζούμε, φανταστείτε ποιο θα ήταν το όφελος μόνο για τον τουρισμό, αν γινόταν μία συστηματική προσπάθεια ώστε ο τεράστιος πολιτιστικός θησαυρός της Ελλάδας και της Κύπρου να αποκτήσει ολοένα μεγαλύτερη παρουσία στο Ιντερνετ και επομένως μεγαλύτερη προβολή παγκοσμίως», συμπληρώνει.
Τις βάσεις για αυτή τη συστηματική προσπάθεια φιλοδοξεί να βάλει το πρώτο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψηφιοποίησης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στις 24-26 Σεπτεμβρίου στον Βόλο. Εκτός από το Εργαστήριο του ΤΕΠΑΚ, το συνέδριο γίνεται με συνδιοργανωτές τον Οργανισμό «Δίκτυο Περραιβία» και το Εργαστήριο Μη Καταστροφικών Τεχνικών του ΑΕΙ Πειραιά. Στόχος είναι να επαναλαμβάνεται ανά δύο χρόνια, ενισχύοντας έτσι τις συνεργασίες Ελλήνων και Κυπρίων επιστημόνων για την ψηφιακή καταγραφή της κοινής μας παράδοσης. «Πέρα από την αξιοποίηση των τεχνολογιών που ήδη υπάρχουν, οι συνεργασίες θα δώσουν επίσης τη δυνατότητα να αναπτυχθούν νέα εργαλεία για τον εμπλουτισμό του περιεχομένου που παρέχεται μέσω του Διαδικτύου» συμπληρώνει ο κ. Ιωαννίδης.
Η διοργάνωση γίνεται στα πρότυπα του EuroMed, του διεθνούς συνεδρίου με αντικείμενο την ψηφιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς που γίνεται από το 2006 και κάθε διετία στην Κύπρο, με συνδιοργανωτή πάλι το Εργαστήριο του ΤΕΠΑΚ. «Το EuroMed αποδεικνύει πως η ψηφιακή καταγραφή αποτελεί αυτή τη στιγμή έναν αναδυόμενο κλάδο παγκοσμίως – είναι χαρακτηριστικό πως οι πωλήσεις των πρακτικών του συνεδρίου του 2012 έφτασαν τις 175.000, με συνέπεια να συγκαταλέγονται στα 10 πιο πετυχημένα εμπορικά βιβλία του οίκου Springer που τα εξέδωσε. Κι αυτό γιατί, πέρα από την προβολή και τη συμβολή στις ανθρωπιστικές επιστήμες, εξασφαλίζει πως πολύτιμο υλικό που αφορά το παρελθόν θα διασωθεί για τις επόμενες γενιές, ακόμη και στην περίπτωση φυσικών καταστροφών ή βανδαλισμών», σημειώνει ο ερευνητής.
Εξάλλου, η αξιοποίηση της τεχνολογίας ως «απάντηση» στη βεβήλωση και τη λεηλασία μνημείων στην Κύπρο κατά την τουρκική εισβολή, πριν από 41 χρόνια, ήταν κι ένας από τους λόγους που δημιουργήθηκε το Εργαστήριο του ΤΕΠΑΚ.
Ανάμεσα στα προγράμματα που έχει υλοποιήσει από την ίδρυσή του, ένα από τα πιο εντυπωσιακά είναι η παραγωγή τρισδιάστατων ψηφιακών ανακατασκευών των βυζαντινών εκκλησιών της Οροσειράς του Τροόδους στο νησί, οι οποίες περιλαμβάνονται στη λίστα Μνημείων Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
«Μέσα από τέτοια έργα, έχουμε καταφέρει να εξασφαλίσουμε για το Εργαστήριο ευρωπαϊκή χρηματοδότηση συνολικού ύψους πάνω από 2 εκατ. ευρώ, εκπαιδεύοντας νέους επιστήμονες σε έναν τομέα αιχμής. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή είμαστε επικεφαλής στο μεγαλύτερο πρότζεκτ παγκοσμίως στην ψηφιοποίηση, με αντικείμενο τη δημιουργία προτύπων για την ψηφιακή καταγραφή. Το πρότζεκτ υλοποιείται με 100% χρηματοδότηση από την Ε.Ε. και στο πλαίσιο του εκπονούνται 20 διδακτορικές διατριβές». Ο κ. Ιωαννίδης θεωρεί πως ένα ανάλογο ερευνητικό κέντρο στη χώρα μας θα μπορούσε να έχει πολλαπλάσια επιτυχία από το Εργαστήριο του ΤΕΠΑΚ.
Το πρότζεκτ «Μοσούλη» ξαναφέρνει στη ζωή σπάνιες αρχαιότητες
Η τεχνολογία δεν εγγυάται μόνο πως, τουλάχιστον στην εικονική τους εκδοχή, πολύτιμα κειμήλια της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας θα μείνουν άφθαρτα στον χρόνο, ανεξάρτητα από την τύχη που θα έχουν στο μέλλον τα αυθεντικά αντικείμενα. Αντίθετα, μπορεί επίσης να ξαναφέρει στη «ζωή», έστω στη μορφή ψηφιακών αντιγράφων, σπάνιες αρχαιότητες που έχουν καταστραφεί για πάντα. Αυτή είναι η λογική πίσω από το Project Mosul, μία εθελοντική διεθνή πρωτοβουλία με σκοπό την ψηφιακή ανακατασκευή όσο το δυνατόν περισσότερων αντικειμένων από τη συλλογή του Μουσείου της Μοσούλης, που καταστράφηκε στα τέλη Φεβρουαρίου από τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους. Σύμφωνα με τον δρα Ιωαννίδη, που είναι ένας από τους οργανωτές της πρωτοβουλίας, το Project Mosul ξεκίνησε λίγες εβδομάδες μετά το βίντεο που διέρρευσε στο Διαδίκτυο από το Ισλαμικό Κράτος, στο οποίο διακρίνονται φανατικοί μουσουλμάνοι με βαριοπούλες και τρυπάνια να μετατρέπουν σε άμορφους σωρούς αρχαιότητες του 7ου ή ακόμη και του 9ου αιώνα π.Χ., με ανεκτίμητη πολιτιστική αξία. «Στόχος μας είναι να συγκεντρώσουμε μια "κρίσιμη μάζα" πληροφοριών για κάθε ένα από αυτά τα εκθέματα, όπως περιγραφές αρχαιολόγων ή φωτογραφίες, για να μπορέσουμε να τα αναπαράγουμε ψηφιακά, σε αναλογία 1:1 και όπως ακριβώς ήταν στην αυθεντική τους μορφή», σημειώνει. Η ψηφιακή ανακατασκευή δεν περιορίζεται μόνο στα αγάλματα, αφού σύμφωνα με τους υπεύθυνους του Project Mosul, είναι σχεδόν βέβαιο πως πολλοί αρχαιολογικοί θησαυροί μικρότερου μεγέθους έχουν κλαπεί από το Μουσείο, και σύντομα θα διακινηθούν στη μαύρη αγορά. Σε αυτή την περίπτωση, η ψηφιοποίηση θα δυσχεράνει την πώλησή τους, ενώ θα κάνει πιο εύκολη την ταυτοποίησή τους σε περίπτωση που εντοπισθούν.
www.kathimerini.gr