Είναι 01:45 τα ξημερώματα στο πανηγύρι του Γαλησσά στη Σύρο. Πλαστικές καρέκλες διεσπαρμένες στον χώρο, τραπέζια με άδεια κουτάκια μπίρας και ορισμένα απομεινάρια από σουβλάκια. Στην πίστα, μια παρέα εικοσάρηδων χορεύει συρτό: ένας κοιτάει τον μπροστινό του για να μιμηθεί τα βήματα, άλλος ανεβάζει story, ένας τρίτος προσπαθεί να βολέψει παράλληλα το ποτήρι μπίρας που κρατάει. Κανείς τους δεν φαίνεται να ξέρει τον χορό, όλοι τους όμως φαίνεται να διασκεδάζουν.
«Δεν είχαμε ποτέ τόσο κόσμο, και κυρίως τόσο νέο κόσμο, όσο έχουμε τα τελευταία χρόνια», λέει ο Στέφανος Βακονδιός, πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου Γαλησσά και επαγγελματίας στο catering, που ψήνει σουβλάκια σχεδόν σε κάθε πανηγύρι της Σύρου. Oπως λέει, «έχουμε φτάσει να δίνουμε και 12.000 σουβλάκια. Δεν είναι μόνο τα δικά μας τα παιδιά του νησιού, τα ντόπια, είναι και οι τουρίστες. Με το που πατάνε το πόδι τους στο νησί, μας ρωτάνε πού έχει πανηγύρι. Ερχονται για να διασκεδάσουν και ξέρουν δεν ξέρουν νησιώτικα, θα χορέψουν. Για εμάς τους παλιούς η εικόνα τους μας δίνει κουράγιο, τους βλέπουμε και χαιρόμαστε».
Ταξιδεύοντας μεταξύ Πάρου και Νάξου
Μπορεί τα πανηγύρια της Ικαρίας να έχουν γίνει θρύλος –και δικαίως–, αλλά τα τελευταία καλοκαίρια, στις Κυκλάδες, στήνεται μια εξίσου ζωντανή σκηνή. Από τη Σύρο μέχρι την Πάρο, την Ίο και την Άνδρο, οι πλατείες γεμίζουν ξανά. Είτε πρόκειται για επισκέπτες είτε για κατοίκους που αναζητούν έναν αυθεντικό τρόπο διασκέδασης, η εικόνα είναι κοινή: μπύρες σε πεζούλια, σουβλάκια στο χέρι και νεολαία που χορεύει χωρίς να νοιάζεται αν «το κάνει σωστά».
«Η μουσική στην Ελλάδα πάει από το κακό στο χειρότερο. Να πάμε το βράδυ σε club να ακούσουμε τι ακριβώς; Προτιμάω τα νησιώτικα. Ο χορός δεν είναι πρόβλημα, αυτοί που ξέρουν τα βήματα παρασέρνουν όσους δεν ξέρουν», λέει ο Τάσος Αναγνωστόπουλος, 27 χρονών, που εργάζεται τα τελευταία καλοκαίρια σε καντίνα ταξιδεύοντας μεταξύ Πάρου και Νάξου.
«Την ώρα που σερβίρω τον κόσμο με ρωτάνε “πού έχει πανηγύρι απόψε;” Αλλά και οι φίλοι που φιλοξενώ αυτό είναι το πρώτο που τους ενδιαφέρει, σε ποιο πανηγύρι θα πάμε το βράδυ. Εγώ ο ίδιος δεν το συζητάω, είμαι σταθερός θαμώνας». Το κόστος παίζει ρόλο αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο για όλους. Σύμφωνα με τον Τάσο, «το σουβλάκι έχει 4 ευρώ, η μπύρα 5. Δεν το λες και οικονομική έξοδο», λέει. «Παλιότερα ήταν αλλιώς. Πλέον το κλίμα είναι αυτό που σε τραβάει, όχι η τιμή».
