Μεταξύ πολλών άλλων, ο κ. Σάλλας μίλησε για το «τεράστιο υπαρξιακό αναπτυξιακό θέμα» της Ελλάδας, η οποία «υστερεί ακόμα και από χώρες που μέχρι το 1989 ανήκαν στο ανατολικό μπλοκ».
Αναφερόμενος στη σαφή έλλειψη σχεδίου που υπάρχει, πολλά χρόνια τώρα, στη χώρα, τόνισε πως έχουμε «ανεπάρκειες τόσο στην αντιμετώπιση απλών καθημερινών θεμάτων αλλά και σε καθοριστικά για την πορεία του τόπου ζητήματα».
Σημείωσε επίσης:
«Από το 2008 μέχρι το 2022 οι Έλληνες έχασαν αθροιστικά 600 δισ ευρώ περίπου, εξαιτίας της λανθασμένης οικονομικής πολιτικής δεκαετιών, βοηθούντος τελευταία και του Covid. Είναι σαν να πέρασε οδοστρωτήρας την χώρα. Αφήσαμε τους πλουτοπαραγωγικούς μας πόρους χωρίς σχέδιο και στόχο».
Και πρόσθεσε:
«Η Ελλάδα εξακολουθεί να κινείται δεκαετίες τώρα, χωρίς σχέδιο. Νομίζω ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσουμε να βρούμε το δικό μας δρόμο, τον δρόμο που θα κάνει την Ελλάδα μια σοβαρή, ισχυρή χώρα.»
Ολόκληρη η ομιλία του Μιχάλη Σάλλα:
Hier klicken!
Τα περισσότερα από τα προβλήματα που περιγράφει ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης στο βιβλίο του, όπως η αύξηση του χρέους, το δημοσιονομικό, η γήρανση του πληθυσμού, οι ανισότητες, η μετανάστευση, το περιβάλλον, η κλιματική αλλαγή κλπ, είναι προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, καιρό τώρα, επιδεινούμενα συνεχώς, χρόνο με το χρόνο.
Και παρότι πρόκειται για κοινά προβλήματα με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, η δικιά μας περίπτωση ξεχωρίζει.
Ξεχωρίζει σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη γιατί υστερεί σημαντικά στην Δημόσια Διοίκηση, η οποία λειτουργεί χωρίς οργανωμένη επιστημονική υποστήριξη και περιθωριοποιημένη από το πελατειακό πολιτικό σύστημα.
Χωρίς να παραβλέπουμε τα όποια θετικά γίνονται, παραμένουμε ουραγοί στην Ευρώπη, με ανεπάρκειες τόσο στην αντιμετώπιση απλών καθημερινών θεμάτων αλλά και σε καθοριστικά για την πορεία του τόπου ζητήματα. Η Ελλάδα σήμερα, υστερεί ακόμα και από χώρες που μέχρι το 1989 ανήκαν στο Ανατολικό μπλοκ.
Η δομή λειτουργίας του Κράτους (δηλ. διάρθρωση-σύνθεση-κανόνες λειτουργίας), όπως έχει διαμορφωθεί από τα κόμματα εξουσίας διαχρονικά, φαίνεται ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί ανταγωνιστικά στις συνθήκες που διαμορφώνονται, σε κάθε περίοδο, στην Ευρώπη και στο Διεθνές Οικονομικό Περιβάλλον.
Δεν είναι τυχαίο, πχ, ότι οδηγηθήκαμε σε χρεοκοπία από πολιτική γαλαντομία (για να το πω κομψά) και ευκαιριακή δημοσιονομική πολιτική επί σειρά ετών. Θυμάμαι ότι ακόμα και όταν είχαμε φθάσει στα όρια της καταστροφής και υπήρχαν προτάσεις για την αποφυγή της χρεοκοπίας και των μνημονίων, υπήρξε αδυναμία μελέτης προτάσεων για περιορισμό του χρέους.
