Ήταν η εισαγωγή για μία «δύσκολη» ανάρτηση: της παραίτησής του από το ΕΣΥ και του σχετικού υπομνήματος που είχε ήδη αποστείλει στον υπουργό Υγείας και το οποίο περιελάμβανε 16 «σκληρές» αλήθειες για το σύστημα υγείας της χώρας μας, και ιδίως της νησιωτικής. Αρμοδίως στη 2η Υγειονομική Περιφέρεια Αττικής, Πειραιά και νήσων η παραίτηση του κ. Κοντάρη δεν έχει φτάσει ακόμη. Στελέχη της ΥΠΕ και του υπουργείου Υγείας εξαίρουν τον γιατρό για τις υπηρεσίες υγείας που έχει προσφέρει και γενικά για το ήθος και την αφοσίωση που τον χαρακτηρίζει στην άσκηση του λειτουργήματός του – ενδεχομένως αυτά τα χαρακτηριστικά να τον οδήγησαν συντομότερα στα όριά του και να τον εξώθησαν στην απόφαση φυγής από το Ιατρείο της Σερίφου, με δεδομένες και τις ελλείψεις στο ΠΠΙ. Κατά πληροφορίες, πάντως, ο γιατρός δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο να παραμείνει στο νησί.
«Όσο και να προσπαθήσαμε να βρούμε λύση με την προϊσταμένη αρχή μου, 2η ΥΠΕ, η υπάρχουσα νομοθεσία μας οδηγεί σε αδιέξοδο» αναφέρει στην επιστολή του ο κ. Κονταρής και τονίζει πως «δεν υπάρχει κανένα κοινωνικό, οικονομικό και επιστημονικό κίνητρο για ιατρούς-επιστήμονες που θέλουν να εργαστούν σε δυσπρόσιτες και προβληματικές περιοχές όπως οι Κυκλάδες».
Το υπουργείο Υγείας νομοθέτησε πρόσφατα οικονομικό κίνητρο σε γιατρούς και νοσηλευτές που θα μετακινηθούν στη νησιωτική χώρα για την κάλυψη των εκτάκτων αναγκών της τουριστικής περιόδου. Θα δίνει σε μηνιαία βάση και πλέον του βασικού τους μισθού 1.800 ευρώ στους γιατρούς και 1.200 ευρώ στους νοσηλευτές. Την ίδια στιγμή, η διοίκηση της 2ης ΥΠΕ σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση προσπαθεί να εξασφαλίσει καταλύματα για τους επαγγελματίες υγείας που θα μετακινηθούν. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρείται πολύ πιθανό ότι το κενό του κ. Κονταρή θα καλυφθεί από τη δεξαμενή των μόνιμων γιατρών του ΕΣΥ που θα δηλώσουν μετακίνηση για έναν μήνα για ιατρεία της νησιωτικής χώρας.
Από τη Σουηδία στη Σέριφο
Ο κ. Κοντάρης τοποθετήθηκε στο Πολυδύναμο Περιφερειακό Ιατρείο Σερίφου το 2018, ως επικουρικός (συμβασιούχος) γιατρός, επιμελητής Β’. Επέλεξε το νησί της Σερίφου και εγκαταστάθηκε εκεί με την οικογένεια του. Μαζί του, ωστόσο, «κουβαλούσε» την πολύτιμη εμπειρία του από την 10ετή απασχόλησή του στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Σουηδίας. Τον περασμένο Οκτώβριο που το υπουργείο Υγείας προκήρυξε θέση παθολόγου/ γενικού γιατρού για το ΠΠΙ Σερίφου η κάλυψη ήταν άμεση για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια και πολλές άγονες προκηρύξεις.
