Άρον - άρον σηκωνόμασταν από τα κρεβάτια μας για να μην τα «ξανακούσουμε» από τον γηραιότερο του σπιτιού.
Δεν ήταν απλά η γιορτή της Μεγαλόχαρης, όπως άλλωστε γιορτάζεται σε ολόκληρη την Ελλάδα, ήταν και είναι κάτι πολύ περισσότερο για τους ντόπιους.
Είναι η γιορτή της Παναγιά τους, της Εκατονταπυλιανής, η μεγαλύτερη γιορτή της χρονιάς.
Δεν θυμάμαι ποτέ σαν παιδί να ένιωθα τέτοιο δέος και θύμησες που φτάνουν μέχρι σήμερα, για καμία άλλη γιορτή σαν την ημέρα της Παναγιάς της Εκατονταπυλιανής.
Το έβλεπα στα μάτια των γηραιότερων πως το ζούσαν, έβλεπα την προσμονή τους για τις ημέρες του Δεκαπενταύγουστου καθώς μετά από μια μακρά νηστεία ημερών αντάμωναν στο κατώφλι της εκκλησιάς.
Όλα ήταν σχεδόν έτοιμα για την αναχώρηση από το σπίτι και για την κάθοδο προς τη Χώρα απέμενε μόνο η ιεροτελεστία του στολισμού!
Ναι, έτσι την έλεγα εγώ στον παππού και χαμογελούσε κοιτώντας με, με απορία.
Έτσι, πιο σφιχτά το καπίστρι φώναζε, σφίξε το λίγο ακόμα, το έχεις πολύ χαλαρό…
Η ιεροτελεστία όπως την έλεγα, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την ετοιμασία των γαιδάρων, το μεταφορικό μας μέσο για την Χώρα.
Άλλες εποχές τότε, χωρίς αυτοκίνητα, παρέα με τα συμπαθέστατα τετράποδα οδεύαμε να τιμήσουμε την Παναγιά μας, την Παναγιά της Πάρου.
Τα καλό καπίστρι, το καλό σαμάρι, όλα στην εντέλεια! Μια φορά το χρόνο στολίζονταν έτσι οι γαδάροι, όπως τους αποκαλούσε ο παππούς. Έμοιαζε να συμμετείχαν κι αυτοί με τον τρόπο τους στη μεγάλη γιορτή του νησιού ή τουλάχιστον έτσι το ένιωθα εγώ στα δικά μου μάτια.
Μία ώρα δρόμος η απόσταση για να φτάσουμε στη Χώρα, δεν διαρκούσε και πολύ.
Σε μια από τις εισόδους της Παροικίας ένας καλαμιώνας, στα Λιβάδια, περίμενε τους γαιδάρους να ξαποστάσουν και να δροσιστούν. Εκατοντάδες τετράποδα στο χώρο στάθμευσης της εποχής, όλα στολισμένα περίμεναν υπομονετικά την επιστροφή των αφεντικών τους από την εκκλησιά.
Ο κόσμος στην Εκατονταπυλιανή, παιδιά, μεγαλύτεροι, γηραιότεροι, λιγοστοί τουρίστες, συνέρεαν από όλα τα σημεία του νησιού για να προσκυνήσουν.
Θυμάμαι το δέος και τη συγκίνηση στα ματιά μικρών και μεγαλύτερων, αλλά και την ευλάβεια όλων στο αντίκρισμα της Εικόνας της Παναγιάς.
Τα ναυτάκια με τις κατάλευκες στολές μετέφεραν την Εικόνα της Παναγίας, στο διάβα της από όλα τα σοκάκια του οικισμού της Παροικίας. Πλήθος κόσμου με κατάνυξη ακολουθούσε την Ιερή Εικόνα, ενώ μέχρι να ολοκληρωθεί η Λιτάνευση και να επιστρέψει η Παναγιά στο «σπίτι της» καμία επιχείρηση δεν παρέμενε ανοιχτή.
Και μετά τη Λιτάνευση, τι χαρά, τι γλέντι, όχι μόνο στην Χώρα. Ολόκληρο το νησί γιόρταζε την Παναγιά την Εκατονταπυλιανή.
Είναι αυτές οι εικόνες των αθώων μας χρόνων, όταν η πραγματικότητα μοιάζει στα παιδικά μάτια με παραμύθι και οι αναμνήσεις μας σημαδεύουν για μια ζωή.
Τα χρόνια πέρασαν και πολλά άλλαξαν, αλλά η Παναγιά της Πάρου, η «δικιά μου» Παναγιά η Εκατονταπυλιανή είναι εκεί και με περιμένει, μας περιμένει όλους στο αρχαιότερο Ορθόδοξο προσκύνημα του Δεκαπενταύγουστου.