Είναι η πρώτη μέθοδος διεθνώς που είναι σε θέση να προβλέψει αυτόματα τη δικαστική απόφαση ενός μεγάλου διεθνούς δικαστηρίου. Αναλύοντας το κείμενο της υπόθεσης, με τη βοήθεια ενός ειδικού αλγόριθμου μηχανικής μάθησης, προβλέπει εάν υπάρχει παράβαση κάποιου άρθρου της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σε περίπου τέσσερις στις πέντε περιπτώσεις, το πρόγραμμα λογισμικού καταλήγει στις ίδιες αποφάσεις με αυτές των πραγματικών δικαστών.
«Η μέθοδος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από το Δικαστήριο, ώστε να ιεραρχεί τις υποθέσεις που εκδικάζει, με βάση το αν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα για παραβίαση κάποιου άρθρου, αλλά δεν πιστεύω ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη θα μπορούσε να αντικαταστήσει τους δικαστές», δήλωσε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο επικεφαλής της έρευνας δρ Νικόλαος Αλετράς του Τμήματος Επιστήμης Υπολογιστών του University College του Λονδίνου (UCL).
«Πιστεύω πάντως ότι η μέθοδος θα μπορούσε να γενικευθεί, κάνοντας χρήση δεδομένων από περισσότερες υποθέσεις σχετικές και με άλλα άρθρα της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αυτό βέβαια προϋποθέτει την ελεύθερη πρόσβαση της ερευνητικής κοινότητας σε δεδομένα δικαστηρίων, τηρώντας πάντα την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων» πρόσθεσε.
Στην ανάπτυξη του πρωτοποριακού λογισμικού, που παρουσιάσθηκε στο περιοδικό πληροφορικής «PeerJ Computer Science}, συμμετείχαν δύο ακόμη Έλληνες, ο ειδικός στους υπολογιστές δρ Βασίλειος Λάμπος επίσης του UCL και ο δρ Δημήτριος Τσαραπατσάνης, λέκτορας νομικής στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ εδράζονται σε μεγάλο βαθμό όχι σε νομικά επιχειρήματα, αλλά σε μη νομικά δεδομένα. Αυτό σημαίνει ότι οι δικαστές είναι μάλλον «ρεαλιστές» παρά «φορμαλιστές», κάτι που έχει παρατηρηθεί και στην περίπτωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ και σε άλλα ανώτατα δικαστήρια.
Οι επιστήμονες άντλησαν ένα μεγάλο όγκο δεδομένων που έχει δημοσιοποιήσει το ΕΔΑΔ σχετικά με τις υποθέσεις που εξέτασε. Με αυτό το υλικό στην αγγλική γλώσσα (συνολικά για 584 υποθέσεις παραβίασης ιδιωτικότητας, βασανιστηρίων κ.α.), δημιούργησαν έναν αλγόριθμο τεχνητής νοημοσύνης, που μπορεί να βρει κοινά μοτίβα μέσα στα κείμενα και έτσι να κάνει προβλέψεις για μια μελλοντική δικαστική απόφαση.
Παράγοντες που βοηθούν στην πρόβλεψη (με ακρίβεια 79% κατά μέσο όρο), είναι συγκεκριμένες φράσεις-κλειδιά, το αντικείμενο της εκδικαζόμενης υπόθεσης, οι γενικότερες περιστάσεις και το υπόβαθρο της υπόθεσης κ.α.
«Προηγούμενες μελέτες έχουν προβλέψει την έκβαση μιας δίκης με βάση τη φύση του εγκλήματος ή την προσωπική θέση κάθε δικαστή. Αυτή είναι η πρώτη φορά που προβλέπεται μια δικαστική απόφαση χρησιμοποιώντας την ανάλυση των κειμένων του δικαστηρίου» δήλωσε ο Β.Λάμπος.
«Το ερευνητικό αποτέλεσμα είναι ενθαρρυντικό, αλλά η ερευνητική προσπάθεια βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, καθώς είναι και η πρώτη που προτείνει κάτι ανάλογο. Αποκτώντας πρόσβαση σε περισσότερες υποθέσεις και σε αιτήσεις που δεν έχουν υποστεί κάποιας μορφής προεπεξεργασία από τις δικαστικές αρχές, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση, αναβαθμίζοντας τα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης και παρέχοντας προβλέψεις με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ταυτόχρονα, οι δικαστικές αρχές θα πρέπει να προετοιμάσουν την κατάλληλη πλατφόρμα, έτσι ώστε να γίνει δυνατή η χρήση τέτοιων εργαλείων, χωρίς να αποτελέσουν προϊόν εκμετάλλευσης από άμεσα ενδιαφερόμενους», πρόσθεσε ο ίδιος.
Από την πλευρά του, ο κ.Τσαραπατσάνης τόνισε: «Η έρευνά μας είναι η πρώτη αυθεντικά διεπιστημονική έρευνα αυτού του είδους που μελετά τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τα αποτελέσματά της είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικά, αλλά απαιτείται περαιτέρω μελέτη, ει δυνατόν με πρόσβαση στο κείμενο των προσφυγών στο Δικαστήριο, πάντοτε με την άδεια του Δικαστηρίου και με πλήρη σεβασμό της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η χρήση ερευνητικών μεθόδων από τον κλάδο της επεξεργασίας φυσικής γλώσσας μάς παρέχει τη συναρπαστική δυνατότητα να διερευνήσουμε νέες απαντήσεις σε παραδοσιακά ερωτήματα της νομικής επιστήμης, όπως είναι κατ' εξοχήν το ερώτημα 'πώς λαμβάνονται οι δικαστικές αποφάσεις;'».
Ο κ. Αλετράς δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι μελλοντικά η μέθοδος «μπορεί να βελτιωθεί, λαμβάνοντας υπόψη μεγαλύτερο όγκο δεδομενων» και ότι στο μεταξύ «είναι διαθέσιμη δημόσια και ανοικτή. Θα μπορούσαν τρίτα μέρη, όπως νομικοί και άλλοι, να την αξιοποιήσουν όπως νομίζουν καλύτερα».
Ο Ν. Αλετράς αποφοίτησε από το Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Κρήτης το 2007 και πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ το 2014. Ο Β.Λάμπος αποφοίτησε από το Τμήμα Μηχανικών Η/Υ και Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Πατρών το 2007 και πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ το 2012. Ο Δ.Τσαραπατσάνης αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Παρισιού 10-Ναντέρ.