Δεν είναι τυχαίο ότι για να επιβιώσουν στρατηγικοί τομείς της οικονομίας, περνούν σταδιακά ή θα περάσουν σύντομα στο ξένο έλεγχο, όπως Τράπεζες, Τουρισμός, Ενέργεια, Υγεία, τυχερά παιχνίδια, κλπ., πωλούνται ή παραχωρούνται σε αλλοδαπά επενδυτικά σχήματα.
Είναι πολύ θετικό το ότι υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον από ιδιωτικούς φορείς του εξωτερικού για επενδύσεις στη χώρα μας.
Αντίθετα, το λυπηρό είναι ότι υποδομές όπως επικοινωνίες, λιμάνια, αεροδρόμια, περνάνε σε διαχείριση και ιδιοκτησία κρατικών εταιρειών άλλων χωρών, απόδειξη της διαχειριστικής ανεπάρκειας του Ελληνικού κράτους.
Από το 2008 μέχρι το 2022 οι Έλληνες έχασαν αθροιστικά 600 δισ ευρώ περίπου, εξαιτίας της λανθασμένης οικονομικής πολιτικής δεκαετιών, βοηθούντος τελευταία και του COVID.
Είναι σαν να πέρασε οδοστρωτήρας την χώρα.
Αφήσαμε τους πλουτοπαραγωγικούς μας πόρους χωρίς σχέδιο και στόχο.
Προτιμήσαμε τις χωματερές από την εκβιομηχάνιση του αγροτικού τομέα.
Αφήνουμε τις βιομηχανίες εγκαταλελειμμένες στη διεθνή λαίλαπα, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Δύσης. Αφήνουμε τον τουρισμό σε χαοτική και αντιαναπτυξιακή πορεία, χωρίς να σχεδιάζουμε πώς θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τα μακροπρόθεσμα οφέλη του.
Πρώτος κλάδος της χώρας σε τζίρο, υπερδιπλάσιος και των supermarket, τα τυχερά παιχνίδια.
Συνεχόμενα λάθη ακόμη και από αρμόδιες υποτίθεται Αρχές.
Ακόμα και το 2018, όταν ολοκληρώθηκαν τα μνημόνια, υπήρξε πρόταση από την Τράπεζα της Ελλάδος, που οδηγούσε σε 4ο μνημόνιο και ευτυχώς δεν υιοθετήθηκε.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να πούμε, το πώς η Ελλάδα θα συμπεριφερθεί στο παγκόσμιο περιβάλλον που αλλάζει, σε ένα κόσμο πολυπολικό και ανταγωνιστικό, πώς θα βρει και θα δημιουργήσει για τις επιχειρήσεις τη δική της «Στρατηγική των Γαλάζιων Ωκεανών», για να χρησιμοποιήσω την ενδιαφέρουσα προσέγγιση των Chan Kim και της Renee Mauborgne στο ομώνυμο βιβλίο τους, το 2005, για τις σύγχρονες οικονομίες και επιχειρήσεις σε ένα ανταγωνιστικότερο κόσμο.
Για να μπει η Ελλάδα σε «Γαλάζιους Ωκεανούς» πρέπει να ανοίξει ασφαλώς δρόμους και η Ευρώπη.
Αλλά για ποια Ευρώπη μιλάμε;
Για την Ευρώπη που σε ότι αφορά τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων θυμίζει γραφειοκρατία σοβιετικού τύπου, αδυνατώντας να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις; αυτή που στηρίχθηκε στη Γερμανία, η οποία επί δεκαετίες ακολουθεί αντιαναπτυξιακή Ευρωπαϊκή πολιτική, επιδιώκοντας την περιφερειοποίηση των υπόλοιπων οικονομιών της ΕΕ και στηρίζεται για δεκαετίες στην προνομιακή σχέση με τη Ρωσία στον τομέα της ενέργειας; Στην υπερχρεωμένη Ιταλία; Στην Γαλλία που δύσκολα θα αποφύγει την υποβάθμιση της οικονομίας της;
Σε μία Ευρώπη που μονίμως υστερεί έναντι άλλων ισχυρών γεωπολιτικά χωρών.
