Πάρος 1945. Οι διαπεραστικές τσιρίδες της δεκατετράχρονης Αργυρώς έσκισαν σπαραχτικές τον αέρα και αντήχησαν μέχρι τα πρώτα σπίτια του Καλαμιού. Ο δωδεκάχρονος αδελφός της, ο Γιώργης, εξακολουθούσε για ώρα να την κλωτσά με λύσσα, τραβώντας της τα μαλλιά δίχως έλεος, ενώ εκείνη έμπηγε τα κλάματα και καλούσε μάταια σε βοήθεια. Μα ποιος να την ακούσει εκεί στην ερημιά; Πάρε και μια ακόμα για να μάθεις να μην είσαι μαρτυριάρα, βόγκηξε με μένος το παλικαράκι πριν την αφήσει ξέπνοη στο δρόμο παλεύοντας να μαζέψει τις δυνάμεις της για να σηκωθεί.
Είχε τα δίκια του κατ΄αυτόν ο μικρός. Η αστυνομία είχε χτυπήσει και πάλι την πόρτα των γονιών τους προς ενημέρωση ότι το παιδί δεν πήγαινε ως όφειλε στο σχολείο, και σαν να μη έφτανε αυτό, η Αργυρώ είχε επιβεβαιώσει τα λεγόμενα των οργάνων μαρτυρώντας ότι εδώ και καιρό, ο Γιώργης κρυβόταν την ώρα του μαθήματος σε μια σπηλιά στο δρόμο προς Καμάρες και γύριζε στο σχόλασμα μαζί με τα άλλα παιδιά στο σπίτι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα! Δεν καταλάβαινε από σχολειά και κουραφέξαλα ο μικρός. Τι να τα κάνω τα γράμματα, έλεγε ο ίδιος! Γράμματα που ήταν ωστόσο υποχρεωτικά σύμφωνα με το νεοπαγή νόμο της πολιτείας.
Κατευθύνθηκε όπως κάθε μέρα στο σπηλαιώδη βράχο, την κρυψώνα του, και αγνάντεψε για μια ακόμη φορά τα ζωντανά που βοσκούσαν κάτω στον πλατύ κάμπο. Ακόμη και ο μικρότερος αδελφός του ο Πέτρος, παιδί της τρίτης δημοτικού που έπαιρνε τα γράμματα κι έτρεχε χαρωπό κάθε μέρα στο σχολειό, προσέκρουε στην καχυποψία και την άρνηση των μεγάλων προς τη νομιμόφρονα, νεόκοπη εκπαιδευτική διαδικασία. Τρέξε Πετράκη να πας φαγητό στους δουλευτές στα κτήματα, πήγαινε να σταβλίσεις τα γελάδια, βάλε σανό στα μουλάρια, και το μάθημα πήγαινε ουκ ολίγες φορές περίπατο μιας και η γιαγιά που έδινε συνήθως τα παραγγέλματα διατεινόταν ότι το σχολείο ήταν χαμένος χρόνος! «Δάσκαλο θα σε κάνουμε;» άκουγε να τον επιτιμούν παππούδες και γονείς φουρκίζοντας τον μιας και για τον τότε κοινωνικό περίγυρο η δίψα για μάθηση επέσυρε απροκάλυπτο χλευασμό και ωμή ειρωνεία.
Πάρος - Σχολείο Σωτήρων
Ψηλώνει ο ήλιος, σε λίγη ώρα το μαθητολόϊ θα σχολάσει, αναλογίστηκε ο Γιώργης που λίγη ώρα πριν είχε βγάλει το άχτι του στην Αργυρώ η οποία εξαιτίας του ξύλου είχε χάσει το σημερινό της μάθημα. Είχε χάσει το μαρτύριο δηλαδή κατά τον Γιώργη ο οποίος μόλις για δύο ημέρες στην αρχή της χρονιάς είχε ο ίδιος αντέξει. Μα γνώριζε καλά από την προηγούμενη τάξη που είχε μισοφοιτήσει από πρώτο χέρι τι σήμαινε σχολείο.
