Βραδιά για την Παριανή ποίηση με μουσική τζαζ

12 Ιουλίου 2011 19:34

Λεύκες 11 Ιουλίου 2011, ανοικτό θέατρο Λευκών



Πατήστε εδώ για το video της εκδήλωσης







                                                      Ποίημα
Κώστας Δελλαγραμάτης:




Ποίηση είναι μια μορφή αγάπης

-Ένας μηχανισμός είναι η ποίηση που απομηχανοποιεί τον άν-θρωπο. Ο μόνος χώρος όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση.

γράφει ο Ελύτης.

-Η ποίηση είναι μια μορφή αγάπης, ισχυρίζεται ο Αλί Αχμάν Σαίντ (Σύρος ποιητής).

Δραπέτευση, γέφυρα, επικοινωνία

Μπορεί να είναι κανείς ποιητής χωρίς να έχει γράψει ένα στίχο, έγραφαν τα μανιφέστα των υπερρεαλιστών, που γύρεψαν νοήματα στην καθημερινότητα και στα κρυφά και ανείπωτα της ψυχής του ανθρώπου. Ποίηση είναι κυρίως στάση ζωής καθοδηγούμενη απ' την τρυφερότητα για τον κόσμο και τους ανθρώπους, απ' την αντίληψη της κοινής μοίρας με όλους και όλα, απ' την κατανόηση της προσωρινότητας, απ' την αίσθηση πως δεν έχουμε απεριόριστες δυνατότητες να ανθίζουμε.

Με την ποίηση μπορούμε να απογειωθούμε ή να προσγειωθούμε. Μπορούμε να γνωρίσουμε την πραγματικότητα ή να βρούμε τα έξω από την τρέχουσα πραγματικότητα. Μπορούμε να πάμε στο όνειρο ή αν είμαστε στο όνειρο, να ξυπνήσουμε.

Με την ποίηση δίνουμε φτερά στη φαντασία μας για πέταγμα σε άλλους κόσμους. Λαμβάνουμε αντιοξειδωτικό των αισθήσεων. Επιχει-ρούμε να δούμε τα αόρατα, να ακούσουμε τους υπόηχους και τους υπέρηχους.

Με την ποίηση περνούμε τη γέφυρα τη μετάγουσα τους εκ γης εις ουρανόν, την μετάγουσα προς τους άλλους ανθρώπους.

Ποίηση είναι η Αλεξάνδρεια

Ας πούμε λίγα ακόμα για να καταφανεί η αγωνία μας να βρούμε την ποίηση, την ξωθιά αυτή, τη μούσα, τη νεράιδα, την σειρήνα, το στοιχειό, που μας βοηθά να ζήσουμε κατά τον Βρεττάκο (Αν δεν μου 'δινες την ποίηση Κύριε, δεν θα 'χα τίποτα για να ζήσω), που μας βοηθά να βρούμε σκέπη παραμυθίας.

Στην τροχιά ενός άστρου που έπεσε, ανθίζουν πολλά, απ' τα ποιήματα που ψάχνουμε. Γιατί η ποίηση δεν είναι στη δράση, αλλά εκεί όπου η δράση διακόπτεται. Εκεί που αναδύεται η ασυνέχεια, το ρήγμα, το κενό, η σιωπή, η λησμονιά, η φυγή, η απουσία, το απροσδόκητο. Η τεθλασμένη μεταξύ του φωτός και του σκότους, αυτή είναι η ποίηση.

Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί.

Μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου

ό,τι απόμεινε από τον ήλιο να ντυθείς.

Έμαθα πως κρυώνεις.

Τα πεσμένα στάχυα και τα απομεινάρια του ήλιου, είναι τα θραύσματα των στίχων που αναζητήσαμε για να γεμίσουμε το κενό. Το ψωμί που φτιάχνω να σου στείλω είναι η ποίηση.

Ο ποιητής ένα κενό. Το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας, το κενό ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα, μεταξύ στεριάς και νερού, το κενό μεταξύ της ψυχής μου και της δικής σου ψυχής.

Το κενό ανάμεσα σε όσα ονειρευτήκαμε και σε όσα γευτήκαμε. Γεμίσαμε με φθαρτά πράγματα που τα μούχλιασε η συνήθεια. Παρέ-συρε τα πάντα το αιόλιον φύσημα και καταφεύγουμε ικέτες και πάλι σε μαιευτήρια άστρων. Το κενό είναι τα όσα δεν είπαμε, αφήνοντας πάντα μετέωρες αισθήσεις δίψας. Όλα εξαερώθηκαν κι έγιναν σύννεφα της καθημερινής μικρής ομίχλης που μας κυβερνά. Αυτά τα σύννεφα είναι η ποίηση.

