Οργώνοντας στην παλαιά Πάρο. Αυλακιές μιας σκληροτράχηλης επιβίωσης στο νησί…

12 Φεβρουαρίου 2021 21:20

Πάρος 1930. Από το έμπα του φθινοπώρου, η φύση ξεδίπλωνε το άγριο πρόσωπό της στην αγροτιά της Πάρου και μαζί του ερχόταν το κοπιώδες προοίμιο για το γεννοβόλημα της γης: H άροση.

Βαριά ζωντανά, βούδια ή αλογομούλαρα ζευγωμένα με τον ξύλινο ζυγό αγκιστρωμένο στο αλέτρι και ξοπίσω βαστώντας την όχερη στις τραχιές του παλάμες ο ζευγολάτης, έδινε το πρόσταγμα για να κινηθούν νωχελικά σέρνοντας το σιδερένιο υνί που αυλάκωνε το χώμα. Χώμα ξερό, λασπωμένο, βρεγμένο, ή χιονισμένο, ανάλογα με τις διαθέσεις του καιρού, μα το σύμπλεγμα ζώων και ανθρώπου πάντα εκεί να δουλεύει τη γη σκληροτράχηλα, για μέρες, από το σύθαμπο της χαραυγής μέχρι που το δείλι σκόρπιζε τα μαβιά του πέπλα στον παριανό ουρανό.

Από τον Οκτώβρη και στη διάρκεια ολόκληρης της χειμωνιάς, το επίπονο όργωμα διαρκούσε στα κτήματα, βορά στις αντίξοες συνθήκες της φύσης για ζωντανά και αγρότη. Το ξεροβόρι χαστούκιζε το αργασμένο από την αλμύρα και τις κακουχίες πρόσωπο του νησιώτη ζευγολάτη και η παγωνιά κοκάλωνε τα χέρια που κρατούσαν την όχερη και το βούκεντρο, το κρύο περόνιαζε μέχρι το κόκαλο τα κορμιά των ζωντανών που με πληγιασμένες συχνά οπλές και σβέρκα, έκαναν κουράγιο μέχρι να φτάσει η ώρα του σούρουπου, να ξεζευγωθούν από τον αγρότη και να τρέξουν σαν αστραπή πριν αυτός φτάσει, στη ζεστή μάντρα με τη μαντζαδούρα για να χορτάσουν άχυρο, βίκο, αγριόχορτα ή αγιάλπα. Ωστόσο η δούλεψη για τον ζευγολάτη δεν είχε τελειώσει με το σούρουπο, καθώς στο τέλειωμα της μέρας, έσπευδε να ετοιμάσει και πάλι τα εργαλεία του, να τα καθαρίσει για να είναι ετοιμοπόλεμα για την επομένη το ίδιο επίμοχθη μέρα, αλλά και να ετοιμάσει την τροφή των ζώων για τη μάντρα και το χωράφι.

Ξαπόσταιναν με ανάπαυλες μέσα στην μέρα της σκληρής δουλειάς, οπότε και ο ζευγολάτης έβρισκε ένα απάνεμο μέρος του χωραφιού για να ανασάνουν και να αναπληρώσουν με τροφή το σκληρό κόπο τους. Μουγκανίσματα και χλιμιντρίσματα ακούγονταν μέσα στο χωράφι που οργωνόταν. Ήταν οι ομιλίες των ζωντανών προς το ζευγολάτη, κι εκείνος, απαντούσε με ανθρώπινα παραγγέλματα για κουράγιο κι αγάντα να φύγει κι αυτή η μέρα. Δύο ζεύγη ζωντανών φρόντιζε να έχει ο προνοητικός αγρότης στη δούλεψη και άλλα τόσα για να τα ξεκουράζει ανά διαστήματα ή να τα αντικαθιστά σε περίπτωση ατυχήματος. Με τα σώματα εργαλεία ως ένα κορμί και ψυχή μία, αγρότης και ζώα αδελφωμένα σε αδιαχώριστο σύμπλεγμα, αντίκριζαν για ώρες καταπρόσωπο τη γη η οποία γεννοβολώντας θα τους χάριζε την επιβίωση. Τροφή για την οικογένεια μα και γα τα ζώα. Χωρίς τα τελευταία και την αγαστή σύμπνοιά τους με τον άνθρωπο δεν θα τρεφόταν κανείς.

