Μια αξιοσημείωτη αντίθεση εμφανίζει η νησιωτική Ελλάδα στον γενικότερο δημογραφικό χάρτη της χώρας. Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι "αποκαλυπτικά", καθώς... μαρτυρούν ότι οι κάτοικοι των νησιών γεννούν περισσότερα παιδιά από τον εθνικό μέσο όρο, ενώ παράλληλα καθυστερούν να αποσυρθούν από την αγορά εργασίας.
Την ώρα που στις περισσότερες Περιφέρειες ο πληθυσμός είτε μειώνεται είτε μεταβάλλεται οριακά, τα Δωδεκάνησα, οι Κυκλάδες και η Κρήτη έχουν επιτύχει να ανατρέψουν την αρνητική τάση, παρουσιάζοντας θετικό ισοζύγιο γεννήσεων - θανάτων.
Η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου σημειώνει την πιο εντυπωσιακή πληθυσμιακή ανάπτυξη, σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ για την περίοδο 2011-2021. Στην τελευταία απογραφή, ο πληθυσμός της αυξήθηκε από 309.015 σε 327.820 κατοίκους. Ακολουθεί η Κρήτη, όπου ο πληθυσμός αυξήθηκε από 623.065 σε 624.410 κατοίκους.
Την ίδια στιγμή όμως, το σκηνικό στις συνταξιοδοτήσεις, τουλάχιστον όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, είναι το ακριβώς αντίθετο. Κι αυτό, γιατί στις Περιφέρειες Κρήτης, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίων Νήσων καταγράφονται συνταξιοδοτήσεις στη μεγαλύτερη ηλικία συνταξιοδότησης. Από την άλλη στην Αττική οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις στο Δημόσιο έχουν μειώσει τη μέση ηλικία έναρξης λήψης σύνταξης κάτω από τα 58 έτη.
Από τα αποτελέσματα της ανάλυσης της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με την κατάσταση των συντάξεων και την εργασία για άτομα ηλικίας 50-74 ετών, προκύπτει ότι ένα σημαντικό ποσοστό, περίπου 65,8%, των ατόμων σε αυτή την ηλικιακή ομάδα δεν λαμβάνει καμία σύνταξη. Μάλιστα σημειώνεται ότι μόλις το 31,2% έχει πρόσβαση σε εθνική σύνταξη γήρατος, οι επαγγελματικές και ιδιωτικές συντάξεις είναι πολύ περιορισμένες φτάνοντας με το ζόρι στο 0,4%, ενώ οι αναπηρικές ανέρχονται στο 2,5%.
Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι και το στοιχείο που μαρτυρά ότι το ποσοστό των συνταξιούχων που παραμένουν ενεργοί στην αγορά εργασίας είναι μόλις 1,8%. Και αυτό, ενώ έχουν ήδη "αποκαλύψει" την εργασία τους στον ΕΦΚΑ περισσότεροι από 200.000 απόμαχοι της δουλειάς. Στην ηλικία των 54 ετών, λιγότερο από το 5% των ατόμων λαμβάνει σύνταξη, ωστόσο αυτή η αναλογία αυξάνεται σταδιακά, φτάνοντας το 20% στα 60 χρόνια.
Η κατάσταση αλλάζει ριζικά από την ηλικία των 60 και άνω, με τις συνταξιοδοτήσεις να αυξάνονται και τα ποσοστά να είναι σαφώς υψηλότερα για τους άνδρες σε σύγκριση με τις γυναίκες. Για παράδειγμα, στα 62 έτη, το 44,5% των ανδρών είναι συνταξιούχοι, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες περιορίζεται στο 24,6%. Στα 64 έτη, οι αναλογίες είναι περίπου 50% για τους άνδρες και 30% για τις γυναίκες. Αυτή η τάση συνεχίζεται μέχρι την ηλικία των 74, όπου το 90,1% των ανδρών και το 63,7% των γυναικών είναι συνταξιούχοι.
Οι διαφορές στη συνταξιοδότηση διαμορφώνονται επίσης ανάλογα με το εκπαιδευτικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, παρατηρείται ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης, τόσο μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα να συνταξιοδοτηθεί κανείς. Στην ηλικία των 74 ετών, οι συνταξιούχοι κατώτερης εκπαίδευσης φτάνουν το 69,3%, ενώ για τα άτομα μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης τα ποσοστά είναι 78,9% και 92,1%, αντίστοιχα.
Η μέση ηλικία κατά την οποία οι συνταξιούχοι γήρατος αρχίζουν να λαμβάνουν σύνταξη είναι 58,6 έτη, με τους άνδρες να συνταξιοδοτούνται σε ελαφρώς μεγαλύτερη ηλικία (58,9) από τις γυναίκες (58,2). Οι διαφορές είναι πιο έντονες με βάση το εκπαιδευτικό επίπεδο, καθώς τα άτομα με κατώτερη εκπαίδευση συνταξιοδοτούνται κατά μέσο όρο στα 60,7 έτη, ενώ για εκείνους με μέση και ανώτερη εκπαίδευση η ηλικία αυτή είναι 57,1 και 57,3 έτη, αντίστοιχα.
Όσον αφορά τη διαδικασία συνταξιοδότησης, το 11,6% των ατόμων δηλώνει ότι λαμβάνει μειωμένη σύνταξη, με το ποσοστό να είναι χαμηλότερο για τους άνδρες κατώτερης εκπαίδευσης (5,6%) και υψηλότερο για τις γυναίκες μέσης εκπαίδευσης (22,8%).