Το κενό μεταξύ των λόγων και της σιωπής είναι η ποίηση. Μετά το λόγο η σφραγίδα της σιωπής. Αν δεν μπορείς πια να μιλήσεις, γράφεις ποιήματα. Το ποίημα σημαίνει αδυναμία προσθαλάσσωσης στα καθημερινά των συμβάσεων. Είναι το άλλο μέρος της σιωπής. Είναι σιωπή φορτωμένη μ' αστροπελέκια.

Κι απέναντι εγώ να σου γνέφω με λόγια μάταια.

Μη ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως,

Να 'ρθεις, τ' ακούς; Να 'ρθεις.

Το κενό της φυγής είναι για το άνθος του νέου ερχομού. Μετά τη βροχή τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Αυτή η ικεσία είναι η ποί-ηση. Το ουράνιο τόξο μετά τη βροχή είναι η ποίηση.

Τι είπαμε; Δεν θυμάται κανείς. Αυτή η αμνησία είναι η ποίηση. Η λησμονιά είναι η ποίηση. Τα λόγια εξαερώθηκαν, τα πάντα ερήμω-σαν. Η έρημος είναι η ποίηση. Εκεί ψάχνεις τώρα για ύδωρ ζων, για νερό όασης, για νερό αθάνατο. Το αθάνατο νερό του παραμυθιού είναι η ποίηση.

Σε ποιον ήθελες να δώσεις τα σαλιγκαράκια που μάζευες; Για ποιον έγραφες στην άμμο της παραλίας, για ποιον ψιθύριζες στον ά-νεμο; Τα σαλιγκαράκια, οι γραφές της άμμου που έσβησαν, οι ψίθυροι, είναι οι στίχοι που αναζητούμε του άγραφου ποιήματος.

Μηρυκάζουμε λέξεις, ψάχνουμε τα συντρίμμια των λόγων, τα εξαρθρωμένα ποιήματα, τα κομμάτια μας. Παραμιλούμε. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η έρημος είναι η ποίηση. Παραμυθία όασης. Ελπίδα νε-ρού.

Και τι μας έμεινε τώρα;

Κανένα λουλούδι δεν απόμεινε

να κρύψουμε τους εαυτούς μας μέσα στα πέταλά του.

Καμιά χρυσόμυγα, καμιά ηλιαχτίδα.

Η κρυψώνα των πετάλων είναι η ποίηση που αναζητούσες. Το ζουζούνισμα της χρυσόμυγας, η οσμή του χώματος, ο ξαφνικός α-ντίλαλος και οι τρίλιες του φλώρου στο κυπαρίσσι. Όλα προσχήματα φυγομαχίας.

Λόγια που έχουν ένα μονάχα προορισμό. Εσένα.

Αυτά τα λόγια που έχουν εσένα προορισμό είναι η ποίηση.

Δεν αντέχουμε πολλή πραγματικότητα και δραπετεύουμε σε στεριές ονείρου. Σαλπάρουμε. Ανοίγουμε τα φτερά. Φεύγουμε.

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε.

Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα.

Αλλά εσύ φεύγεις ή η Αλεξάνδρεια;

Πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο...

κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Η Αλεξάνδρεια είναι η ποίηση.

Η φυγή, η αναχώρηση, το μακρινό ταξίδι, είναι για να αποκτή-σουν νόημα η νοσταλγία, ο γυρισμός, η επιστροφή. Εκστρατεύσαμε για την Τροία, ξαναγυρίζουμε στην Ιθάκη.

Η Ιθάκη σε έδωσε το ωραίον ταξίδι.

Η Ιθάκη είναι η ποίηση.

Η ζωή μας γυρνάει και πάει. Και ρωτάς. Πού είναι η Βαγδάτη;

Ιθάκη, Βαγδάτη, Αλεξάνδρεια, η κώχη η μικρή με τα συντρίμμια κάποιων σχεδίων μας, η καρδιά του άλλου ανθρώπου, όπου θες να κατοικήσεις, το πλοίο που δεν έχει και η οδός που δεν μας δίνεται, όλα αυτά είναι η ποίηση. Ανεμίζουμε διαρκώς σημαίες αναχώρησης ή επιστροφής, ανεβάζουμε άγκυρες, απλώνουμε τα πανιά. Μετέωροι πάντα ανάμεσα σε ένα λιμάνι του ουρανού και σε ένα της θάλασσας.

