Όμως για μια φορά θα ξεπεράσω αυτόν τον κανόνα, διότι αυτά που ακούω, βλέπω και διαβάζω με κάνουν έξαλλο και σε προσωπικό επίπεδο.
Αποφάσισα να πολιτευτώ διότι θεωρώ ότι μπορώ να βοηθήσω τον τόπο μου, μη έχοντας καμία προσωπική ή οικογενειακή ανάγκη για να ζήσω ή να προβληθώ από την πολιτική.
Όμως δεν μπορώ να μην αναλογισθώ και να μην συγκρίνω τι άκουγα, έβλεπα και διάβαζα πριν τις εκλογές και τι μετά από αυτές.
Στις εκλογές συμμετέχουν κυρίως τρεις κατηγορίες ανθρώπων. Τουλάχιστον εγώ έτσι το βίωσα.
Η πρώτη κατηγορία ήταν διάφοροι γραφικοί οι οποίοι τρέχουν σε πανηγύρια, γάμους, κηδείες, κλπ. με μοναδικό στόχο τις προσωπικές ψήφους. Συνήθως δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει γύρω τους, δεν έχουν ιδέα από οικονομία και διοίκηση και εάν μιλούν ελάχιστα Ελληνικά αναπαράγουν την κομματική ξύλινη γλώσσα, όποια κι αν είναι αυτή.
Η δεύτερη κατηγορία υποψηφίων ήταν αυτοί που έλεγαν τα ευχάριστα.
Θα καταργούσαν τα μνημόνια σε μια μέρα, θα αύξαναν μισθούς και συντάξεις, θα επαναπροσλάμβαναν όλους τους απολυμένους, θα καταργούσαν τον ΕΝΦΙΑ και τις ιδιωτικοποιήσεις, θα αποκαθιστούσαν τη ζημιά των ομολογιούχων από το PSI, θα δρομολογούσαν κρατικά καράβια, θα κρατικοποιούσαν τα ναυπηγεία, και αποκαθιστώντας την απόλυτη ευημερία θα έριχναν μια κλωτσιά στην Μέρκελ, την Λαγκάρντ, τον Ντράγκι, τον Γιούνκερ, την τρόικα και όλους τους προδότες, πουλημένους κεφαλαιοκράτες και τοκογλύφους δανειστές.
Όλα αυτά εννοείται ότι ήταν απολύτως δυνατά και εφικτά να επιτευχθούν την επόμενη μέρα των εκλογών με ένα νόμο και ένα άρθρο.
Υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία ελαχίστων υποψηφίων οι οποίοι προσπαθούσαν να εξηγήσουν γιατί η Ελλάδα είχε χρεοκοπήσει το 2010, τι πρέπει να γίνει στο μέλλον, την ανάγκη παραμονής στην Ευρωζώνη, τους κανόνες συνύπαρξης στην Ευρώπη, τους κανόνες λειτουργίας της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και κυρίως ότι οι εύκολες υποσχέσεις εκτός του ότι είναι ανέφικτες είναι και επικίνδυνες. Αυτό προσπάθησα να κάνω κι εγώ.
Υποθέτω ότι όσοι με άκουγαν τότε σε μεγάλο ποσοστό θα με θεωρούσαν πουλημένο φερέφωνο των ξένων αποικιοκρατών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Το ότι ποτέ δεν το εισέπραξα με αυτό τον τρόπο μάλλον το οφείλω στην έμφυτη ευγένεια που διακρίνει τους Κυκλαδίτες.
Τι ακούμε όμως και διαβάζουμε τον τελευταίο καιρό;
α) Όλες οι υποσχέσεις που δόθηκαν πριν τις εκλογές πάνε περίπατο. Οι υπάρχοντες φόροι παραμένουν, μελετώνται να μπουν και άλλοι νέοι, η Μέρκελ είναι μια συμπαθέστατη κυρία, οι καθαρίστριες θα παραμείνουν απολυμένες και το μνημόνιο καλά κρατεί.
Η μόνη διαφορά είναι ότι με την πρώτη φορά αριστερά ξεμένουμε και από λεφτά.
β) Αν δεν αλλάξει η Ευρώπη και δεν ικανοποιήσει τις απαιτήσεις μας (μαζί και το ΔΝΤ) εμείς ως λεβέντες Έλληνες θα αυτοκτονήσουμε ώστε να λερώσουμε τα κοστούμια των γερμανοτσολιάδων με το αίμα μας και να τους υποχρεώσουμε να πληρώσουν το καθαριστήριο.
Μόλις προχθές ο κυκλαδίτης βουλευτής κος Μανιός μας προειδοποίησε ότι σε δεκαπέντε μέρες πάμε σε πιστωτικό γεγονός. Το είπε με τέτοια απλότητα και απάθεια σαν να έλεγε ότι μια γάτα του έφαγε το δόλωμα από το παραγάδι που ετοίμαζε. Προφανώς τόσα καταλαβαίνει τόσα λέει.
β) Ο πρωθυπουργός μας προαναγγέλλει δημοψήφισμα για μια συμφωνία που θα υπερβαίνει τις κόκκινες γραμμές του Λαφαζάνη.
Αυτό δεν είναι άλλο από την αποθέωση της τρέλας.
Πρώτον ξεκινάει μια νέα φάμπρικα.
Πριν τις εκλογές θα λέμε και θα υποσχόμαστε τα πάντα, θα μας ψηφίζει ο Ελληνικός λαός και μετά τις εκλογές με την απειλή της καταστροφής θα καλούμε τον Ελληνικό λαό να μας δώσει συγχωροχάρτι μέσω δημοψηφίσματος για όσα ψέματα πίστεψε πριν τις εκλογές.
Δεύτερον εάν ο Ελληνικός λαός ψηφίσει στο δημοψήφισμα υπέρ της συμφωνίας στο δημοψήφισμα, θα έχουμε μια κυβέρνηση η οποία θα καλείται να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα, το οποίο έχει δηλώσει με τον πιο επίσημο τρόπο ότι δεν εγκρίνει.
Τρίτον κάθε φορά που ένα κόμμα θα έχει εσωτερικές διαφωνίες θα τρέχουμε σε δημοψήφισμα για να μπορέσει η πλειοψηφία να απαλλαγεί από την μειοψηφία.
Θα πρέπει λοιπόν να υποθέσω ότι πριν τις εκλογές ο κάθε ένας λέει ότι θέλει και βεβαίως δεν υπάρχει τρόπος αξιολόγησης και επιμερισμού ευθυνών για ψέματα ή αλήθειες.
Βεβαίως υπάρχει ακόμη ένα επίπεδο παρηγοριάς.
Ο Θεός, που καλείται (και πάλι) να βάλει το χέρι του.
Ως πότε;
Γιώργος Βακόνδιος