Τίποτα δεν πρόδιδε στα πρόσωπά τους ότι είχε περάσει μια ακόμα κουραστική μέρα στα κτήματα και στο σπίτι γιατί η παραμονή ήταν η βραδιά τους. Μα και οι νοικοκυραίοι μοιράζονταν την προσμονή τους και ανέμεναν την ευλογημένη ώρα που θα χτυπήσουν την πόρτα του σπιτικού τους τα παιδόπουλα της γειτονιάς για τα κάλαντα.
Όταν η μέρα ξεψυχούσε και το σκοτάδι άπλωνε τα γκρίζα πέπλα του πάνω από τις εξοχές και τους οικισμούς, σμάρια από παιδικά μπουλούκια ξεχύνονταν στους δρόμους αφού προηγουμένως είχαν συμφωνήσει για τη μοιρασιά των σπιτικών στα οποία θα πήγαιναν σε κάθε περιοχή. Με την τσαπέλα και τα καλαθάκια τους άδεια ανά χείρας, σε παρέες τριών έως πέντε συνήθως παιδιών, καμιά φορά και με όργανα στα χέρια, τουμπάκι, σουραύλι ή τσαμπούνα ίσα – ίσα για να κρατά τον ρυθμό, έβγαιναν σεργιάνι για τα κάλαντα.
«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου…» η μελωδία που πλημμύριζε την ατμόσφαιρα και γέμιζε τις ψυχές των νοικοκυραίων χαρά! Γλυκές οι φωνούλες που έβγαιναν από τα αθώα χειλάκια των ξυπόλητων πολλές φορές παιδιών, ντυμένων με ξέθωρα από την πολυκαιρία μπαλωμένα ρούχα. Κι όμως, έβαζαν εκείνη την ώρα τα δυνατά τους και η μια φωνή υψωνόταν πάνω από την άλλη σε ένα κρεσέντο παιδικού συναγωνισμού!
Μόλις όμως αποσώνονταν τα κάλαντα ερχόταν η πολυπόθητη ώρα! Πεντάλεπτα, δεκάλεπτα, εικοσάλεπτα καμιά φορά και πενηντάλεπτα της δραχμής, έβγαιναν από τις τσέπες των μεγάλων. Δεν ήταν όμως αυτά η μοναδική αμοιβή των μικρών καλαντάδων! Κουλούρια Αγιοβασιλιάτικα και μυρωδάτα φοινίκια κατέφθαναν από το μαγερειό του νοικοκυριού και τρυπούσαν τη μύτη με τη μοσχοβολιά τους! Τα τρύπια κέρματα τα περνούσαν οι μικροί σε σπάγκο ενώ τα κουλούρια τα κρεμούσαν στην τσαπέλα, σε κυκλικό δηλαδή βούρλο ή κληματόβεργα που την κουβαλούσαν επ΄ώμου. Τα πετιμεζένια ωστόσο φοινίκια, έβρισκαν τη θέση τους στα πλεκτά καλαθάκια. Μετά την τακτοποίηση της αμοιβής τη θέση της οποίας είχαν προνοήσει, ξεκινούσαν για την επόμενη πόρτα της γειτονιάς.
Αυτό βαστούσε κάμποσες ώρες μέχρι κανένα σπίτι να μην έμενε χωρίς να ακούσει τις χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Ο σπάγκος βάραινε από τα κέρματα, η τσαπέλα από τα κουλούρια και το καλάθι γέμιζε από γλυκίσματα. Οι διάσπαρτες παρέες ωστόσο είχαν προνοήσει και για τη συμφωνία της μοιρασιάς πριν ακόμα ξεχυθούν για τα κάλαντα! Όλα μαζί τα παιδιά, όταν τελείωναν με τα κάλαντα συναντιόνταν σε ένα προαποφασισμένο σημείο της γειτονιάς και με ένα εθιμικό αίσθημα δικαίου μοιράζονταν εξίσου όσα είχαν αποκομίσει!
Εθιμική επίσης συνήθεια των καλάντων ήταν το «ταμείο» να το κρατά ο μικρότερος της κάθε παρέας. Αυτός, ο πιο αθώος δηλαδή σύμφωνα με τα παιδιά, μάζευε τα πολύτιμα κέρματα που δίνονταν από τους νοικοκύρηδες στα κατώφλια των σπιτικών. Δεν έλειπαν όμως και τα ανεπάντεχα! Σε κάποιες παρέες, ο μικρός «ταμίας» έκρυβε ένα μέρος των χρημάτων, ωστόσο οι μεγαλύτεροι, για κακή του τύχη θυμόνταν τις περισσότερες φορές τις εισπράξεις! Όταν τον ανακάλυπταν, έδιναν κι έπαιρναν τα περιπαιχτικά σχόλια! «Βάλαμε τον μικρότερο κι όμως, αυτός θαρρεί πως είναι ο πιο έξυπνος απ΄όλους μας» σχολίαζαν τα παιδιά αναμεταξύ τους και το θέμα τελείωνε εκεί.
Ένα μικρό πανηγύρι ήταν τα κάλαντα εκείνη την εποχή, μια μικρή περιπέτεια και ένα ζωηρό, αθώο παιχνίδι μεταξύ τους που είχε σαν πολύτιμο τρόπαιο κέρματα και λιχουδιές! Τα αγορίστικα και κοριτσίστικα ματάκια, άνοιγαν διάπλατα όταν έπαιρναν τη μοιρασιά τους και γύριζαν στα σπίτια τους κουβαλώντας έναν μικρό θησαυρό σε ανταπόδοση του κόπου τους και προς χάρη της Χριστουγεννιάτικης γαλαντομίας των νοικοκύρηδων. Η επόμενη μέρα, τα έβρισκε γύρω από το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι χαρούμενα και ζωηρά να ακούν μαγεμένα από τους μεγαλύτερους τα παλαιότερα αγροτικά κάλαντα που η μνήμη της παριανής παράδοσης είχε διαφυλάξει και που οι παππούδες συνήθως ήξεραν να τραγουδούν…