Τι θα μπορούσε να πούμε για την μουσική και την ποίηση στην Πάρο, που γέννησε τον Αρχίλοχο; Στα νησιά του Αιγαίου ίσως θα είχαμε ένα λόγο παραπάνω να ψάξουμε να βρούμε από πού ερχόταν και πού πήγαινε, τι δρόμους άνοιγε ο κάθε τραγουδιστής, αρπιστής ή αυλητής των περασμένων αιώνων, ο κάθε βιολιστής των λαϊκών πανηγυριών, ο σαντουριέρης, ο κλαρίνος, ο τσαμπουνάρης. Μαζί με τη μουσική η ποίηση, πέρασε γέφυρες χιλιάδων ετών για να φτάσει στο σήμερα, όπου δοκιμάζεται, γιατί ξεχάσαμε την ψυχή μας στο δρόμο, για να προφτάσουμε τρέχοντας χίμαιρες που μας ξεγέλασαν.
«Αχ, να μου δινόταν η χάρη να αγγίξω το χέρι της Νεοβούλης», στέναξε ο Αρχίλοχος και ο Ελύτης το άκουσε. «Ένας αχ ερωτευμένος είμαι και το μόνο που ζητώ, αχ μόνο αυτό δεν έχω». Το «αχ» που βγάζει ο σκοτωμός, το «αχ» που βγάζει η αγάπη, το «αχ» του απαρηγόρητου πένθους, ταξιδεύουν στα κύματα όπου, οι φώκιες κλαίν των ανθρώπων τα βάσανα και η μουσική στέκεται απέναντι στο θάνατο, αήττητη, περήφανη και αιώνια.
Αν σου μιλώ για ποιητές, είναι γιατί κάθε ένας ανοίγει δικό του μικρό παραθύρι στο αθέατο σύμπαν. Κάθε ένας υψώνει δική του φωνή ωραίας αυθάδειας, ρίχνει σπόρο απειθαρχίας στα συμφωνημένα, προσπερνά περιορισμούς και συμβάσεις, ανεμίζει δικό του μπαϊράκι ελευθερίας.
Η Ποίηση έγινε για να βλέπουμε τα όσα ακόμα δεν έλαμψαν, αξιωνόμενοι το απρόσιτο φως. Για να ακούμε την ανάσα των αγγέλων που περνούν αόρατοι δίπλα μας και το βιαστικό βηματισμό της ζωής. Για να οσφραινόμαστε εκείνο που ανθίζει χωρίς εμάς, μακριά μας. Για να ζυμώνουμε γεύση σοφίας από γλύκα και πίκρα και άλατα. Για να εγγίζουμε κάποτε με τα χέρια μας το ασύλληπτο που ξεφεύγει.
Ποίηση είναι να βάζεις φωτιά στις λέξεις και να στέλνεις μηνύματα με καπνό. Να κάνεις τα λόγια χορδές πολύχορδης λύρας και να δοκιμάζεις δικές σου μελωδίες. Να ζητάς απ' τις λέξεις και άλλη ουσία και να προσπαθείς να συνεννοηθείς με νοήματα.
Κάθε στίχος κι ένα ενδημικό κενταύριο, ένα άγνωστο άστρο, ορυκτό πράσινο μέσα στα καφετιά του σιδήρου, νέα απερίγραπτη οσμή, ιδέα καινούργια μαγικής μουσικής.
Το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας είναι η Ποίηση. Το κενό ανάμεσα σε όσα ονειρευτήκαμε και σε όσα γευτήκαμε. Το κενό ανάμεσα σ' αυτά που θέλουμε να πούμε, σε όσα μπορούμε και σ' εκείνα που δεν τα προλάβαμε στην ώρα τους.
Για να μη βυθιστούν στη σιωπή θαύματα μεταμορφώσεων απαιτούν μια δική τους ιερογλυφική γραφή, μια πνοή επαναστατικής μουσικής. «Ποίηση σημαίνει να μην ξέρεις ότι ο κόσμος ήδη υπάρχει και γι' αυτό να φτιάχνεις ένα κόσμο». Ο νέος αυτός ονειρόκοσμος διευρύνει τον υπάρχοντα και, να πώς εξηγείται, που κάποτε μας φυτρώνουν φτερά για να τον ταξιδέψουμε σ' όλες παντού τις διαστάσεις του.
«Μονάχα με την Ποίηση μεγαλώνουνε τα στάχια και τα στήθη των κοριτσιών», με την Ποίηση το αμίλητο νερό γίνεται ζων ύδωρ, παγάν λαλέουσα, αθάνατο νερό, αγιασμός παραμυθίας. Με την Ποίηση λάμπουν καινούριοι άγιοι και τους χτίζουμε ξωκλήσια ελπίδας. Άναψα κερί στον Κάλβο για σένα, προσευχήθηκα στον Καβάφη, ικέτευσα το Σεφέρη, δεήθηκα στο Ρίτσο, ζήτησα παρηγοριά στον Ελύτη. Να ξαναβρούμε νόημα ζωής στην Ποίηση. Επειδή πέφτουν αστέρια και δεν προλαβαίνουμε τις ευχές. Επειδή καραδοκεί ένας δράκος φόβος και πρέπει να τον εξορκίσουμε. Επειδή το φως είναι ανελέητο, αλλά καμιά φορά και η πίκρα. Επειδή πολλές αγάπες είναι αμεταχείριστες, πολλές χαρές αδοκίμαστες και οι άνθρωποι αναζητούν πάντα φως ελπίδας και ομορφιά δικαιοσύνης.
Ανεπίδοτα της αγάπης
Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για τα πράγματα της καρδιάς μας με λέξεις παρμένες απ' τη χλωρίδα, την πανίδα και γενικά της φύσης της Πάρου; Απάντηση επιχειρεί να δώσει ο Χρίστος Γεωργούσης με το καινούριο του βιβλίο "Τ' ανεπίδοτα της αγάπης" που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γιωγγαράς.
{plusone lang=el}