Κι εσύ θες να φύγεις, μα χοντρά παλαμάρια σ' επαναφέρουν και μια άγκυρα σε καθηλώνει στο έλος σου.

Όλα αυτά δεν είναι παρά σχέδιο μια επιστολής που σου γράφω διαρκώς. Γιατί φεύγω κι εγώ και δεν σε φτάνουν τα χέρια μου. Δεν σε φτάνουν τα μάτια μου.

Πίσω απ' τη στίλβη των άστρων ανεξερεύνητοι είναι άλλοι κόσμοι πολύ μακριά μας, εκεί πορεύονται πολλοί που αγαπήσαμε για ν' απομείνουν ως χρώματα ίριδας αδικαίωτα συναισθήματα και ελπίδα παραμυθίας. Προσεδαφιζόμαστε απ' την καθημερινή έπαρση στην αν-θρώπινη στοργή της κοινής μοίρας. Ο πόνος της απώλειας είναι η ποίηση.

«Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε». Αγάπη μαζί με τη χαρά, το γνωρίζει ο Ελύτης, ακολουθούν τη ζωή μας ως σκιά άπιαστη, συγχορεύουν μαζί της, ως όνειρο που γυρεύει σάρκωση αλήθειας.

Χαρά, αγάπη, ζωή, λάμπουν στους «ολόχρυσους» στίχους του Βρεττάκου στο φως του αυτοκράτορα ήλιου.

«Στίχοι ολόχρυσοι θα στολίσουνε τον αιώνα.

Χαίρε Κύριε Ήλιε! Χαίρε Αγάπη!

Ζωή Χαίρε!»

Όλα αυτά δεν είναι παρά σχέδιο μουσικής, πείραμα θαύματος που κάνει το νερό κρασί κι αυτό αίμα νοήματος. «Μονάχα με την ποίηση μεγαλώνουνε τα στάχια και τα στήθη των κοριτσιών», με την ποίηση το αμίλητο νερό γίνεται ζων ύδωρ, παγάν λαλέουσα, αθάνατο νερό, με τέρατα και φύλακες δράκους.

Άνθρωποι και πράγματα ταξιδεύουν, φεύγουν για απόμερα μέρη ονείρων, γίνονται σκέπη πλατυτέρα νεφέλης, σκιές άλλων ήλιων, ε-λαφρό αεράκι, αίσθηση φθινοπώρου, ηλιοβασίλεμα κόκκινο, αγαπημένο χρώμα στο ουράνιο τόξο. Γίνονται πρωινό πριν τον ήλιο ξύπνημα, χαρά απροσδόκητη, σφύριγμα βαποριού, ακατανόητη αναίτια συγκίνηση, χάδι αγαπημένου ανθρώπου, μόνιμη παρουσία και αβάσταχτη απουσία, παράξενη ελευθερία, έμπνευση μουσικής ακατάλυτης.

Πενθούμε ή πανηγυρίζουμε φαίνεται ίδιο κοιτώντας από μακριά, από ψηλά, μετατοπισμένοι στο μέλλον. Τα ρήγματα της απώλειας ελευθερώνουν παγιδευμένους αίολους ζωής και χαρές ανέλπιστες. Για να μακαρίζονται οι πενθούντες, καθώς η θλίψη αγιάζει, αλλά και φω-τίζει τα μέχρι πριν σκοτεινά και αόρατα.

«Υμείς δε λυπηθήσεσθε, αλλά η λύπη υμών εις χαράν γενήσε-ται».

Με άγκυρες και παλαμάρια κρατούν οι σαγήνες των ημερών το σκάφος μας, μήπως και προλάβουμε πριν την αναχώρηση τη χάρη και τα μάγια τους. «Λίγο ακόμα και θα δούμε τις αμυγδαλιές να ανθί-ζουν», θα μετεωριστούμε θαυμάζοντας πάντα όμβρον και δρόσον, λαμβάνοντας χαρές από πάχνη και χιόνι, λίγο ακόμα παιχνιδίσματα με αστραπές και νεφέλες. Τώρα που οι πορτοκαλιές ανάβουν τα λαμπιόνια τους, αύριο με την πλημμύρα του χειμώνα και τις οσμές των νάρ-κισσων, αργότερα με «την άνοιξη τη γλυκιά γυρισμό που δεν έχει», τις μέρες του Μαγιού και το λωτό του ξανθού Απρίλη τον πορφυρό. Μεθαύριο με τον μεθυσμένο ήλιο του καλοκαιριού. Δεν προλαβαίνουμε, δεν χορταίνουμε.