Ο αγέλαστος, αυστηρός και ανάλγητος δάσκαλος, ποιος ξέρει από ποια περιοχή είχε φθάσει στο νησί, γινόταν ο καθημερινός φόβος και τρόμος των παιδιών. Εφάρμοζε πιστά την κυρίαρχη παιδαγωγική της εποχής και κραδαίνοντας τη βίτσα φιλοδωρούσε με ξυλιές τους μαθητές για την παραμικρή αταξία ή άγνοια του μαθήματος. Ακόμα θυμόταν το πάθημα του φίλου του, του Μιχάλη που τις έφαγε για τα καλά πάνω στα πληγωμένα από χιονίστρες πόδια του, και όταν ο τυραννικός εκπαιδευτικός του ζήτησε να ανοίξει και τα σκληραγωγημένα από τις αγροτικές δουλειές χέρια του, βλέποντάς τα, του τις έριξε με ζήλο στις ρόγες των δαχτύλων για να τον πονέσει!
Αναλογίστηκε και τον Κωνσταντή που λίγο πριν φάει μια βιτσιά για κάτι που όντως δεν είχε κάνει, άδραξε με μια αστραπιαία κίνηση στα στιβαρά του χέρια την βέργα του δασκάλου και την τράβηξε προς το μέρος του σπάζοντάς την στο λυγισμένο του γόνατο. Έπειτα, κατακόκκινος από ντροπή και φούρκα, μπροστά στα έκθαμβα μάτια δασκάλου και συμμαθητών που τον κάρφωναν ανηλεώς, μάζεψε τα πράγματά του κι έκανε καιρό να ξαναπατήσει το πόδι του στο σχολείο.
Όταν ξαναεμφανίστηκε, προς εξευμενισμό του τιμωρού του, κρατούσε στο χέρι ένα καλαθάκι με πεσκέσια, αβγά φρέσκα από το κοτέτσι, μυζήθρα και χόρτα που είχε μαζέψει την προηγουμένη ο ίδιος. Τότε μόνο είδε για πρώτη φορά ένα αμυδρό μειδίαμα να χαράζει το πρόσωπο του δασκάλου. Δεν ήταν άλλωστε λίγες οι φορές που ο ίδιος ο εκπαιδευτικός ζητούσε από τα παιδιά να τον φιλέψουν καλούδια από την εξοχή αναθέτοντας μάλιστα στο καθένα τι ήθελε για πεσκέσι. Μαύρη ήταν η λόρδα και για εκείνον την εποχή εκείνη που έπρεπε κανείς να μπορεί να ζήσει με τα λιγοστά της χρείας, και με τη θέση εξουσίας που κατείχε ανάμεσα στα παιδιά των αγράμματων ξωχάρηδων, άρπαζε ότι μπορούσε. Ακόμα και χρηματικό αντίτιμο κάποιες φορές για να παραδώσει το απολυτήριο του δημοτικού σε μαθητές που δεν το ολοκλήρωναν ποτέ, αλλά οι γονείς τους είχαν τον τρόπο τους ώστε να πληρώσουν για να το αποκτήσουν. Πολλά τα παράδοξα τότε, απόρροια της προσπάθειας για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Ακόμη και προαγωγή παιδιών σε περισσότερες από μια τάξεις γινόταν αν αυτά προόδευαν γρήγορα και είχαν την κατάλληλη ηλικία.
Το μονοθέσιο σχολειό της εξοχής, αναθυμήθηκε με απέχθεια τώρα ο Γιώργης! Ένα παντελώς αφιλόξενο κτήριο, μια στρούγκα ψυχρή και ανήλιαγη, με ένα κλειστό παράθυρο που μέσα του στοιβάζονταν παιδικές ψυχές από την πρώτη ως την έκτη τάξη του δημοτικού.
Η δριμεία παγωνιά και η διαπεραστική υγρασία τρυπούσε ως το κόκαλο τα λιανά κορμάκια που ξυλιασμένα στριμώχνονταν τρία τρία στα διθέσια θρανία τουρτουρίζοντας, φορώντας ρούχα φτενά και πολυμπαλωμένα, με τα πόδια πολλές φορές ξυλιασμένα χειμώνα καιρό από την ξυπολησιά. Τα κοκαλωμένα δαχτυλάκια με κόπο άδραχναν το κοντύλι και έγραφαν στην σχιστολιθική πλάκα, τον άβακα, έγραφαν κι έσβηναν με το νωπό σφουγγαράκι τα λάθη, ξανά και ξανά, μέχρι να μάθουν τη σωστή ορθογραφία και τις αριθμητικές πράξεις. Γύριζαν την μαύρη πλάκα, από την άλλη, και μέσα στα οριοθετημένα τετραγωνάκια της πάλευαν να χωρέσουν γράμματα και αριθμούς για να έρθει η σειρά της καλλιγραφίας και να βάλουν τα δυνατά τους για όμορφη καλλιγραφική γραφή.
