Στη Σαντορίνη, όμως, το μεγαλύτερο δημόσιο κτήμα είναι ο γκρεμός της Καλντέρας και η κατοχύρωσή του δεν αφορά την κοινή χρήση (πώς θα μπορούσε, άλλωστε, σε έναν χώρο με κλίσεις που ξεκινούν από τις 45 μοίρες), αλλά την προστασία του νησιού και των επισκεπτών του. Η πρόσφατη σεισμική διέγερση της περιοχής έφερε για πολλοστή φορά στο προσκήνιο την υπόθεση, που «κρατάει» από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και δεν έχει ακόμη κλείσει. Εξαιτίας της κτηματογράφησης, πάντως, έχουν έρθει στο φως και 75 απόπειρες κατοχύρωσης ιδιοκτησίας στην Καλντέρα, οι οποίες απορρίφθηκαν.
Παρά την τουριστικοποίηση της Σαντορίνης, δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει επισκεφθεί το νησί και να μη θυμάται έντονα την πρώτη φορά που βρέθηκε στο «φρύδι» της Καλντέρας και αντίκρισε τη θέα. Για τους γεωλόγους, η Καλντέρα είναι συναρπαστική για διαφορετικούς λόγους. «Αυτό που εμείς λέμε Καλντέρα και οι ντόπιοι το λένε “τα γκρεμνά” είναι η τέλεια αποτύπωση των γεωλογικών, ηφαιστειακών και σεισμικών διεργασιών που έχουν συμβεί εδώ και τουλάχιστον 300.000 χρόνια», λέει ο Ευθύμης Λέκκας, καθηγητής Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών και πρόεδρος του ΟΑΣΠ. «Η Καλντέρα είναι το πιο σημαντικό γεωλογικό μνημείο στον κόσμο. Και στη σημερινή εποχή συνδέεται με ένα οικιστικό περιβάλλον που, τουλάχιστον μέχρι πριν από 20-30 χρόνια, ήταν απόλυτα εναρμονισμένο με τις γεωδυναμικές διεργασίες του χώρου, γιατί τις τελευταίες δεκαετίες… του έχουμε βγάλει τα μάτια».
Πιέσεις και απληστία – «Η Καλντέρα θεωρείτο ένα κομμάτι που δεν ανήκει σε κανέναν. Ολοι πίστευαν ότι είναι δημόσια. Μετη σταδιακή επικράτηση του τουρισμού, άρχισαν να αυξάνονται οι πιέσεις και η απληστία. Χρειάστηκε πολλή δουλειά ώστε να πείσουμε το κράτος για την ανάγκη να μπουν όριαστους παραδοσιακούς οικισμούς».
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η τουριστική ανάπτυξη στα Φηρά και στην Οία άρχισε να γίνεται εντονότερη. Και έτσι ξεκίνησε μια συζήτηση κατ’ αρχάς για την προστασία του χαρακτήρα τους. Η πρώτη «απάντηση» της πολιτείας για τους παραδοσιακούς οικισμούς ήταν ένα Προεδρικό Διάταγμα του 1978, που στις Κυκλάδες εξειδικεύτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80. «Η Καλντέρα θεωρείτο ένα κομμάτι που δεν ανήκει σε κανέναν. Ολοι πίστευαν ότι είναι δημόσια, χωρίς να ασχολείται κανένας περισσότερο», λέει ο Γιώργος Χάλαρης, που διετέλεσε κοινοτάρχης της Οίας από το 1995 έως το 2010.
«Ομως, με τη σταδιακή επικράτηση του τουρισμού, άρχισαν να αυξάνονται και οι πιέσεις – αλλά και η απληστία. Χρειάστηκε πολλή δουλειά ώστε να καταφέρουμε να πείσουμε το κράτος για την ανάγκη να μπουν όρια στους παραδοσιακούς οικισμούς. Για εμάς στην Οία το διάταγμα ήρθε το 1993 και όρισε όρους δόμησης και χρήσεις γης».
Την περίοδο εκείνη άρχισαν και οι πρώτες καταγγελίες για πολεοδομικές «αγριότητες» στο φρύδι της Καλντέρας. Σύμφωνα με τον μύθο (όχι… αστικό, αλλά νησιωτικό), η κινητοποίηση της κτηματικής υπηρεσίας ήταν αποτέλεσμα «κόντρας» εξέχοντος, εκείνη την εποχή, πολιτικού προσώπου με την αυτοδιοίκηση του νησιού. Η καταγραφή της Καλντέρας ως δημοσίου κτήματος θεωρήθηκε η μόνη λύση ώστε να σταματήσει η επέκταση της δόμησης στον γκρεμό.
Κάπως έτσι προέκυψε το ΑΒΚ 451. Το δημόσιο κτήμα καταγράφηκε στις 15.7.1998 έχοντας επιφάνεια περίπου 5.380.000 τετραγωνικών μέτρων και διορθώθηκε το 2002, περιοριζόμενο ελαφρά στα 5.366.000 τετραγωνικά μέτρα. Το κτήμα συνοδευόταν από διαγράμματα που δημιουργήθηκαν πάνω σε αεροφωτογραφίες της εποχής.
