Φαίνεται ότι παρά τις θετικές εξελίξεις που είχαμε το 2013, είναι δύσκολο να επαναληφθεί μια περαιτέρω σημαντική ανάπτυξη το 2014.
Βεβαίως γεννάται το ερώτημα γιατί δεν θα πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι με μια έστω και μικρή αύξηση των 17.500.000 επισκεπτών του 2013.
Η απάντηση είναι απλή. Η Ελλάδα είναι ένας κατεξοχήν (έστω και κακοποιημένος εδώ και χρόνια) τουριστικός προορισμός. Στην σημερινή συγκυρία της επιζητούμενης ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης, ο τουρισμός είναι η μόνη οικονομική δραστηριότητα η οποία μπορεί να φέρει άμεσα αποτελέσματα.
Μπορεί επομένως το 2013 να είχαμε ελληνικό ρεκόρ αφίξεων, αλλά οι δυνατότητες της χώρας και της αγοράς είναι πολύ μεγαλύτερες. Μια απλή σύγκριση νομίζω ότι αποτυπώνει την πραγματικότητα. Μια πόλη της Ιταλίας, η Βενετία, προσελκύει κάθε χρόνο 30 εκατομμύρια τουριστικούς επισκέπτες. Δηλαδή, μια πόλη 60.000 κατοίκων, με υποδομές ένα αεροδρόμιο, ένα λιμάνι και συνδεδεμένη με το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, προσελκύει περισσότερους επισκέπτες από ότι το σύνολο της Ελλάδας.
Αν θέλουμε να γίνουμε ακόμη πιο αυστηροί με τον εαυτό μας, η Βενετία η οποία είναι χτισμένη πάνω σε μια βρώμικη λιμνοθάλασσα, με δύσκολες καιρικές συνθήκες έξι μήνες τον χρόνο, λειτουργεί ως τουριστικός προορισμός 365 μέρες τον χρόνο, με τουλάχιστον 80.000 επισκέπτες ημερησίως. Αντίθετα, το διαμάντι του κόσμου που λέγεται Σαντορίνη, ουσιαστικά δεν ξεκινά να λειτουργεί αν δεν ακουστεί το «Χριστός Ανέστη».
Προφανώς λοιπόν, υπάρχει χώρος για πολύ μεγαλύτερη πρόοδο και κανείς δεν πρέπει να είναι εφησυχασμένος.
Οι αιτίες των όποιων χαμένων ευκαιριών για την μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία οφείλονται στο κράτος. Ο αναχρονιστικός ΕΟΤ, η ανάθεση της ευθύνης διαχείρισης του τουρισμού σε ανεπαρκείς οπαδούς της αποφυγής του πολιτικού κόστους και επιστήμονες του πελατειακού κράτους, σε συνδυασμό με το σύνολο των παθογενειών της δημόσιας διοίκησης, ουσιαστικά περιόρισαν σημαντικά και επί δεκαετίες την τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας.
Τρανταχτό παράδειγμα είναι αυτό, ενός Υπουργού στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Προκηρύχθηκε ένας πολύ μεγάλος διαγωνισμός για την τουριστική προβολή της Ελλάδος. Στο διαγωνισμό συμμετείχαν έξι εταιρίες. Η απόφαση ήταν μοναδική στα παγκόσμια χρονικά. Ο διαγωνισμός δεν κατοχυρώθηκε σε καμία εταιρία, αλλά υποχρεώθηκαν οι έξι εταιρίες να συστήσουν κοινοπραξία και να μοιραστούν το έργο και τον προϋπολογισμό.
Ακριβώς ότι δεν θα έκανε ποτέ ένας γνώστης του αντικειμένου. Η αιτιολογία σύμφωνα με τα παραπολιτικά της εποχής ήταν ότι ο Υπουργός δεν ήθελε να δυσαρεστήσει καμία εταιρία, αλλά ούτε και γνώριζε πώς μπορεί η δημόσια διοίκηση να επιλέξει τον καταλληλότερο ανάδοχο!
Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί επί δεκαετίες το concept του ελληνικού τουρισμού ήταν ήλιος, θάλασσα, μουσακάς, σουβλάκι, καμάκι και ολίγον από ιστορία.
Δηλαδή ο minimum κοινός παρονομαστής που θα μπορούσε να καλύψει το σύνολο της χώρας. Ταυτόχρονα, στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη, απουσίαζε η Ελλάδα για έξι μήνες τον χρόνο.
Σήμερα, αυτή την αγορά, την έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ.
Όμως στην ζωή τίποτα δεν χαρίζεται και επομένως πρέπει να εργαστούμε σκληρά για να διεκδικήσουμε το μεγαλύτερο δυνατό μερίδιο αγοράς που μας αναλογεί.
Ο ανταγωνισμός, προφανώς δεν είναι μόνο μεταξύ της Ελλάδας και άλλων χωρών αλλά και μεταξύ τουριστικών προορισμών εντός της χώρας μας. Γι' αυτό προξενούν εντύπωση διάφορες πρωτοβουλίες αξιωματούχων της τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού.
Μόνο το γεγονός ότι αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες δύο μήνες πριν την έναρξη της κουτσουρεμένης τουριστικής περιόδου, δείχνει ερασιτεχνισμό. Εκτός και αν πρόκειται για τις παραδοσιακές τακτικές προβολής προ των αυτοδιοικητικών εκλογών.
Διότι έχουμε και αυτό το παράδοξο.
Ο νομοθέτης προέβλεψε οι αυτοδιοικητικές εκλογές να πραγματοποιούνται σε περιόδους έναρξης της κακώς περιορισμένης μόνο στο καλοκαίρι, τουριστικής περιόδου.
Τότε που οι αυτοδιοικητικοί άρχοντες θα ασχολούνται με την επανεκλογή τους και όσοι δεν εκλεγούν, προφανώς θα έχουν ελάχιστο ενδιαφέρον για οτιδήποτε γίνεται μέχρι τον Σεπτέμβριο που θα παραδώσουν τα ηνία.
Συμπερασματικά, το μόνο που απομένει είναι ο ιδιωτικός τομέας, είτε μέσω των συλλογικών οργάνων και δομών, είτε μεμονωμένα να προσπαθήσουν για το καλύτερο αποτέλεσμα.
Εξάλλου, η Ελλάδα όπου μεγαλούργησε εντός και εκτός της χώρας, το οφείλει στον ιδιωτικό τομέα.
Γιώργος Βακόνδιος
Πολιτευτής Κυκλάδων Ν.Δ.