η προσπάθεια να οικοδομήσουν ξανά τη σχέση τους που καταρρέει, αλλά και να ανακτήσουν την έμπνευσή τους για δημιουργία βρίσκεται στο επίκεντρο της πρώτης μεγάλου μήκους αφηγηματικού χαρακτήρα ταινίας «Satisfaction», που συμμετέχει στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η Λόλα και ο Φίλιπ επιλέγουν ένα νησί των Κυκλάδων για τις διακοπές τους, όμως ο ήλιος, η θάλασσα, η καλοκαιρινή αύρα δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και μία γνωριμία ανατρέπει ισορροπίες και φέρνει στην επιφάνεια απωθημένα τραύματα.
«Η ταινία έχει ως θέμα το πώς μπορεί να χάσεις τον εαυτό σου σε μια σχέση, το να βρίσκεσαι σε μια ανθυγιεινή σχέση χωρίς να συνειδητοποιείς τη ζημιά που έχει γίνει», τόνισε, σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η σκηνοθέτρια και σεναριογράφος της ταινίας Άλεξ Μπουρούνοβα, διευκρινίζοντας ότι το κινηματογραφικό έργο δημιουργήθηκε σταδιακά, σε διάστημα δέκα ετών, και ήταν ένα ταξίδι θεραπείας από τραυματικά γεγονότα στη ζωή της.
«Νομίζω ότι τόσο πολλοί άνθρωποι, ειδικά τόσο πολλές γυναίκες, μπορούν να το καταλάβουν αυτό και μια μέρα, μία συζήτηση με έναν φίλο ή μια σκέψη, οδηγεί στη συνειδητοποίηση “ ότι αυτό στο οποίο βρίσκομαι αυτή τη στιγμή δεν με βοηθά, δεν είναι πραγματικά υγιές”», υπογράμμισε.
«Έχει να κάνει με το να χάνεις τον εαυτό σου σε μια σχέση. Έχει να κάνει με το να προδίδεις τον εαυτό σου στο όνομα της αγάπης, με το να επιλέγεις τον σύντροφό σου αντί για τον εαυτό σου, το να θυσιάζεις τον εαυτό για να σώσεις τον άλλον», ανέφερε.
Η Αντίπαρος, οι άνθρωποί της και οι ήχοι της
Στην ταινία δεν αναφέρεται η Αντίπαρος, αλλά είναι το νησί, στο οποίο κάνουν διακοπές οι πρωταγωνιστές.
«Νομίζω ότι το νησί με επέλεξε. Ήξερα ότι ήθελα να τοποθετήσω την ταινία σε ένα ελληνικό νησί, επειδή τα ελληνικά νησιά είναι τόσο εκπληκτικά. Αλλά αυτό που έψαχνα, ήταν εικόνες θάλασσας και τοπία με απεραντοσύνη, στα οποία ένα άτομο φαίνεται τόσο μικρό και μπορεί να χαθεί. Έτσι, το βρήκα στην Αντίπαρο. Στην πραγματικότητα, όταν έφτασα στο νησί, είχα deja vu, αισθάνθηκα σαν να είχα ήδη πάει εκεί και να είχα ήδη γυρίσει την ταινία. Και αυτό το συναίσθημα ήταν τόσο δυνατό, που ακολούθησα το ένστικτό μου», εξήγησε.
«Ο παραγωγός μου, με ρωτούσε: “ Είσαι σίγουρη, Άλεξ; Είναι δύσκολο να φτάσεις εκεί”. Και απαντούσα: “ Είμαι σίγουρη ότι αυτό είναι το σωστό”», είπε και πρόσθεσε ότι είναι πολύ τυχερή που περιβάλλεται από μια ομάδα, που πραγματικά πιστεύει στο όραμά της και στις επιλογές της.
«Το νησί ήταν μια εξαιρετική ιδέα, όχι μόνο επειδή φαίνεται τέλειο για την ιστορία. Αλλά ήταν μια καλή επιλογή και επειδή το νησί μας αγκάλιασε. Οι ντόπιοι άνοιξαν τα σπίτια τους σε εμάς, άνοιξαν τις ταβέρνες τους. Φάγαμε, ήπιαμε και χορέψαμε μαζί, γιορτάσαμε. Συμμετείχαν στην ταινία. Όλοι, όλοι οι ντόπιοι στο νησί ήξεραν τι γυρίζουμε και τι χρειαζόμαστε», ανέφερε η σκηνοθέτρια.
