Ο λόγος είναι απλός.
Ένα ασφαλιστικό σύστημα βασίζεται στην ποσοτικοποίηση συγκεκριμένων μεγεθών και σε προβλέψεις που γίνονται με συγκεκριμένες μεθοδολογίες (αναλογιστικές μελέτες).
Δηλαδή βασίζεται σε αριθμούς.
Είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει μεγάλη απέχθεια προς τους αριθμούς προφανώς διότι δεν έχει τη δυνατότητα να τους κατανοήσει.
Άρα να συζητάμε για συγκεκριμένα ποσοστά περικοπών των συντάξεων αυτή τη στιγμή δεν έχει κανένα νόημα.
Ας συμβιβαστούμε με την γενική ιδέα ότι αντί αύξησης των συντάξεων και παροχής 13ης σύνταξης θα έχουμε μειώσεις των κυρίων συντάξεων, πιθανή κατάργηση των επικουρικών και ας περιμένουμε τον ακριβή λογαριασμό να μας έλθει από τους θεσμούς (την αναβαθμισμένη παλιά τρόϊκα) με τους οποίους υπέγραψε η Ελλάδα το αριστερό μνημόνιο, αντί να καταργηθούν τα μνημόνια με ένα νόμο κι ένα άρθρο.
Περισσότερη σημασία έχει η πολιτική διαχείριση του προτεινόμενου σχεδίου.
Οι βασικές πολιτικές κατευθύνσεις είναι δύο:
α. Να γίνει προσπάθεια εικονικής ικανοποίησης των ομάδων που πιθανόν ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ.
β. Να εμφανισθεί η κυβέρνηση ότι διαθέτει συμμάχους σε αυτό που ονομάζει «ασφαλιστική μεταρρύθμιση».
Για την ικανοποίηση της πρώτης παραμέτρου έχουν συμπεριληφθεί κάποιες μη ποσοτικοποιημένες διατάξεις όπως:
Οι μειώσεις των σημερινών συντάξεων να γίνουν αργότερα. Δηλαδή μετά τις επόμενες εκλογές ώστε να ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι προστατεύει τις συντάξεις.
Η ενοποίηση κύριων και επικουρικών συντάξεων ώστε ο συνταξιούχος να χάσει το λογαριασμό.
Οι εξοντωτικές εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών δεδομένου ότι αυτοί πιθανότατα δεν θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ.
Η εξομοίωση προς τα κάτω, μέσω της ενοποίησης όλων των ταμείων, συνταξιούχων με σχετικά υψηλότερες συντάξεις (ούτε αυτοί ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ).
Η μείωση των νέων συντάξεων ελπίζοντας ότι οι νέοι συνταξιούχοι δεν θα αντιδράσουν στις κάλπες δεδομένου ότι δεν μειώθηκε η σύνταξή τους, αλλά απλά ήταν χαμηλή από την χορήγησή της, κλπ.
Όλα αυτά όμως είναι πολιτική διαχείριση του κομματικού ακροατηρίου και της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος συνασπισμού και πέραν αυτού καμία άλλη αξία δεν έχουν διότι όπως είπαμε ο λογαριασμός θα αποφασισθεί όταν θα μπούνε τα νούμερα.
Για να εμφανισθεί η κυβέρνηση ότι διαθέτει συμμάχους και αφού δεν τους βρίσκει ούτε στην Βουλή, ούτε στους θεσμούς με τους οποίους έχει στενή συνεργασία κατέφυγε σε κάποιους από τους εργοδοτικούς φορείς, διαπραγματευόμενη την αύξηση των εισφορών εργοδοτών και εργαζόμενων. Πρώτον τα βάζει με το κεφάλαιο (εικονικά) και δεύτερον πιστεύει ότι οι έχοντες εργασία στον ιδιωτικό τομέα είναι μάλλον απίθανο να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ προσεχώς.
Πανηγυρίζει λοιπόν ότι δύο-τρεις φορείς, η ΕΣΕΕ (μικροί και μικρομεσαίοι έμποροι), ο ΣΕΒ (μεγάλες επιχειρήσεις) και ο ΣΕΤΕ συμφώνησαν με την κυβερνητική πρόταση. Ωραιότατα, για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση αποδεικνύει ότι δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει στην αγορά και πως λειτουργεί η επιχειρηματικότητα.