Εξ΄ου και οι ακατάλυτοι δεσμοί που τους έδεναν. Σύντροφοι από γεννησιμιού τους ήταν τα ζωντανά στον άνθρωπο ο οποίος τα περιέβαλλε με στοργή και τρυφερότητα από νιογέννητα. Συνοδοιπόροι καθημερινοί νυχθημερόν στο χωράφι μόλις μεγάλωναν, στο όργωμα, στη σπορά, στο θέρος. Ψυχωμένα κι αυτά από τη δύναμη που υπαγόρευε μια ωμή πραγματικότητα επιβίωσης, λες και καταλάβαιναν, μόλο που δεν μιλούσαν και δεν διαμαρτύρονταν ποτέ. Έσερναν το αλέτρι παντού, ακόμα και στις δυσπρόσιτες πλαγιές, κοντά στα πεζούλια, στα σημεία με κλίση, ως και στα καντούνια, σκαρφαλώνοντας αγόγγυστα ώστε στις ιδιαίτερες συνθήκες του νησιωτικού ανάγλυφου να μην αφεθεί σπιθαμή γης ανόργωτη.

Αυλάκωναν ολημερίς ακαταπόνητα και προς τις δύο κατευθύνσεις στο πηγαινέλα τους στο χώμα, χαράζοντας το κτήμα σε σφύρες που θα δέχονταν τον καρπό που θα πετούσαν τα απλωμένα, ροζιασμένα από τη χειρωναξία χέρια του αγρότη, ο οποίος κινούνταν κι αυτός κατόπιν στη σπορά πέρα δώθε, σπέρνοντας. Από τον Νοέμβρη ξεκινούσε η σπορά των πρώιμων η οποία ακολουθούσε την εκχέρσωση της γης, την έγερση και την άροση, και ολοκληρωνόταν με τα καλουργικά το Μάιο. Γενάρη και Φλεβάρη συνήθως η Πάρος ήταν στρωμένη με ένα καταπράσινο χαλί, σημάδι ότι η σπορά είχε πιάσει και τα γεννήματα είχαν αρχίσει να βλαστάνουν. Τον Ιούνη, ζύγωνε πια το θέρος, η ώρα της συγκομιδής.

Τότε γευόταν ο ζευγολάτης τους καρπούς του οδυνηρού αγώνα του, τότε ησύχαζε η ψυχή του ότι θα τη βγάλουν και τούτη τη χρονιά η οικογένεια και τα ζώα του, θρεφόμενα από το ετήσιο μεροδούλι μέσα σε συνθήκες άγριες και κοπιαστικές, ίδιες και απαράλλακτες σχεδόν σε βαρύ μόχθο, επιδέξια τεχνική και ξύλινα, απλά εργαλεία, από την Ησιόδεια περίοδο μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα στην Πάρο. Προτού, η τεχνολογική ευκολία και οι στράτες της μετανάστευσης αποστερήσουν τον τόπο από την λιτή πρωτογένεια ενός ολόκληρου αγροτικού πολιτισμού, κληρονομιά που χάθηκε πλέον για πάντα, ζωντανή ίσως ακόμα στις αναμνήσεις κάποιων γηραιότερων.

Τι απέμεινε; Μια αχνή ίσως στο σήμερα μνήμη ενός παμπάλαιου αρμονικού βίου με τα σπλάχνα της μάνας γης που κυοφορούσαν κάποτε φυσικά τα γεννήματά της, ασθενικά ψήγματα της τότε ακατάλυτης, ουσιώδους συνοδοιπορίας και συντροφικότητας ανθρώπου και άλογων όντων, μια αλλοτινή δηλαδή, χαμένη πια, ειδυλλιακή, αγαστή συνύπαρξη ανθρώπου – πλάσης, η οποία επιδαψίλευσε την επιβίωση στο διάβα των αιώνων, από την απώτερη αρχαιότητα μέχρι σχεδόν τις μέρες μας…

Ειδησεογραφικός, Ενημερωτικός, Ιστότοπος με σεβασμό στην αμερόληπτη ευρεία παρουσίαση των γεγονότων. Έγκυρη και έγκαιρη καθημερινή ενημέρωση!

 

 online mediaΜέλος του μητρώου
 ONLINE MEDIA
  Επικοινωνία

 

Διαγωνισμός

diagonismoi prosexos