Η οριοθέτηση της Καλντέρας προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις το δημόσιο ακίνητο περιελάμβανε τμήματα των οριοθετημένων οικισμών, όπως η Οία και τα Φηρά, με δεκάδες σπίτια και εκκλησίες. Σε άλλες περιπτώσεις άφηνε εκτός δημοσίου κτήματος κομμάτια με πολύ μεγάλες κλίσεις, που θα ήταν αδύνατο να αποτελούν ιδιωτική ιδιοκτησία.
«Κινητοποιηθήκαμε άμεσα και προτείναμε στα υπουργεία Αιγαίου και ΠΕΧΩΔΕ να βελτιώσουν τη χάραξη. Για να ενισχύσουμε τα επιχειρήματά μας, υπογράψαμε σύμβαση με ομάδα επιστημόνων από το τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επικεφαλής τον Δημήτρη Παπανικολάου και συμμετέχοντες τον Ευθύμη Λέκκα, την Εύη Νομικού και την Αθ. Μπακοπούλου», λέει ο κ. Χάλαρης.
Η μελέτη παραδόθηκε το 2002 και συνοδευόταν από τέσσερις χάρτες, στους οποίους ορίζονταν οι περιοχές καταλληλότητας και επικινδυνότητας. «Στη Σαντορίνη, οι οικισμοί που βρίσκονται στο φρύδι της Καλντέρας χτίστηκαν επάνω στην “άσπα” ή θηραϊκή γη, το ανώτερο και ανθεκτικότερο γεωλογικό στρώμα», εξηγεί ο κ. Λέκκας. «Εκεί όπου τελειώνει η άσπα αρχίζουν τα στρώματα λάβας, τα οποία είναι πολύ σταθερά ως σχηματισμός, αλλά περιέχουν κατακόρυφες ασυνέχειες. Αυτό σημαίνει ότι, σε συνδυασμό με τις μεγάλες κλίσεις και τη διάβρωση, μπορεί να καταπέσουν. Επομένως θεωρούνται ασφαλή, αλλά δεν είναι».
Σύμφωνα με τον χάρτη αυτό, έπρεπε να οριστούν οι περιοχές όπου για γεωλογικούς λόγους θα απαγορευόταν η δόμηση. Αυτό σε κάποια σημεία θα τροποποιούσε τα όρια τόσο του οικισμού της Οίας όσο και του δημοσίου κτήματος. Το 2007 η μελέτη και οι χάρτες που τη συνόδευαν εγκρίθηκαν από το τμήμα παραδοσιακών οικισμών του υπουργείου Αιγαίου. Ομως, το ΥΠΕΧΩΔΕ δεν ενέκρινε ποτέ την τροποποίηση των ορίων του οικισμού, ώστε να ακολουθήσει και η κτηματική υπηρεσία με τα όρια του δημοσίου κτήματος.
Αντιθέτως, με την οριοθέτηση του δημοσίου κτήματος, άρχισαν και οι αντιδικίες μεταξύ ιδιωτών σχετικά με την ύπαρξη ιδιοκτησιών και τη δυνατότητα δόμησης στην Καλντέρα. Δύο από τις περιπτώσεις αυτές έφτασαν στον Αρειο Πάγο, το 2013 και το 2017. Το ανώτατο δικαστήριο ναι μεν δέχθηκε ότι δεν ισχύει το τεκμήριο της κυριότητας του Δημοσίου στα νησιά των Κυκλάδων. Πλην όμως, όρισε ότι αυτό ισχύει μόνο για τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), ενώ για τις εκτάσεις των νησιών αυτών που αφορούν τα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονται από κανέναν, όπως και τα γκρεμνά της Καλντέρας, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας κατέστη κύριος αυτών το ελληνικό Δημόσιο.
Οταν πριν από λίγα χρόνια ξεκίνησε η κτηματογράφηση του βόρειου τμήματος της Σαντορίνης και της Θηρασιάς (το νότιο είχε κτηματογραφηθεί πριν από 30 χρόνια), η υπόθεση του δημοσίου κτήματος επανήλθε στο προσκήνιο (βλ. «Κ» 6.7.2021, «Δημόσια έκταση και η Καλντέρα»). Η λύση που επελέγη ήταν ο μελετητής που είχε αναλάβει την κτηματογράφηση, από κοινού με την κτηματική υπηρεσία, να διορθώσει τα όρια του δημοσίου κτήματος, χωρίς να γίνει νομοθετική ρύθμιση. Σύμφωνα με πληροφορίες που παρέσχε στην «Κ» το Ελληνικό Κτηματολόγιο, σήμερα στη Σαντορίνη έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της προανάρτησης και προετοιμάζεται η ανάρτηση των προσωρινών κτηματολογικών στοιχείων.