Περί Παριανής ποίησης

Υπάρχει Παριανή ποίηση και λογοτεχνία; Μετά την έκδοση του βιβλίου του Νίκου Αλιπράντη και Γιάννη Κωβαίου «Ανθολογία Παρια-νών Ποιητών» θα μπορούσαμε να μην αμφιβάλλουμε. Θα λέγαμε «ναι» μετά την έκδοση Παριανών διηγημάτων (λ.χ. Μοσχούλας Κο-ντόσταυλου) και μυθιστορημάτων ή άλλων εργασιών. Ίσως αυτά να μην αρκούν και να καταλήξουμε στο «όχι» βλέποντας τι γίνεται γύρω μας και πόσο η ψυχή μας χάλασε με τα καινούρια χρόνια και το νέο τρόπο ζωής που έφεραν.

Μέσα στο χαλασμό της πεντηκονταετίας που πέρασε οι ανεμό-μυλοι έπεσαν σε ερείπια, πολλές ξερολιθιές έγιναν μοντέρνοι τοίχοι, ψηλοί σαν τείχη κάστρων, οι κατοικιές μεταμορφώθηκαν σε μεγάλα σπίτια με πισίνες, το μικρό, το αργό και το λίγο αντικαταστάθηκαν με το μεγάλο, το ταχύ και το πολύ. Αυτά συντελέστηκαν και στην ψυχή μας. Η ποίηση πήγε περίπατο, αφού συχνά αντικαθρεφτίζει την ψυχή μας. Αλλά πράγμα παράξενο, καταπληγωμένη συνέχισε να αντιστέκεται.

Να θεωρήσουμε λοιπόν ως αντίσταση τα μικρά ποιήματα που δημοσιεύονται στον τοπικό τύπο ως μνημόσυνο για ανθρώπους που φεύγουν, να θεωρήσουμε ως αντίσταση τη συνέχιση τη στιχουργικής, την καταφυγή στο γραπτό λόγο ακόμα και σήμερα. Η ποίηση αντιμά-χεται τη φθορά, ζητά πάντα το βαθύτερο νόημα του βίου μας, την πιο πέρα αλήθεια και την αγνότητα.

Να θεωρήσουμε ακόμα ως αντίσταση την καταφυγή πολλών αν-θρώπων, παρά τις άλλες ανάγκες του σύγχρονου βίου, στην αποδοχή της ποίησης και της μουσικής. Η ποίηση δεν έχει μόνο πομπούς, αλλά προϋποθέτει και δέκτες. Συμμετέχουν και οι δέκτες στη δημιουργία της. Κανείς δεν θα μιλούσε αν ήξερε πως δεν υπάρχουν ευαίσθητα αυτιά, δεν θα τραγουδούσε ο Αρχίλοχος ο Πάριος αν δεν τον άκουγαν με συγκίνηση οι αρχαίοι Παριανοί. Δεν θα είχαν διασωθεί τα ποιήματά του, αν κάποιοι άλλοι ευαίσθητοι δεν τα κατέγραφαν. Κανένας Ελύτης και κανένας Σεφέρης δεν θα δοξάζονταν, αν δεν υπήρχε ένα κόσμος που να διαβάζει, να ακούει και να συγκινείται.

Πού θα βρούμε την Παριανή ποίηση

Ίσως να μην είναι πολλά τα 2700 χρόνια που πέρασαν από τότε. Ίσως να μην άλλαξαν όλα. Θα βρούμε πεισματικά απείραχτα μερικά στο πέρασμα του χρόνου. Μπορεί να μη συναντήσουμε τον ένα, τον μοναδικό Αρχίλοχο. Γνωριζόμαστε με καθημερινούς Αρχίλοχους σε πολλές γωνιές της Ελλάδας. Εκεί που η τέχνη αψηφά τον πανδαμάτορα χρόνο και δεν στολίζεται με περιττά για να μπει στην ψυχή του ανθρώπου. Εκεί που μυστικοί χείμαρροι αρδεύουν τόπους φαντασίας και αναδύονται ορμητικά με δόρατα φυτών απ' το χώμα μορφές του αρπιστή και αυλητή της Κέρου. Τους πρώτους φωτισμένους ποιητές, τους εμπνευσμένους γλύπτες, τους δώρισε πνεύμα άγνωστος μουσικός Παράκλητος, κι έγιναν τα έργα τους παραμυθία στα ανθρώπινα.

