Στον αντίποδα, οι εκπρόσωποι της δευτεροβάθμιας (Φλέσσας Νίκος και Κεφάλας Φραγκίσκος) πρότειναν να διατηρηθούν οι πιστώσεις ως έχουν, γιατί μια τέτοια ανατροπή θα δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα στα σχολεία της δευτεροβάθμιας και ειδικά στο ΕΠΑΛ που λόγω του μεγέθους του αλλά και των εργαστηρίων του, αντιμετωπίζει ήδη σημαντικές ελλείψεις. Η αναλογική κατανομή με βάση τον αριθμό των μαθητών προϋποθέτει ότι ένας μαθητής του νηπιαγωγείου ή του δημοτικού στοιχίζει το ίδιο με έναν μαθητή Λυκείου, ενώ δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες (μέγεθος και παλαιότητα κτιρίου, εργαστήρια κ.α.) των σχολείων.
Ο πρόεδρος κατέθεσε νέα συμβιβαστική πρόταση για ισοκατανομή των πιστώσεων στις δύο βαθμίδες. Οι εκπρόσωποι της πρωτοβάθμιας (Μαρινάκης Νίκος, Αϊβάζογλου Σάντρα) επέμειναν στην αρχική πρόταση και έτσι οι τρεις προτάσεις τέθηκαν σε ψηφοφορία και πήραν από 2 ψήφους (ο εκπρόσωπος της ένωσης Γονέων ψήφησε υπέρ της ισοκατανομής). Η διπλή ψήφος του προέδρου σε περίπτωση ισοψηφίας πρόκρινε την πρόταση της ισοκατανομής, η οποία θα κατατεθεί στο Δημοτικό Συμβούλιο.
Η άποψή μας είναι πάντα σταθερή. Το ποσοστό διανομής των πιστώσεων πρέπει να έχει ως κριτήριο τις αποδεδειγμένες λειτουργικές ανάγκες των σχολείων των δύο βαθμίδων. Για να γίνει λοιπόν αυτό είναι απαραίτητο να κατατίθενται στοιχεία συγκεκριμένα κοστολόγησης των λειτουργικών αναγκών των σχολείων. Το παράδειγμα της δευτεροβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης είναι χαρακτηριστικό ως προς αυτή την προοπτική.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο μείωσης των πιστώσεων που έχουν να διαχειριστούν οι Δημοτικές Επιτροπές Παιδείας. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει νόημα η πολωτική συζήτηση (που φτάνει σε όρια ανταγωνισμού μεταξύ των δύο βαθμίδων) ούτε η συζήτηση με επιχειρήματα που στοχεύουν στο θυμικό ( π.χ. η αναφορά σε αδικίες κ. λ. εκ μέρους της Πρωτοβάθμιας).
Η εκπαίδευση είναι ενιαία και η μέριμνα για την ποιότητα παροχής εκπαίδευσης και από τις δύο βαθμίδες πρέπει να έχει ως βάση το κοινό μέτωπο των εκπαιδευτικών. Το μοναδικό λοιπόν κατά τη γνώμη μας κριτήριο για την αναλογία των ποσοστών πιστώσεων είναι η κατάθεση των στοιχείων που αποδεικνύουν τις λειτουργικές ανάγκες των σχολείων. Σε αυτή την κατεύθυνση ο αριθμός του μαθητικού πληθυσμού δεν μπορεί να είναι το μόνο και επαρκές κριτήριο, δυστυχώς όμως ήταν αυτό που αρχικά αξιοποιήθηκε για να στοιχειοθετηθεί η αλλαγή του ποσοστού υπέρ των σχολείων της Πρωτοβάθμιας. Από την άλλη μεριά ο χαρακτήρας της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ( σύνδεση με εξετάσεις, συντήρηση εργαστηρίων, αίθουσες που διατίθενται για δια βίου μάθησης μαθήματα, συντήρηση υπολογιστών και δικτύων κ. λ) επιβαρύνει ( με αντικειμενικά κριτήρια) τη λειτουργία των σχολείων, κάνοντας επιτακτική την ανάγκη αυτά να συνυπολογιστούν στην οποιαδήποτε απόφαση για τις πιστώσεις. Το κόστος ανά μαθητή για το έτος 2011 στην Ελλάδα είναι 5009€ ( 6701€ για την Ε.Ε. των 27) για την δευτεροβάθμια και 3763€ (5.777€ για την Ε.Ε. των 27) για τη πρωτοβάθμια. (πηγή: Eurostat από την έκθεση του ΙΟΒΕ Νοέμβριος 2013).
Θεωρούμε ότι το κριτήριο των λειτουργικών κι απαραίτητων πάγιων αναγκών των σχολείων είναι και το μόνο που, κατά τη γνώμη μας, εξασφαλίζει τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και τη διαφάνεια.
Ξεκαθαρίζουμε ότι εάν αποδειχτεί ( πάντα με στοιχεία κοστολόγησης των πάγιων και πραγματικά απαραίτητων λειτουργικών αναγκών των σχολείων) ότι τα σχολεία της Πρωτοβάθμιας έχουν μεγαλύτερες ανάγκες, δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να αποδεχτούμε την αλλαγή των ποσοστών. Δεν έχουμε καμία διάθεση να διεκδικούμε κάτι που δεν στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία.
· Απέναντι στην πολιτική της λιτότητας η μόνη απάντηση πρέπει να είναι κοινή με μοναδικό κριτήριο την ποιότητα παροχής εκπαίδευσης χωρίς διχαστική προοπτική.
· Οι δύο βαθμίδες εκπαίδευσης πλήττονται το ίδιο από τη μνημονιακή πολιτική και το μέτωπο διεκδίκησης πρέπει να είναι ενιαίο.
Το Δ.Σ της ΕΛΜΕ ΠΑΡΟΥ – ΑΝΤΙΠΑΡΟΥ