Για το 2024, η Ευρώπη θα έχει αύξηση ποσοστού του ΑΕΠ 0,6% και η Γερμανία 0,3% έναντι 2,6% των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, 3,7% της Ρωσίας και 4,9% της Κίνας.
Δυστυχώς, είμαστε ουραγοί από πλευράς οικονομικών δεικτών και αισιοδοξίας των πολιτών μας ακόμα και σε αυτή την Ευρώπη.
Νομίζω ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσουμε να βρούμε το δικό μας δρόμο, τον δρόμο που θα κάνει την Ελλάδα μια σοβαρή, ισχυρή χώρα.
Η σημερινή Κυβέρνηση έχει αποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό το διεθνές κύρος της χώρας και την διακρίνει, σε σχέση με το παρελθόν, μια συνεπής δημοσιονομική πολιτική στηριγμένη κυρίως στην υπερφορολόγηση αγαθών και υπηρεσιών.
Χρειάζεται όμως μεγαλύτερη προσπάθεια για να προσεγγίσουμε τις ανάγκες της Χώρας και να σχεδιάσουμε την κατεύθυνση που πρέπει ανταγωνιστικά να πάρει.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να κινείται δεκαετίες τώρα, χωρίς σχέδιο, στηρίζοντας την όποια ανταγωνιστικότητα της και παρά τις ακραίες γραφειοκρατικές της αντιξοότητες, σε ορισμένες «φωτεινές» επιχειρηματικές εξαιρέσεις στον τομέα του Τουρισμού, της Ενέργειας, των Αεροπορικών συγκοινωνιών, των Τροφίμων, των Κατασκευών και του οργανωμένου Δικτύου των Supermarkets.
Δεν αναφέρω τον κλάδο της Εμπορικής Ναυτιλίας, ο οποίος διαχρονικά επειδή δεν έχει στην ουσία καμία εξάρτηση από την Ελληνική διοίκηση, πρωτοπορεί στην Παγκόσμια ναυτιλία.
Είναι ευτύχημα το γεγονός ότι το 2002 μπήκαμε, έστω και για πολιτικούς κυρίως λόγους, στο Ευρώ.
Αλλά δυστυχώς αυτό δεν το αξιοποιήσαμε, αναπροσαρμόζοντας την αναπτυξιακή μας στρατηγική.
Χωρίς να υποτιμώ την συμβολή του τουρισμού στην Ελληνική Οικονομία, κανείς δεν περίμενε ότι από μόνο του το μοντέλο «ξαπλώστρες της Μυκόνου», «ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης» και «εταιρείες στοιχημάτων» θα δημιουργούσαν και θα αναβάθμιζαν την ανταγωνιστικότητα της χώρας με την ένταξη στο ευρώ.
Αποδιαρθρώθηκε το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών και κατέρρευσε η χώρα.
Η Ευρώπη και η Ελλάδα πρέπει να καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για να σταθούν στα πόδια τους, αντιμετωπίζοντας όλα τα θέματα που παραθέτει στο βιβλίο του ο κ. Ρουμελιώτης.
Για να πάρω ως παράδειγμα ένα από τα πολλά που θέτει ο κ. Ρουμελιώτης, πχ το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και της πράσινης μετάβασης, θα χρειαστεί η Ευρώπη την επόμενη εξαετία, δηλ. μέχρι το 2030, 396 δις ευρώ ετησίως για τις ενεργειακές επενδύσεις και περίπου 550 δισ ευρώ, επίσης ετησίως, από το 2031 έως το 2050 γι’ αυτό το σκοπό, δηλ. μιλάμε για 15-16 τρισ ευρώ
Η αναλογία της Ελλάδας ανέρχεται σε 456 δισ. Δεν έχουμε ακούσει, από καμία πλευρά, μία συγκροτημένη πρόταση για το πως θα το αντιμετωπίσουμε.
Πως θα αντιμετωπιστεί αυτό το τεράστιο πρόβλημα της πράσινης μετάβασης; Έχουν διατυπωθεί απόψεις για την υλοποίηση της συμφωνίας των Παρισίων του 2016, που εν πάσει περιπτώσει μπορεί να υπάρξουν κάποιες μικρές παρατάσεις, δεδομένου ότι η συμφωνία δεν έχει τις στενές νομικές δεσμεύσεις του Πρωτοκόλλου του Κιότο (1997).