Λίγα είχαν τη δυνατότητα να έχουν κονδυλοφόρο με μελάνι γεμίζοντας τα τετράδια της αντιγραφής και της καλλιγραφίας με γραφή από την τόσο πολύτιμη, γλιστερή πένα. Όμως όλα σχεδόν, είχαν την μαύρη πλάκα με το κοντύλι, την τόσο εύθραυστη και περιζήτητη εκείνα τα χρόνια που από αυτήν έμενε συνήθως ένα κομμάτι της για χρήση, μιας και άμα τη εμφανίσει ενός μαθητή με καινούρια, οι συμμαθητές του φρόντιζαν να τη σπάσουν για να κάνουν χάζι τον πόνο του.
Πάρος - Σχολείο Σωτήρων
Στην τάξη του μονοθέσιου, όλα τα παιδιά, όλες οι τάξεις μαζί, διδάσκονταν τα αναγκαία της γραφής, της ανάγνωσης και της αριθμητικής, και οι μεγαλύτεροι ιστορία, θρησκευτικά, γεωγραφία και φυσική. Στη χοάνη αυτή των ηλικιών μέσα σε μια μοναδική αίθουσα, εφαρμοζόταν η αλληλοδιδακτική μέθοδος, όπου οι καλοί μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων βοηθούσαν τα παιδιά των μικρότερων όσο ο δάσκαλος παρέδιδε μάθημα σε μια συγκεκριμένη τάξη. Κάθε συλλαβισμός, και ένας γλωσσοδέτης, για να καταλάβουν ότι το μπαστουνάκι δηλαδή το γιώτα με το κουλουράκι δηλαδή το όμικρον, κάνουν το δίφθογγο οι. Ο επιβλητικός μαυροπίνακας ο μόνος βοηθητικός εξοπλισμός της άθλιας, ψυχρής μονοκόμματης αίθουσας τα κοίταζε σιωπηλός και γέμιζε με τις διδαχές του μαθήματος του δασκάλου.
Αλλά κι αυτό το πρωινό σκέτο βάσανο από γεύση αναθυμήθηκε ο Γιώργης που τις μέρες ωστόσο που πεινούσε του φαινόταν παντεσπάνι. Η παγκόσμια επισιτιστική αρωγή προέβλεπε για τους μαθητές γάλα από σκόνη το πρωί, και ένα πιάτο φαγητό το μεσημέρι, μαγειρεμένο στο πρόχειρα χτισμένο παράπηγμα στο οποίο είχε τοποθετηθεί καζάνι που κάπνιζε καθημερινά και οι μυρωδιές του τρυπούσαν τα ρουθούνια των περισσότερων πεινασμένων ή κακοσιτισμένων παιδιών.
Ήταν για κάποια παιδιά κίνητρο αλλά και για τις οικογένειες ανάσα η χορηγούμενη ημιδιατροφή στα μεταπολεμικά δύσκολα εκείνα χρόνια, που ο αναλφαβητισμός ήταν κυρίαρχος, η φτώχεια και η δυστυχία μόνιμο φόντο των αγροτικών ιδίως περιοχών που ταλανίζονταν στη μέγγενη της δυσχέρειας καρπός της οποία ήταν και ο νέο – ιδρυθείς θεσμός της υποχρεωτικής δημοτικής εκπαίδευσης. Ένας θεσμός που εφαρμόστηκε με αρκετές δυσκολίες και προβλήματα που στοιχειώνουν ακόμα τις αναμνήσεις των παιδιών της εποχής εκείνης που τα έζησαν…
Ο αναλφαβητισμός και οι πρώτες προσπάθειες δημιουργίας του υποχρεωτικού εξατάξιου δημοτικού σχολείου.
Ο αναλφαβητισμός στον ελληνικό πληθυσμό έναν αιώνα περίπου πριν, το 1930, ήταν κυρίαρχος. Τότε, το 40,7% των Ελλήνων από 8 ετών και άνω εκ των οποίων 23,9% ήταν άνδρες και 57,9% γυναίκες, δεν ήξεραν καν να διαβάζουν και να γράφουν ούτε το όνομά τους.
