Ο κλιματικός μέσος όρος, ο μέσος όρος δηλαδή της θερμοκρασίας του νησιού καταγεγραμμένος τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια, έχει ανέβει κατά 1 – 1,5 βαθμό κελσίου. Ως αποτέλεσμα, το νερό που πέφτει στη γη εξατμίζεται γρηγορότερα, με ορατές ήδη τις συνέπειες στον παριανό αγροτικό κλάδο.
Η ταχεία εξάτμιση τώρα σε συνδυασμό με τις μεγάλες περιόδους ανομβρίας που βιώνει η Πάρος τα τελευταία χρόνια, δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο τις συνθήκες επάρκειας του ύδατος στο νησί.
Επιβαρυντικός παράγοντας υδατικής ανεπάρκειας είναι και το γεωμορφολογικό ανάγλυφο. Λαμβάνοντας υπόψη τη βροχοβαθμίδα, σύμφωνα με την οποία οι βροχοπτώσεις σε έναν τόπο είναι ανάλογες του πόσο ορεινός είναι, η Πάρος βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Το ίδιο ισχύει και για τη θερμοβαθμίδα του νησιού, σύμφωνα με την οποία ανά 300 μέτρα υψόμετρο η θερμοκρασία πέφτει κατά 2 βαθμούς.
Οι ορεινές για τα δεδομένα της Πάρου Λεύκες επί παραδείγματι, που είναι χτισμένες σε ύψος 200 μέτρων, έχουν λιγότερο από 1,5 βαθμό διαφορά με περιοχές του νησιού που είναι παραθαλάσσιες.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες, δημιουργούν ένα «κοκτέιλ» επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης στην Πάρο. Σύμφωνα με επιστημονικές προβλέψεις, αν η κατάσταση δεν αντιστραφεί, οι παράγοντες αυτοί θα διαδραματίσουν ένα δυσάρεστο κλιματικό μέλλον για το νησί.