«Για παράδειγμα, πήγαινα και έλεγα στον ιδιοκτήτη ενός καταστήματος, “ έρχεσαι να παίξεις στη σκηνή;”. Και μου έλεγε: “ Όχι, δεν έρχομαι στη σκηνή στο κάμπινγκ, αλλά θα έρθω στη σκηνή στην ταβέρνα επειδή εκεί χρειάζεσαι μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους”. Ήξεραν πραγματικά τη δημιουργική πρόθεση πίσω από τις σκηνές», είπε και εξήρε τη συναισθηματική αφοσίωση των κατοίκων.
Στην Αντίπαρο, οι συντελεστές της ταινίας έμειναν για έναν μήνα, από Οκτώβριο έως Νοέμβριο. Ο καιρός ήταν υπέροχος, κολυμπούσαμε ακόμα στη θάλασσα. Και ήμασταν εκεί σε μια τοπική γιορτή. Χορέψαμε όλοι μαζί. Ήταν μαγικό, πραγματικά», είπε η δημιουργός της ταινίας.
Το ελληνικό νησί είναι ένας χαρακτήρας της ταινίας της Άλεξ Μπουρούνοβα. «Νομίζω ότι στην καθημερινότητά μας είμαστε τόσο απασχολημένοι. Είμαστε τόσο υπερφορτωμένοι με τη δουλειά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τους φίλους, τις επαφές. Δεν ασχολούμαστε με κάποια ζητήματα ή τον πόνο μας. Είμαστε απασχολημένοι, τρέχουμε. Πάμε στο επόμενο πράγμα. Και όταν βρεθείς σε ένα νησί, σε ένα άδειο μέρος, χωρίς πολλά να κάνεις, αυτές οι σκέψεις που απέφευγες αρχίζουν να σε επισκέπτονται. Αρχίζουν να επιστρέφουν. Και αρχίζεις να αμφισβητείς τα πράγματα. Και τότε είναι που πραγματικά μπορείς να αντιμετωπίσεις τον πόνο σου, ή να αντιμετωπίσεις κάτι που αποφεύγεις», υπογράμμισε.
«Γι' αυτό το νησί είναι ένας χαρακτήρας, έχει μια υφή, μια εμφάνιση, μια αίσθηση, είναι ένα συναίσθημα, έχει μια ενεργειακή έλξη, έχει μια παρουσία. Και νομίζω ότι μπορείς πραγματικά να το νιώσεις στην ταινία», τόνισε.
Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι είναι πιανίστες και συνθέτες με κλασική εκπαίδευση και στην ταινία θίγονται θέματα που αφορούν την ταυτότητα ενός καλλιτέχνη, ενός μουσικού. Υπάρχει πολλή μουσική. Πολλή μουσική που συνθέτουν. Πολλή μουσική που ακούν. Όμως, κάποια στιγμή ο κεντρικός χαρακτήρας, η Λόλα, χάνει την επαφή με τον εαυτό της, χάνει την ικανότητά της να ακούει τη δική της μουσική μέσα στην καρδιά της. Και έτσι τη βρίσκουμε στην Ελλάδα, στο νησί όπου δεν γράφει μουσική, δεν δημιουργεί», σημείωσε η σκηνοθέτρια.
Όπως είπε, ήθελε οι συγκεκριμένες σκηνές να μην έχουν μουσική, επειδή ο κύριος χαρακτήρας δεν ακούει μουσική. Συνεργάστηκε με τον σχεδιαστή ήχου Javier Umpierrez, ο οποίος εργάζεται στην Πόλη του Μεξικού, ηχογράφησαν 600 ήχους στο νησί, τους συνδύασαν και δημιούργησαν μια συμφωνία ήχων που χρησιμοποιείται σε επανάληψη και κλιμακώνεται.
