Τι λένε οι μελισσοκόμοι, ποιες λύσεις προκρίνουν οι ειδικοί
Εξαιρετικά μειωμένη ήταν η φετινή παραγωγή μελιού στην Κρήτη, αλλά και στις Κυκλάδες, κυρίως λόγω της έλλειψης νερού, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «ΥΧ». Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, ερευνητική ομάδα του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, με επικεφαλής την καθηγήτρια Θεοδώρα Πετανίδου, εκπόνησε μελέτη, στην οποία καταγράφονται οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην ανθοφορία των μελισσοκομικών φυτών λόγω της κλιματικής αλλαγής και προτείνονται τρόποι επιβίωσης για τους μελισσοκόμους.
«Από 230 μελίσσια δεν μαζέψαμε το καλοκαίρι ούτε 500 κιλά μέλι. Κανονικά, βγάζουμε πάνω από δύο τόνους», μας λέει ο Νίκος Κοκολάκης, που παράγει βιολογικό μέλι στη Σέριφο. Όπως εξηγεί ο τοπικός μελισσοκόμος, στο νησί έχει να βρέξει πολλούς μήνες, με αποτέλεσμα να μη βγαίνει το θυμάρι, που αποτελεί το κύριο φυτό που αγαπούν οι καλοκαιρινές μέλισσες. «Και τα λίγα θυμάρια που βγήκαν, τα έκαψε ο Νοτιάς. Πρώτη φορά τόσο καυτός άνεμος», τονίζει. Εκείνο, όμως, που ανησυχεί περισσότερο τον κ. Κοκολάκη είναι ότι, λόγω της ξηρασίας, τα μελίσσια δεν θα είναι αρκετά δυνατά, ώστε να βγάλουν χωρίς απώλειες τον χειμώνα, που οι μέλισσες δεν πετούν για να συλλέξουν γύρη και νέκταρ.
Δυσκολία να κρατήσει το ζωικό του κεφάλαιο διαπιστώνει και ο μελισσοκόμος Γεράσιμος Σκορδίλης στη Σύρο, καθώς οι μέλισσες δεν μπορούν να βρουν ανθούς να τρυγήσουν, όταν, μάλιστα, κυριολεκτικά τις παίρνει ο δυνατός, καυτός άνεμος. «Φέτος, δεν ήταν η πρώτη χρονιά που τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία παράγουν εκλεκτά μέλια, είχαν μικρή ή και καθόλου παραγωγή. Και η περσινή σοδειά ήταν ισχνή. Όταν την άνοιξη δεν βρέχει, ξεραίνονται τα πάντα στις Κυκλάδες. Μετά, οι υψηλές θερμοκρασίες αποτελειώνουν ό,τι έχει απομείνει».
Στην Κρήτη, η φετινή παραγωγή μελιού αναμένεται μειωμένη κατά περίπου 70% λόγω της ξηρασίας. «Από τον Φεβρουάριο και ύστερα, δεν έχει βρέξει καθόλου. Η έλλειψη υγρασίας επηρεάζει πολύ τη μελισσοκομία, καθώς μειώνεται η ανθοφορία», λέει ο Κρητικός μελισσοκόμος Φανούρης Λεονταράκης.
Οι μέλισσες τρέφονται αποκλειστικά με γύρη και νέκταρ. Δεν έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τη διατροφή τους, να προσαρμοστούν. «Οπότε, αν δεν υπάρχουν άνθη, πώς θα βοσκήσουν οι μέλισσες; Όλο το θυμάρι στο νησί κάηκε ή δεν φύτρωσε καθόλου, οπότε εμείς πώς θα φτιάξουμε θυμαρίσιο μέλι;» αναρωτιέται ο παραγωγός.
Δεξαμενές για να ποτιστούν τα μελίσσια
Οι νησιώτες μελισσοκόμοι αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα, καθώς οι περιοχές, όπου μπορούν να βοσκήσουν οι μέλισσές τους, είναι συγκεκριμένες και περιορισμένες. Η θάλασσα οριοθετεί τη δυνατότητα να μετακινηθούν οι μελισσοκόμοι στην ενδοχώρα.