Ο κ. Κοντάρης ανέλαβε τα καθήκοντά του συνεχίζοντας να κάνει ό,τι έκανε μέχρι τότε: Να είναι ο πυλώνας του ΠΠΙ Σερίφου, συνεπικουρούμενος από δύο αγροτικούς γιατρούς και το λοιπό νοσηλευτικό και παραϊατρικό προσωπικό. Ζούσε και εργαζόταν ήδη τέσσερα χρόνια στο νησί, και είχε γνωρίσει τις δύο όψεις του, την ήρεμη των «νεκρών» τουριστικά μηνών με τους περίπου 2.000 κατοίκους και την ξέφρενη θερινή περίοδο με τους πολλαπλάσιους κατοίκους- επισκέπτες και τις ανάλογες ανάγκες, μεταξύ όλων των άλλων, και για ιατρική περίθαλψη.
«Οι κάτοικοι της Σερίφου αλλά και άλλων μικρών νησιών αντιμετωπίζονται ως πολίτες τρίτης κατηγορίας. Οι υπηρεσίες υγείας που παρέχονται από το ΠΠΙ ΣΕΡΙΦΟΥ είναι επισφαλείς για τους κατοίκους αλλά και τους επισκέπτες του νησιού, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες. Οι λόγοι είναι ο φόρτος εργασίας, η αυξημένη επισκεψιμότητα στο νησί καθώς και η υποστελέχωση. Τους θερινούς μήνες εργαζόμαστε υπερωριακά, παράνομα και με εξουθενωτικά ωράρια, σε τέτοιο σημείο που είμαστε επικίνδυνοι για την ασφάλεια των ασθενών, ενώ η πληρωμή μας, αφορά κυρίως (μας αποζημιώνονται) 7 εφημερίες» αναφέρει ο γιατρός στην επιστολή του προς τον υπουργό Υγείας, κ. Θάνο Πλεύρη.
Η δύσκολη καθημερινότητα
Παρότι ήταν μια σαφής και μελετημένη επιλογή η επιστροφή του κ. Κονταρή στην Ελλάδα – και μάλιστα από μία χώρα με ένα σύστημα υγείας σημείο αναφοράς για πολλές χώρες- και δη σε ένα νησί των Κυκλάδων, η πραγματικότητα μετατράπηκε σε μία τεράστια πρόκληση όπως λέει. «Η διαμονή σε ένα τόσο μικρό νησί των Κυκλάδων αποτελεί τεράστια πρόκληση για έναν ιατρό. Εκτός από τις αντικειμενικές δυσκολίες και τις δυσκολίες στην λήψη ιατρικών αποφάσεων (καιρός, δρομολόγια), περιλαμβάνει κοινωνική απομόνωση, ερημοποίηση, ακρίβεια, δυσκολία μετακίνησης και επιστημονικό αποκλεισμό» αναφέρει.
Όπως περιγράφει «ζω με την οικογένειά μου και εργάζομαι σε ένα μικρό νησί που δεν διαθέτει: πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», κοινοτική νοσηλεύτρια, ιδιώτη ιατρό, παιδίατρο, (στοιχεία που θα μπορούσαν να αποσυμφορήσουν τη λειτουργία του ΠΠΙ ΣΕΡΙΦΟΥ) και παιδικό σταθμό».
Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά κάνει και στον θεσμό του Προσωπικού γιατρού, καθώς ο ίδιος εντάχθηκε στο σύστημα όπως και όλοι οι γιατροί της δημόσιας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ). «Ορίστηκα Προσωπικός γιατρός δίχως να ερωτηθώ για αυτό. Κάτι που αδυνατώ να υπηρετήσω, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες. Το γεγονός αυτό όχι μόνο προκάλεσε σύγχυση στους κατοίκους του νησιού αλλά και προσέθεσε επιπλέον δυσκολία στο ήδη δύσκολο έργο μου» σημειώνει, ενώ αναφερόμενος γενικά στην ΠΦΥ στην Ελλάδα χαρακτηρίζει «αποτυχημένες από τη γέννησή τους όλες τις προσπάθειες, από όλες τις κυβερνήσεις, για την οργάνωση της ΠΦΥ».