«Ηχογράφησε κύματα, άνεμο, τζιτζίκια, φορτηγά, πουλιά, και δημιούργησε τη συμφωνία ήχων. Είναι κάτι που νομίζω ότι πρέπει να βιώσετε στη μεγάλη οθόνη με ήχο surround. Προσπαθήσαμε να προσφέρουμε μια καθηλωτική εμπειρία, ο θεατής να αισθάνεται ότι βρίσκεται σε αυτό το νησί, ότι περιβάλλεται από τους ήχους του», σημείωσε.

Οι άνθρωποι θα χωρίζουν χώρες με πολέμους και η τέχνη θα τις ενώνει
Η Άλεξ Μπουρούνοβα γεννήθηκε στη Λευκορωσία και ζει από έφηβη στο Λος Άντζελες.
Σπούδασε σε Σχολή Σκηνοθεσίας και, όπως ανέφερε, πάντα προετοιμαζόταν για τη μεγάλου μήκους ταινία της. «Δούλευα για άλλους σκηνοθέτες για να δω πώς λειτουργούν, για να δω πώς να βρω τη φωνή μου, αλλά τίποτα δεν με προετοίμασε για αυτή την εμπειρία. Είναι το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει ποτέ, επειδή είναι μια προσωπική ιστορία. Οπότε ήταν οδυνηρή η αφήγησή της», τόνισε.
«Δεν είμαι άτομο που του αρέσει να μοιράζεται προσωπικά πράγματα. Μεγάλωσα σε χώρα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Είμαι πολύ κλειστός άνθρωπος. Ξέρετε, δεν έχουμε τη λέξη ευαλωτότητα. Έπρεπε να τη μάθω και έπρεπε να αναγκάσω τον εαυτό μου να τη μοιραστώ. Αλλά από την άλλη πλευρά, ήταν μία εμπειρία κάθαρσης. Και δεν την περίμενα», αποκάλυψε.
Η ταινία «Satisfaction», με πρωταγωνιστές την Έμα Λερντ, τον Φιν Γουάιτχεντ και τη Ζαρ Αμίρ Εμπραχιμί είναι συμπαραγωγή ΗΠΑ, Ελλάδας, Ουκρανίας και Ιταλίας. «Είχαμε πολλές διαφορετικές εθνικότητες στα γυρίσματα, Ουκρανούς, Ούγγρους και Έλληνες στο συνεργείο. Είχαμε Βρετανούς ηθοποιούς. Και στη συνέχεια, στο post-production, συνεργαστήκαμε με την Ιταλία, τη Γαλλία και το Μεξικό», ανέφερε η σκηνοθέτρια.\
«Οι άνθρωποι θα χωρίζουν χώρες με πολέμους και εμείς οι καλλιτέχνες θα τις ενώνουμε με την τέχνη. Στη σημερινή εποχή με το διαδίκτυο με τη δυνατότητα να κάνουμε παντού γυρίσματα και να συνεργαζόμαστε και να συμπαράγουμε με τόσο πολλές διαφορετικές χώρες, έχουμε πραγματικά αυτή την ευκαιρία να ενωθούμε για να πούμε μια ιστορία, στην οποία όλοι πιστεύουμε και που είναι επίσης πολύ όμορφη», υπογράμμισε.
Η Άλεξ Μπουρούνοβα βρίσκεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, αλλά έχει ζήσει σε άλλα μέρη της Ελλάδας, από το 2019. «Ήμουν εδώ για έξι έως οκτώ μήνες, κάθε χρόνο. Και ερχόμουν εδώ επειδή ήθελα να καταλάβω την κουλτούρα, να καταλάβω τους ανθρώπους, να κατανοήσω και την κινηματογραφική κοινότητα. Έγραψα την ταινία εδώ, σε ελληνικό έδαφος. Όταν έφθασα με αεροπλάνο, ένιωσα ένα πολύ ενδιαφέρον, νέο συναίσθημα. Ήταν σαν να γύριζα σπίτι», υπογράμμισε.
Η ταινία θα προβληθεί αύριο, Κυριακή 2 Νοεμβρίου, στις 17:00, στο Ολύμπιον και θα ακολουθήσει Q&Α με τη σκηνοθέτρια και τη Δευτέρα 3 Νοεμβρίου, στις 13.15, στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη.
Κατερίνα Γιαννίκη
*Tη φωτογραφία παραχώρησε η Άλεξ Μπουρόνοβα
πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ.





Μέλος του μητρώου