Σύμφωνα με την εξαγγελία του πρωθυπουργού, το ειδικό τέλος θα είναι υψηλότερο σε Σαντορίνη και Μύκονο και χαμηλότερο στα υπόλοιπα λιμάνια που δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα υπερτουρισμού ενώ θα κλιμακώνεται ανά χρονική περίοδο.
«Περιμέναμε την επιβολή του τέλους αφού όντως είναι πολύ χαμηλό. Αλλά τώρα πάμε στο άλλο άκρο» είπαν κύκλοι της διεθνούς αγοράς, όπως αναφέρει το «Πρώτο Θέμα» και προσθέτουν: «Στα λιμάνια της Ευρώπης το τέλος κυμαίνεται στα 3 – 3,5 ευρώ. Στη Βαρκελώνη το λιμενικό τέλος επιβάτη είναι 3,25 ευρώ και 7 ευρώ ο τουριστικός φόρος, που ισχύει όμως για όλους τους τουρίστες και όχι μόνο για την κρουαζιέρα. Μας αιφνιδίασε το 20άρικο.»
Στελέχη από τον κλάδο της κρουαζιέρας, σύμφωνα με το δημοσίευμα, έδωσαν παραδείγματα για προσεγγίσεις σε Μύκονο και Σαντορίνη, νησιά, τα οποία οι μεγάλες εταιρείες έχουν στο ίδιο δρομολόγιο.
Μεγάλος όμιλος αμερικανικών συμφερόντων έχει ήδη προγραμματίσει για το 2025 έξι πλοία του μεταφορικής ικανότητας 5.000 επιβατών το καθένα, να προσεγγίζουν τη Μύκονο και τη Σαντορίνη.
Κρουαζιερόπλοιο
Το κάθε πλοίο θα κάνει 22 προσεγγίσεις το καλοκαίρι. Ήτοι 22 x 5.000 επιβάτες = 110.000 επιβάτες. Επί 20 ευρώ το άτομο = 2,2 εκατομμύρια ευρώ για ένα και μόνο κρουαζιερόπλοιο με προορισμό τη Σαντορίνη. Άλλα τόσα θα είναι για την Μύκονο. Σύνολο 4,4 εκατομμύρια ευρώ για ένα και μόνο πλοίο που θα προσεγγίσει τα δύο αυτά νησιά χωρίς να υπολογίζεται η χρέωση και για τους υπόλοιπους προορισμούς.
Με έξι συνολικά πλοία, το κόστος για τον αμερικανικό όμιλο εκτινάσσεται στα 26,4 εκατομμύρια ευρώ μέσα σε μία σεζόν. Και έθεσαν το ερώτημα: «Μέρος των εισπράξεων θα πάει στα λιμάνια. Θα θέλαμε να ξέρουμε πού θα πάνε τα υπόλοιπα ποσά».
Το νέο τέλος ύψους 20 ευρώ ανά επιβάτη σε Σαντορίνη, αλλά και στη Μύκονο- δύο τουριστικούς προορισμούς με τεράστια προσέλευση επιβατών από τα κρουαζιερόπλοια- που αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από την επόμενη χρονιά κατά τους μήνες αιχμής, είναι προς την κατεύθυνση της αποσυμφόρησης των δύο νησιών, ενώ ένα μέρος των χρημάτων αυτών προγραμματίζεται να επιστρέφει στις τοπικές κοινωνίες για σημαντικά έργα υποδομής.