Ο Ιωσήφ Βιδάλης, μόνιμος κάτοικος του νησιού, μέλος του συλλόγου της Ξινάρας και ενεργός εθελοντής στο πανηγύρι του χωριού του, έχει διαφορετική άποψη. «Με 30-40 ευρώ έχεις φάει, έχεις πιει και έχεις χορέψει», λέει, συγκρίνοντάς το με μια έξοδο στη Χώρα, που «θα σου φύγουν τα διπλά». Το πανηγύρι της Ξινάρα έχει περάσει από τους 600 επισκέπτες της δεκαετίας του ’90 στο να μετράει χιλιάδες σήμερα. Η στροφή της νεολαίας προς τα πανηγύρια για τον ίδιο είναι ξεκάθαρη. «Τη δεκαετία του ’90 όλοι πήγαιναν στα μπαρ. Δεν είχαν καμία σχέση με την παράδοση», θυμάται ο Ιωσήφ. «Τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε παιδιά που μαθαίνουν τους χορούς και τα τραγούδια μας». Ο ίδιος βλέπει αυτή τη στροφή όχι ως μια επιστροφή στην παράδοση αλλά ως ένδειξη ότι ο κόσμος αναζητά έναν ανεπιτήδευτο τρόπο διασκέδασης. «Πηγαίνω από παιδί σε πάνω από 10 πανηγύρια κάθε καλοκαίρι, μπορεί και 15. Παλιά το κρασί ήταν το κλασικό ποτό της βραδιάς. Τώρα βρίσκεις και ουίσκι ή βότκα. Η άλλη διαφορά είναι πως στο παρελθόν πλήρωνες μια είσοδο της τάξεως των 25 ευρώ και αυτό σήμαινε πως εξασφαλίζεις μια θέση στο τραπέζι και την αντίστοιχη μερίδα φαγητού. Πλέον η είσοδος είναι χαμηλότερη και αντιστοιχεί σε ένα ποτό και οι θέσεις στο τραπέζι είναι ελάχιστες, ίσα ίσα για τους ηλικιωμένους. Η νεολαία άλλωστε αποτελεί το 95% και σε καμία περίπτωση δεν θέλουν να κάθονται».
Μπορεί σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας να σημειώθηκαν φέτος μεμονωμένες καταγγελίες που οδήγησαν σε ακυρώσεις πανηγυριών, στην πλειονότητά τους όμως οι κάτοικοι, ακόμα και όταν δεν συμμετέχουν, κάνουν υπομονή για εκείνο το βράδυ που η μουσική θα ηχεί μέχρι και τα ξημερώματα. Οπως όμως είναι φυσικό, δεν ενθουσιάζονται εξίσου όλοι οι ντόπιοι με αυτή την εξωστρέφεια. Η Εύη, 30 χρονών, βρέθηκε στις αρχές Ιουλίου στη Σέριφο μαζί με έναν νεότερο ξάδερφό της από τον Βόλο, που θέλει σε κάθε νησί που επισκέπτεται να πηγαίνει στα τοπικά πανηγύρια. «Κάναμε μπάνιο σε μια παραλία και πιάσαμε κουβέντα με ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Οταν ο Κώστας ρώτησε, πολύ ευγενικά, αν όντως στο χωριό τους έχουν πανηγύρι εκείνο το βράδυ, η γυναίκα μας είπε ναι μεν, αλλά πως δεν έχει πια νέο κόσμο γιατί όλοι έχουν φύγει και πως δεν θα έχει ούτε ζωντανή μουσική. Νιώσαμε πως ήθελε να μας αποθαρρύνει. Ο Κώστας ωστόσο επέμενε να πάμε, και καλά έκανε. Οχι μόνο είχε ορχήστρα, αλλά και νέο κόσμο που μάλιστα μας καλοδέχτηκαν. Μάλλον το συγκεκριμένο ζευγάρι δεν ήθελε τους τουρίστες».
Στην ετοιμασία όλο το χωριό γίνεται ομάδα
Πριν ξεκινήσει όμως η μουσική, πριν αρχίσει το φαγητό να σερβίρεται και πριν ανάψουν τα φώτα, προηγείται η προετοιμασία. Οι εθελοντές στήνουν καρέκλες, ασπρίζουν πεζούλια, ελέγχουν τις ηλεκτρολογικές συνδέσεις, οργανώνουν παραγγελίες. «Θέλει σχεδόν μια εβδομάδα δουλειάς για να στηθεί σωστά», σχολιάζει ο Ιωσήφ. «Ολοι βοηθάνε, όλο το χωριό γινόμαστε ομάδα». Αντίστοιχα, στην Ανδρο, η Ορσαλία Μανδαράκα, πρόεδρος του συλλόγου Καππαριάς, σχολιάζει πως «έχουμε λιγότερους εθελοντές από παλιά, αλλά πολύ περισσότερο κόσμο. Εμάς το πανηγύρι μας είναι στις 8 Αυγούστου και οι ετοιμασίες όπως και κάθε χρόνο είναι απαιτητικές: ασπρίσματα, παραγγελίες, ασφάλεια στον χώρο, να τακτοποιηθεί το κάθε τι», λέει. «Η χαρά μας είναι πως τα τελευταία χρόνια η νεολαία κατακλύζει την πίστα. Εμάς δεν πειράζει αν δεν ξέρουν τα βήματα. Η πλατεία είναι τόπος συνάντησης, δεν περιμένουμε να χορεύουν τέλεια. Τους προσκαλούμε και τους αναμένουμε».