«Φέτος, δεν ήταν η πρώτη χρονιά που τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία παράγουν εκλεκτά μέλια, είχαν μικρή ή και καθόλου παραγωγή», προειδοποιεί ο Γεράσιμος Σκορδίλης
από τη Σύρο
Όπως εξηγεί ο Σάκης Παπαδόπουλος, μελισσοκόμος από τη Θεσσαλονίκη, οι παραγωγοί της ηπειρωτικής Ελλάδας έχουν περισσότερες εναλλακτικές λύσεις, καθώς έχουν την ευχέρεια να μεταφέρουν τα μελίσσια τους ανάλογα με τις συνθήκες. Όμως και αυτοί αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. «Την περίοδο του καύσωνα, κάθε μελίσσι χρειάζεται έως και δύο λίτρα νερό την ημέρα», λέει ο παραγωγός. «Παλαιότερα, οι μέλισσες έβρισκαν νερό από εδώ και από εκεί, γιατί όλο και κάπου θα υπήρχε. Τώρα, είναι όλα ξερά. Έτσι, αναγκαστήκαμε να βάλουμε δεξαμενές για να ποτίσουμε τα μελίσσια μας», καταλήγει.
Κίνδυνος να χαθούν περισσότερες από τις μισές μέλισσες
Η κα Πετανίδου μελετά εδώ και δεκαετίες τις άγριες μέλισσες. Όμως, καθώς οι άγριες μέλισσες, όπως και εκείνες που χρησιμεύουν στη μελισσοκομία, τρέφονται από τα ίδια φυτά, η καθηγήτρια έχει παρατηρήσει και πειραματικά αυτό που οι παραγωγοί ξέρουν εμπειρικά.
«Στο εργαστήριό μας κάνουμε πειράματα με βάση τις αλλαγές στο κλίμα που πρόκειται να γίνουν έως το τέλος του αιώνα, με βάση τις επιστημονικές προγνώσεις, και θα επηρεάσουν και τις ήμερες μέλισσες και τη μελισσοκομία», αναφέρει. Σύμφωνα με την ίδια, «στο Αιγαίο, θα έχουμε πάνω από 50% απώλεια ειδών στις μέλισσες, όπως δείχνουν οι μελέτες μας, και άρα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι θα έχουμε μεγάλη μείωση της βιοποικιλότητας γενικά».
Η εν λόγω καθηγήτρια έχει πραγματοποιήσει μια μεγάλη ερευνητική εργασία για κάθε φυτό, για το ποια έντομα επισκέπτονται τα άνθη του και ποιοι είναι οι επικονιαστές του. «Συγκεντρώσαμε τα δεδομένα για τέσσερα χρόνια και, στη συνέχεια, αναλύοντας τα δεδομένα, είδαμε ότι, κατά τη διάρκεια κάποιων ετών, η ανθοφορία μετατοπίζεται προς τον χειμώνα, αν η μέση θερμοκρασία του προηγούμενου μήνα είναι σχετικά υψηλή. Έτσι, κάποια φυτά, που ήταν να ανθίσουν τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο, ανθίζουν νωρίτερα», εξηγεί.
Στη συνέχεια, οι έρευνές της επικεντρώθηκαν στο θυμάρι, το κατεξοχήν μελισσοκομικό φυτό. «Το θυμάρι, μέχρι τους 30 βαθμούς Κελσίου, αυξάνει την παραγωγή νέκταρος ανά ημέρα, αλλά, μετά από αυτήν τη θερμοκρασία, η παραγωγή του πέφτει δραματικά», σημειώνει.
Έπειτα, μελετήθηκαν και άλλα φυτά και, όπως επισημαίνει η καθηγήτρια, «είδαμε ότι για κάθε φυτό υπάρχει μια κρίσιμη θερμοκρασία, πάνω από την οποία μειώνεται η παραγωγή νέκταρος». Τα πειράματα συνεχίστηκαν και αυτήν τη φορά συμπεριλήφθηκαν και άλλα είδη φυτών.