Ο Frank Elderson της ECB έχει διατυπώσει κάποιες απόψεις και προβληματισμό για τυχόν έκδοση Εθνικών Πράσινων Ομολόγων, πάντοτε με τον φόβο της δημιουργίας πληθωριστικών πιέσεων.
Η δική μου άποψη είναι ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο Εθνικά εργαλεία για αυτό το τεράστιο υπαρξιακό αναπτυξιακό θέμα.
Χρειάζονται κεντρικά εργαλεία της Ε.Ε.
Θα έβλεπα για παράδειγμα την έκδοση 30ετών Ομολόγων, 500-600 δις € τον χρόνο, τα οποία θα απευθύνονται στην Παγκόσμια αγορά και ιδιαίτερα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Η εξυπηρέτηση τους ετησίως θα μπορεί να γίνεται με την έκδοση ομολογιακών δανείων, μη τακτής λήξης (perpetual), κατάλληλα για αποθεματικά ασφαλιστικών εταιρειών. Είναι όμως η Ευρωπαϊκή γραφειοκρατία και ιδιαίτερα η Γερμανία έτοιμες να αποδεχθούν τέτοιες προτάσεις;
Δυσκολεύομαι να το πιστέψω.
Τα ποσά που αναφέρθηκαν με τον απαιτούμενο σχεδιασμό, αφορούν μόνο την περίπτωση της πράσινης μετάβασης.
Φανταστείτε λοιπόν τι οικονομικές απαιτήσεις έχει η αναβάθμιση της ανταγωνιστικής θέσης της Ευρώπης και της χώρας μας, αν λάβουμε υπόψη μας και τα υπόλοιπα θέματα και προβλήματα που τίθενται στο βιβλίο από τον κ. Ρουμελιώτη.
Η Ευρώπη και κάθε χώρα της πρέπει δηλαδή να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη και φοβάμαι ότι οι συγκρουόμενες πολιτικές θα οδηγήσουν αναγκαστικά σε επιβάρυνση της τσέπης των πολιτών κάθε χώρας και πιθανότατα σε σοβαρή υστέρηση της Ευρώπης στις κοσμογονικές αλλαγές του Νέου Διεθνούς Οικονομικού Περιβάλλοντος.
Συνοψίζοντας, σε ότι μας αφορά ως χώρα, για να ζήσουμε επίσης με αξιοπρέπεια και πρόοδο μακροπρόθεσμα, χρειαζόμαστε σχέδιο και στόχους, έξυπνες και πρακτικές λύσεις, καινοτόμες επενδύσεις και ταχύτερες διαδικασίες από πλευράς Δημοσίου. Χρειαζόμαστε διαφοροποιημένη από το παρελθόν αναπτυξιακή πολιτική με στρατηγική και γνώση για να ανταπεξέλθουμε στο νέο οικονομικό περιβάλλον.
Χρειαζόμαστε όμως κυρίως την ύπαρξη ενός σοβαρού σε δομή και λειτουργία Κράτους.
Ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης καταγράφει με αριστοτεχνικό τρόπο τις σύγχρονες συνθήκες ανταγωνισμού με τα προβλήματα και τις αβεβαιότητες. Είναι εξαιρετικά πολύτιμη η ανάλυση και ο προβληματισμός που τίθενται.
Μένει στην πολιτική, επιστημονική (όπως το ΚΕΠΕ) και επιχειρηματική ελίτ να διαβάσουν το βιβλίο του, με την ευχή να βρουν από την πλευρά τους τρόπους για την ανταγωνιστικότερη διεθνή παρουσία του τόπου.
Ας το προσπαθήσουμε τουλάχιστον. Δεν διατηρώ πολλές ελπίδες, αλλά το εύχομαι ολόψυχα, όπως επίσης ολόψυχα εύχομαι να μελετηθεί το βιβλίο από όσο γίνεται περισσότερους Έλληνες.