«Οι συλλεχθείσες δηλώσεις αφορούν 30.000 δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και του ελληνικού Δημοσίου. Το ελληνικό Δημόσιο έχει δηλώσει την περιοχή της Καλντέρας δεδομένου ότι είναι καταγεγραμμένη στα δημόσια βιβλία ως ΑΒΚ 451 δημόσιο κτήμα. Κατά την προανάρτηση αποδόθηκε στο ελληνικό Δημόσιο».
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, κατά την κτηματογράφηση δηλώθηκαν από ιδιώτες 75 ακίνητα μέσα στο δημόσιο κτήμα στην Καλντέρα, οι οποίες απορρίφθηκαν από το κτηματολόγιο. Είναι ωστόσο πρόωρο να μιλήσει κανείς για 75 επίδοξους καταπατητές, τουλάχιστον μέχρι να ολοκληρωθεί και η διαδικασία της ανάρτησης, καθώς και της εξέτασης των αντιρρήσεων. Με τη διαδικασία αυτή, πάντως, προέκυψε και ο νέος χάρτης του δημοσίου κτήματος, τον οποίο παρουσιάζει σήμερα η «Κ».
Ιδιοκτησίες με κλίση – Η οριοθέτηση της Καλντέρας προκάλεσε αντιδράσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις το δημόσιο ακίνητο περιελάμβανε τμήματα των οριοθετημένων οικισμών με δεκάδες σπίτια και εκκλησίες. Σε άλλες άφηνε εκτός δημοσίου κτήματος κομμάτια με πολύ μεγάλες κλίσεις, που θα ήταν αδύνατο να αποτελούν ιδιωτική ιδιοκτησία.
Τα κενά
«Στην Οία φαίνεται ότι η πολιτεία ακολούθησε το δικό μας σχέδιο», λέει ο κ. Λέκκας, εξετάζοντας μέσω της «Κ» τον νέο χάρτη του δημοσίου κτήματος. «Αυτό που μου προκαλεί εντύπωση είναι η περιοχή ανάμεσα στην Οία και στο Φηροστεφάνι, καθώς το όριο της δημόσιας ιδιοκτησίας δεν έχει περιλάβει περιοχές με μεγάλες κλίσεις, όπου είναι αδύνατο να υπήρξε νομή και κατοχή. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να διεκδικήσει αυτά τα σημεία. Θα ήθελα πολύ να μάθω με ποια κριτήρια έγινε η επαναχάραξη του δημοσίου ακινήτου».
Ο κ. Λέκκας πιστεύει ότι η επέκταση της δόμησης μέσα στην Καλντέρα είναι εμφανής. «Είναι σαφές ότι σε αρκετές περιοχές η δόμηση έχει βγει έξω από τα όρια των οικισμών και έχει κατέβει μέσα στην Καλντέρα. Δεν θέλω να κινδυνολογήσω και να πω ότι έχουν χτιστεί κτίρια σε περιοχές υψηλού κινδύνου. Σίγουρα όμως έχουν χτιστεί χωρίς εκτίμηση της γεωλογικής καταλληλότητας, επομένως δεν γνωρίζουμε τον βαθμό τρωτότητάς τους».
Το υπουργείο Περιβάλλοντος, πάντως, έχει το τελευταίο διάστημα καταβάλει προσπάθεια, αν όχι να ελέγξει, τουλάχιστον να περιορίσει κάπως την κατάσταση. Με νομοθετική ρύθμιση επέβαλε αναστολή δόμησης σε όλη την Καλντέρα. Εστειλε κλιμάκια των επιθεωρητών Περιβάλλοντος να πραγματοποιήσουν ελέγχους στην Οία (και αυτά κατέγραψαν πλήθος από παράνομες πισίνες και τζακούζι στην Καλντέρα). Τέλος, με νομοθετική ρύθμιση ζητήθηκε από την πολεοδομία Θήρας να ελέγξει έως το τέλος του προηγούμενου έτους όλες τις οικοδομικές άδειες που εκδόθηκαν την τελευταία πενταετία.
Η προσπάθεια αυτή, βέβαια, δεν είχε καλή κατάληξη: απαντώντας στην πίεση που ασκήθηκε για ελέγχους από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Νάξου, η πολεοδομία Θήρας απάντησε στα μέσα Φεβρουαρίου ότι αδυνατεί να φέρει εις πέρας τις αυτοψίες, λόγω υποστελέχωσης. «Η δόμηση δεν σταμάτησε ποτέ. Η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική αν πριν από 20 χρόνια είχε ξαναχαραχτεί το όριο της Καλντέρας με βάση γεωλογικούς χάρτες», καταλήγει ο κ. Χάλαρης. «Φοβάμαι πως όταν κοπάσει η σεισμική δραστηριότητα, θα ξεχαστεί και πάλι η συζήτηση».