Ας αρχίσουμε από την ΕΣΕΕ. Αντιπροσωπεύει μικρούς και μικρομεσαίους εμπόρους. Αυτοί βασίζονται στην ιδιωτική κατανάλωση η οποία εξαρτάται από το κλίμα που επικρατεί στην αγορά και τους καταναλωτές.
Προφανώς για να μην βαρύνει περαιτέρω το κλίμα και επηρεάσει αρνητικά την ιδιωτική κατανάλωση, κάτι που θα συνέβαινε σε διαφορετική περίπτωση, συμφώνησε στην αύξηση των εισφορών. Η σκέψη είναι απλή. Καλύτερα η συντήρηση μιας προβληματικής, περιορισμένης αλλά πάντως υπαρκτής καταναλωτικής συμπεριφοράς, παρά ο κίνδυνος περαιτέρω σημαντικής μείωσης του τζίρου.
Αυτό είναι ένα βασικό θεώρημα του εμπορίου και βεβαίως η ΕΣΕΕ τα συμφέροντά της προσπαθεί να προστατέψει.
Κάτι ανάλογο φαίνεται ότι σκέφτηκαν στον ΣΕΒ.
Εκπροσωπώντας τις μεγάλες επιχειρήσεις έχουν μάθει να λειτουργούν με βάση το συνολικό εργασιακό κόστος. Φαίνεται ότι προτιμούν έναν συμβιβασμό με την κυβέρνηση ώστε να την διευκολύνουν στην προσπάθειά της να τα βρει με την αναβαθμισμένη τρόϊκα, παρά τον κίνδυνο να επανέλθει η κυβέρνηση σε λογικές αριστερής διαπραγμάτευσης οι οποίες θα έθεταν σε κίνδυνο το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Ουσιαστικά δηλαδή με την συμφωνία αυτή σπρώχνουν την κυβέρνηση περισσότερο στην ασφαλή αγκαλιά των θεσμών, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν ότι οι Κατρουγκαλισμοί δεν θα γίνουν Βαρουφακισμοί.
Στο κάτω κάτω αυτοί ξέρουν από αριθμούς. Το εργασιακό κόστος γι' αυτούς δεν θα αυξηθεί διότι εάν χρειασθεί θα αναπροσαρμοσθεί είτε ο αριθμός των εργαζόμενων είτε οι ώρες απασχόλησης αυτών.
Επιπλέον κατά δήλωση του προέδρου του ΣΕΒ εξασφάλισαν από τον κ. Τσίπρα τη δέσμευση ότι η κυβέρνηση σε αντάλλαγμα αυτής της συμφωνίας θα γίνει περισσότερο φιλοεπιχειρηματική.
Το τελευταίο εάν θέλουμε το πιστεύουμε διότι δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί ότι η αριστερή κυβέρνηση θα τα βρει με το κεφάλαιο. Διαφορετικά θα πρέπει ο Σκουρλέτης να σκίσει τα πτυχία του και να τραβήξει το δρόμο του Λαφαζάνη.
Κάτι ανάλογο σκέφτηκαν στον ΣΕΤΕ. Ένας κλάδος προσφοράς υπηρεσιών με έντονη εποχικότητα προσφέρεται για εναλλακτικές λύσεις προσαρμογής του εργασιακού κόστους.
Σε όλη αυτή τη πολιτική διαχείριση δυστυχώς υπάρχει μία ακόμη αμελητέα λεπτομέρεια.
Αγνοήθηκαν οι εργαζόμενοι και ειδικότερα αυτοί του ιδιωτικού τομέα.
Άρα πέραν από τον λογαριασμό που θα περιμένουν οι συνταξιούχοι από τους θεσμούς, θα πρέπει να περιμένει και η κυβέρνηση τον λογαριασμό από τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα.
Πιθανότατα στις προσεχείς εκλογές.
Γιώργος Βακόνδιος