Σε συνέντευξή του στο Politico, ο Σμιτ, που είναι επικεφαλής της αμερικανικής Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας για την Τεχνητή Νοημοσύνη, δήλωσε ότι η Ευρώπη “απλούστατα δεν είναι αρκετά μεγάλη” ώστε να μπορεί να ανταγωνιστεί την Κίνα, και ότι “η Ευρώπη θα πρέπει να συνεργαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτές τις βασικές πλατφόρμες”, αναφερόμενος στις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες στις οποίες βασίζεται η αμερικανική κυβέρνηση για την ανάπτυξη τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης.
Ο Σμιτ επίσης επέκρινε τον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί να ρυθμίσει την τεχνητή νοημοσύνη, τον οποίο κάποιοι αποκαλούν “τρίτο δρόμο”, ανάμεσα στον έντονο κρατικό έλεγχο της Κίνας και την πολύ πιο “λάιτ” προσέγγιση των ΗΠΑ.
Ο τρίτος δρόμος
“Η Ευρώπη δεν πρόκειται να επιτύχει με τον δικό της τρίτο δρόμο”, δήλωσε ο Σμιτ, αμφισβητώντας τις ευρύτερες κινήσεις της Ευρώπης προς την λεγόμενη τεχνολογική κυριαρχία, που εστιάζει στην ενίσχυση της τοπικής ψηφιακής βιομηχανίας που θα ανταγωνιστεί τόσο τις ΗΠΑ όσο και την Κίνα.
Η αναζήτηση ενός τρίτου δρόμου από την Ευρώπη αντικατοπτρίζεται και στο πώς προσεγγίζει τους ρυθμιστικούς κανόνες για την τεχνητή νοημοσύνη, με στόχο να τονώσει τη καινοτομία με έναν ανθρωποκεντρικό και φιλικό προς την ιδιωτικότητα τρόπο. Η ΕΕ θα αποκαλύψει τους ρυθμιστικούς κανόνες για την τεχνητή νοημοσύνη φέτος την άνοιξη, και αυτοί αναμένεται να θέτουν όρια στις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης “υψηλού κινδύνου” - σε απόλυτη αντίθεση με την αυτορυθμιστική τακτική που έχουν υιοθετήσει οι ΗΠΑ.
Η Ευρώπη έχει αναζητήσει συνεργασία με τις ΗΠΑ σε διάφορα ζητήματα, μεταξύ των οποίων και η τεχνητή νοημοσύνη, μετά την εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία, δεν έχει εκφράσει όμως το πώς σκοπεύει να συμβιβάσει την στρατηγική κυριαρχίας που ακολουθεί με την στενότερη συνεργασία που επιδιώκει.
Παρόλο που ο Σμιτ σύστησε στην Ουάσινγκτον να συνεργαστεί με την Ευρώπη στο θέμα της τεχνητής νοημοσύνη στο επίπεδο του ΟΟΣΑ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, δήλωσε ότι δεν ξέρει ακόμα πολλά πράγματα σχετικά με την πρόταση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για μία “Υπεραντλατική Συμφωνία Τεχνητής Νοημοσύνης”.
Κοινό έδαφος
Η άποψη του Σμιτ είναι ότι οι κοινός φόβος της ταχύτατης τεχνολογικής ανάπτυξης της Κίνας θα πρέπει να βοηθήσει τις ΗΠΑ και την ΕΕ να ξεπεράσουν τις “ρυθμιστικές διαφορές τους” σε ζητήματα όπως η τα προσωπικά δεδομένα και το εμπόριο.
Στα τέλη Φεβρουαρίου ο Σμιτ εκτιμούσε ότι η Κίνα υστερεί μόνο κατά μερικά χρόνια των ΗΠΑ στην ανάπτυξη τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης.
Η Επιτροπή Εθνικής Ασφάλειας για την Τεχνητή Νοημοσύνη συστήθηκε το 2018 με στόχο να συμβουλεύσει την αμερικανική κυβέρνηση για την ανάπτυξη τεχνητής νοημοσύνης και την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας ώστε να υπερτερήσει των ανταγωνιστών της.
Μία από τις βασικές συστάσεις στην έκθεση της Επιτροπής που δόθηκε στη δημοσιότητα τη Δευτέρα – και που προτείνει επίσης αύξηση της χρηματοδότησης και αναζήτηση ταλέντων – είναι η αναγκαιότητα για τις ΗΠΑ να αναζητήσουν συνεργασίες που να σέβονται τις “δημοκρατικές αρχές”, τονίζοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται συμμάχους για να αντιμετωπίσουν το Πεκίνο.
Θεωρητικά, αυτός ο σύμμαχος θα πρέπει να είναι η Ευρώπη. Εκτός από τις κοινές αξίες, η Ένωση επίσης διαθέτει “πολλούς έξυπνους ανθρώπους και πολλά χρήματα”, είπε ο Σμιτ.
Ωστόσο οι διαφορές σε θέματα προσωπικών δεδομένων, εμπορίου και εθνικής ασφάλειας δημιουργούν ένα χάσμα μεταξύ των δύο πιθανών συμμάχων.
Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα πρέπει να εστιάσουν στο να κάνουν “την ελεύθερη ροή της καινοτομίας μεταξύ αυτών των περιοχών όσο πιο ελεύθερη γίνεται, με όσο μεγαλύτερη πρόσβαση σε δεδομένα γίνεται”, σημείωσε ο Σμιτ.
Ας συνεργαστούμε
Προκειμένου να ενισχυθεί η πολυμερής συνεργασία, η αμερικανική επιτροπή θέλει να δημιουργήσει μία “Συμμαχία Αναδυόμενων Τεχνολογιών” που θα θεσπίσει διεθνή πρότυπα και κανόνες.
Η έκθεσης της επιτροπής προτείνει η Συμμαχία αυτή να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις για μία νέα υπερατλαντική συμφωνία ανταλλαγής δεδομένων, και τονίζει ότι συμφωνίες ανταλλαγής δεδομένων για συγκεκριμένους λόγους, όπως η διευκόλυνση των προσπαθειών για την αντιμετώπιση της πανδημίας “θα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας” σε σύγκριση με μία πιο γενική συμφωνία.
iefimerida.gr