«Ίσως οι μελισσοκόμοι θα πρέπει να φυτεύουν χειμωνιάτικα φυτά, όπως είναι το δενδρολίβανο, δημιουργώντας μελισσόκηπους με περισσότερα χειμερινά άνθη», εκτιμά η καθηγήτρια Θεοδώρα Πετανίδου
«Για κάποια φυτά, είχαμε την ίδια παραγωγή νέκταρος ανά άτομο φυτού ανά ημέρα, ωστόσο, αυτό οφειλόταν στο ότι πολλά μπουμπούκια πιέζονταν να ανθοφορήσουν, αλλά το κάθε άνθος είχε λιγότερη παραγωγή. Έτσι, διαπιστώσαμε ότι το φυτό πιεζόταν πολύ και είχε περισσότερα άνθη, που έφτιαχναν λιγότερο νέκταρ το καθένα και, τελικά, είχε μικρότερο χρόνο ανθοφορίας. Άρα, το θυμάρι, αντί να ανθοφορεί για ενάμιση μήνα, θα ανθοφορεί για έναν μήνα», περιγράφει.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κα Πετανίδου επισημαίνει ότι το σύστημα υποφέρει πάρα πολύ και, μάλιστα, υπό την προϋπόθεση ότι τα φυτά ποτίζονται, «γιατί αλλιώς θα χάναμε το πείραμα. Στη φύση, όμως, τα φυτά δεν ποτίζονται το καλοκαίρι, οπότε έχουν πρόβλημα. Πρέπει να τα καταφέρουν με την υγρασία που υπάρχει στο έδαφος. Καταλαβαίνετε ότι νέκταρ χωρίς νερό δεν είναι δυνατόν να παραχθεί, γιατί το νέκταρ είναι ζαχαρούχο διάλυμα νερού». Η ίδια προσθέτει ότι, «με βάση τις θερμοκρασίες που προβλέπουμε ότι θα υπάρχουν το 2080, θα έχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα, το οποίο, όμως, θα κλιμακώνεται διαρκώς έως τότε. Δεν είμαστε καθόλου αισιόδοξοι για το πώς θα πάει η μελισσοκομία», επισημαίνει η ειδικός και προτείνει να ληφθούν άμεσα μέτρα προσαρμογής από τους ίδιους τους παραγωγούς, ώστε να επιβιώσουν στις νέες συνθήκες.
Μέτρα προσαρμογής
«Χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας σε πολύ μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, πρέπει να δούμε τι μπορούμε να παράγουμε νωρίς την άνοιξη», επισημαίνει η ίδια. «Να παράγουμε μέλια, τα οποία θα μπορούμε να τα παραγάγουμε φυσικά. Έχουμε δει ότι μέχρι τον Απρίλιο είναι η καλή περίοδος, μέχρι να εμφανιστεί και να ανθοφορήσει ο ασφόδελος. Τον χειμώνα έχουμε κάποια μελισσοκομικά φυτά, όπως είναι το δενδρολίβανο, που ανθοφορεί μαζικά και σε μεγάλες ποσότητες από τον Οκτώβριο έως και τον Ιανουάριο. Ίσως θα πρέπει οι μελισσοκόμοι να φυτεύουν τέτοια χειμωνιάτικα φυτά. Να δημιουργήσουμε, δηλαδή, μελισσόκηπους με περισσότερα χειμερινά άνθη», εξηγεί.
Σύμφωνα με την ίδια, το μέλι κουμαριάς είναι άλλο ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα. «Στην Ελλάδα, ακόμα δεν το έχουμε βάλει στο στόχαστρο, παρόλο που τα χαρακτηριστικά του είναι πολύ κοντά ή και καλύτερα από αυτά του φυτού manouka. Χρειάζεται να κατανοήσουμε τι έρχεται και να προχωρήσουμε σε δράσεις», υπογραμμίζει η καθηγήτρια. Εξηγεί, επίσης, ότι ίσως χρειάζεται να επανέλθουν παλαιότερες μελισσοκομικές πρακτικές, όπως η φύτευση σε αναβαθμίδες, που υπάρχουν ήδη έτοιμες στα νησιά, δημιουργώντας χώρους όπου οι μέλισσες θα μπορούσαν να βρουν υγρασία και μελισσοκομικά φυτά.
«Οι αναβαθμίδες δεν είναι μονάχα χώροι παραγωγής γεωργικών προϊόντων, αλλά και αποθήκευσης βρόχινου νερού. Δημιουργείται, έτσι, πιο γόνιμο υπόστρωμα, με αύξηση της υδατοπεριεκτικότητας. Τα μελισσοκομικά φυτά, που είναι φυτεμένα σε αυτά τα σημεία, θα μπορούσαν να προσελκύσουν άγριες και ήμερες μέλισσες. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαμε να συνδυάσουμε τη μελισσοκομία με την επικονίαση των φυτών, για την υποστήριξη των καλλιεργειών. Η φύτευση, όπου μπορούμε, φυτών που θα μπορούσαν να θρέψουν τις μέλισσες, αντί για τη δημιουργία αστικών νησίδων με διακοσμητικά φυτά, που χρειάζεται να αλλάζουν συχνά, είναι επίσης μια στρατηγική που θα βοηθούσε», τονίζει.
Κλείνοντας, η κα Πετανίδου επισημαίνει ότι μία επιπλέον δραστηριότητα που θα μπορούσε να αναπτυχθεί είναι ο μελισσοτουρισμός, τον οποίο έχει αναπτύξει η Σλοβενία.
Γεωργιοπούλου Τάνια