Θα βρούμε την ψυχή του Αρχίλοχου να λάμπει στους Κυκλαδι-κούς πετρότοπους ως κρύσταλλος μαρμαρυγία μέσα στα αυτοσχέδια ποιήματα στ' Απεράθου της Νάξου, στα θαλασσινά τραγούδια της Δωδεκανήσου, στους άσημους μουσικούς των μακρινών και ξεχασμένων νησιών που κρατούν ακόμα τη λύρα και συνεγείρουν. Στους παλιούς ριμαδόρους της Πάρου, στους αποδημήσαντες μουσικούς που άφησαν την ηχώ της φωνής τους, παντού όπου η ποίηση και η μουσική είναι ακόμα μυσταγωγία, ιαχή αντίστασης για την ομορφιά, την ανθρωπιά και την αγάπη.

Είναι μαζί με όσους τραγουδούν ο Αρχίλοχος, με εκείνους όλους που οι λέξεις έχουν κάτι περισσότερο να πουν εκτός απ' τα τρέχοντα, κάτι κρυφό και μαγικό απ' το ξεχείλισμα της καρδιάς μας. Θα τον βρούμε στην ψυχή όλων σας. Και μαζί θα χαρούμε την ψυχή της ποίησης που απ' τα χρόνια του Αρχίλοχου σ' αυτά που στριφογυρίζει είναι ψωμί, καημός, αγάπη.

Ένας αχ ερωτευμένος είμαι

Ποίηση σημαίνει να μην ξέρεις ότι ο κόσμος ήδη υπάρχει και γι' αυτό να φτιάχνεις ένα κόσμο, λέει ο Ρίλκε και αλλού κάθε τι ξεχωριστό απαιτεί και μια γλώσσα ξεχωριστή για να μη βυθιστεί στη σιωπή.

Μπορούμε να πάμε στον Σεφέρη:

Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης κι ένας θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης. Και συνεχίζει: η τέχνη είναι μια απέραντη αλληλεγγύη και κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί ότι τη νιώθει, αν δεν νιώσει την αλληλεγγύη αυτή.

Αγάπη, εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη, δημιουργία. Στο βαθμό που στο νησί αυτά δεν τα ξεχάσαμε και αντιστεκόμαστε ακόμα, μπορούμε να ελπίζουμε ότι υπάρχει ακόμα τοπική, δική μας ποίηση.

Να αναστήσουμε τον Αρχίλοχο και να ξαναδώσουμε νόημα ζωής στην ποίηση. Επειδή πέφτουν αστέρια και δεν προλαβαίνουμε τις ευχές. Επειδή το φως είναι ανελέητο, αλλά καμιά φορά και η πίκρα. Επειδή πολλές αγάπες είναι αμεταχείριστες, πολλές χαρές αδοκίμαστες και οι άνθρωποι αναζητούν πάντα φως ελπίδας και ομορφιά δικαιοσύνης.

Να ακούσουμε τον Αρχίλοχο (Αχ να μπορούσα να αγγίξω το χέρι της Νεοβούλης) να συνομιλεί με τον Ελύτη (Ένας αχ ερωτευμένος είμαι και το μόνο που ζητώ αχ μόνο αυτό δεν έχω).

Να ακούσουμε τον Αρχίλοχο να συνομιλεί με Ιωσήφ Μπρόντσκι:

Ζήσε πιο πολύ απ' όλους.// Ζήσε ξανά και ξανά,// Αυτοί δεν είναι παρά χιόνι// Ένα χιόνι που στροβιλίζεται ξανά και ξανά,// Ζήσε στα όρια και πέρ' απ' αυτά// Ζήσε στην κόψη του ξυραφιού// μεταξύ του Καλού και του Κακού.// Μη ζεις για τη στιγμή, μα για το πάντα.// Ζήσε την κραυγή και το γέλιο.// Ζήσε το στίχο,// ζήσε τα όλα.

Χρίστος Γεωργούσης

Ειδησεογραφικός, Ενημερωτικός, Ιστότοπος με σεβασμό στην αμερόληπτη ευρεία παρουσίαση των γεγονότων. Έγκυρη και έγκαιρη καθημερινή ενημέρωση!

 

 online mediaΜέλος του μητρώου
 ONLINE MEDIA
  Επικοινωνία

 

Διαγωνισμός

diagonismoi prosexos