Στο πλαίσιο αυτό και δεδομένης της ανάγκης του εκσυγχρονισμού της χώρας μιας και η εκπαίδευση ελάχιστα είχε αλλάξει από την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους (1829 επί Καποδίστρια), έγινε το 1929 η πρώτη σοβαρή προσπάθεια καταπολέμησης του αναλφαβητισμού από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (1928 – 1932). Θεσμοθετήθηκε τότε η υποχρεωτική εξατάξια φοίτηση στο δημοτικό σχολείο για αγόρια και κορίτσια έως 15 ετών περίπου και ακόμα μεγαλύτερα, που δεν είχαν τη δυνατότητα να φοιτήσουν νωρίτερα, και δημιουργήθηκαν παιδαγωγικές ακαδημίες για την επαρκέστερη μόρφωση των δασκάλων.
Παράλληλα ανεγέρθηκαν κτήρια που θα στέγαζαν τα σχολεία, ειδικά σε αγροτικές περιοχές της επικράτειας που μαστίζονταν από τον αναλφαβητισμό. Στην Πάρο την περίοδο εκείνη κατασκευάστηκαν από την πολιτεία 5 σχολεία τα κτήρια των οποίων ολοκληρώθηκαν σε βάθος χρόνου και με την εθελοντική προσφορά των κατοίκων. Αυτά ήταν των Καμαρών, του Μαραθιού, των Σωτήρων, της Ανερατζιάς και ένα της νότιας Πάρου.
Στο μεγαλεπήβολο πρόγραμμα του τότε κράτους για την καταπολέμηση της παντελούς αγραμματοσύνης, η κοινωνία της εποχής, κατά κύριο λόγο αγροτική, πρόβαλε αντίσταση. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο πρόβλημα στην τελεσφόρηση του εγχειρήματος. Η άρνηση δηλαδή της κοινωνίας και της οικογένειας να στείλει τα παιδιά της στο σχολείο. Στην αρχή το μέτρο της υποχρεωτικότητας της εξατάξιας δημοτικής εκπαίδευσης εφαρμόστηκε χαλαρά, όμως η πολιτεία αργότερα έλαβε αυστηρότερα μέτρα ανάμεσα στα οποία ήταν και ο αστυνομικός έλεγχος των οικογενειών όταν κάποιο παιδί τους δεν παρακολουθούσε το σχολείο.
Την εκπαιδευτική προσπάθεια του Βενιζέλου συνέχισαν και οι επόμενες κυβερνήσεις ενώ από το 1943 στο δύσκολο εγχείρημα δεδομένης της οικονομικής δυσπραγίας της εποχής, συνέβαλε και ο Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών γνωστός ως UNRRA που προσέφερε επισιτιστική βοήθεια στις σχολικές μονάδες της ελληνικής επικράτειας.
Συστάθηκαν επιτροπές διαχείρισης των τροφίμων που έστελνε η UNRRA και στήθηκαν μαγειρεία - επί παραδείγματι το μαγειρείο του σχολείου των Καμαρών κατασκευάστηκε αποκλειστικά από εθελοντική προσφορά γονέων και κατοίκων της περιοχής - ενώ επίσης σε κάποιες εξοχικές περιοχές διανέμονταν απευθείας τα τρόφιμα στις οικογένειες που είχαν παιδιά. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι περίπου το 1964.
Από το 1955 και μετά περίπου ωστόσο, η πολιτεία αποφάσισε επί παραδείγματι ότι για να διοριστεί κάποιος σε υπηρεσία του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή να πάρει δίπλωμα οδήγησης, θα έπρεπε να έχει ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο δημοτικό σχολείο. Δόθηκε έτσι μια δεύτερη ευκαιρία στην εκπαιδευτική προσπάθεια και ένας μεγάλος αριθμός ενηλίκων μπόρεσε να αποκτήσει το απολυτήριο του δημοτικού σχολείου. Ήταν ένας έμμεσος τρόπος τότε για να τελειώσουν οι περισσότεροι Έλληνες την εξατάξια πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Το θέμα του αναλφαβητισμού ταλάνισε την Ελλάδα για μισό και πλέον αιώνα μετά την σοβαρή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Βενιζέλου. Μέχρι και το 1970, ο αναλφαβητισμός δεν είχε εξαλειφθεί πλήρως ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό.