Ειδικά στις εξοχές, πριν ακόμα προβάλλει τον πρώτο φως της ημέρας, μικροί μεγάλοι ανασκουμπώνονταν, ο καθείς για να βγάλει πέρα τις δουλειές της καθημερινότητας. Στα χωράφια οι άντρες πάλευαν να καρπίσουν την γη και να θρέψουν τα ζωντανά τους, βαριές οι δουλειές και για τις γυναίκες που είχαν να ζυμώσουν, να μαγειρέψουν, να πλύνουν με την κοπανίδα τα ρούχα μιας μεγάλης συνήθως φαμίλιας που όσο περνούσαν τα χρόνια πλήθαινε από παιδόπουλα.
Μα κι αυτά τα τελευταία, ήταν οι πιο ακάματοι εργάτες της ζωής. Σχολειό το πρωί, καμιά φορά λίγο διάβασμα και δουλειές στα κτήματα και στο σπίτι, γέμιζαν την ημέρα τους, μέχρι να αποκοιμηθούν το βράδυ ξεθεωμένα με το φως του καντηλιού να αχνοφωτίζει τις κάμαρες και η νύστα να φθάνει βαριά σφαλώντας τα βλέφαρά τους. Πρωί – πρωί άρχιζε και πάλι για κείνα το γαϊτανάκι των βασάνων.
Μόλις οι ηλιαχτίδες τρύπωναν από τα παράθυρα, τα κοντοκουρεμένα κεφαλάκια των αγοριών και τα ξέπλεκα μαλλάκια των κοριτσιών, αναδύονταν από τα χράμια και ξετρύπωναν νωχελικά στο φως της καινούρια ημέρας. Από το μαγερειό του σπιτικού, ένας γνώριμος ήχος έσκιζε τότε την πρωινή ησυχία και προμήνυε τι θα ακολουθούσε!
Γυαλί και μέταλλο, κροτούσαν μαζί θορυβωδώς, από το χέρι και τη φροντίδα της μάνας ξωχάρισσας και μη, να προσφέρει στα παιδόπουλά της το πιο θρεπτικό έδεσμα που θα τα δυνάμωνε στη μέρα που μόλις άρχιζε. Ο ιδιαίτερος, διαπεραστικός ήχος βαστούσε ώρα, γιατί η λιχουδιά έπρεπε να χτυπηθεί καλά και τα στόματα που θα τάιζε ήταν πολλά! Αφότου τα παιδιά, νίβονταν και ντύνονταν, ακούγονταν χωρίς χρονοτριβή και η φωνή της μάνας: «Ελάτε να φάτε το ντεκότο σας!».
Πολλά έσπευδαν με χαρά μιας και ο κρόκος του φρέσκου αβγού χτυπημένος με ζάχαρη και ίσως μια ιδέα κακάου για να σπάσει η αβγουλίλα, ήταν μια λαχταριστή νοστιμιά που δεν θα έχαναν με τίποτα! Άλλα πάλι, αηδίαζαν και μόνο στη σκέψη της γεύσης του ωμού αβγού που ούτε η γλυκιά ζάχαρη, μήτε το νόστιμο κακάο μπορούσαν να την κάνουν ευπρόσδεκτη στους παιδικούς ουρανίσκους! Το περίφημο ντεκότο όμως ήταν αναπόδραστο γι αυτά!
Ένα ένα από το μικρότερο έως το μεγαλύτερο, έπαιρναν θέση στο τραπέζι ενόσω η μάνα συνέχιζε με ζήλο να χτυπά το μείγμα κρόκου και ζάχαρης για να γίνει ομοιογενές. Θαρρείς κι έτσι θα καταπινόταν πιο εύκολα! Καμιά φορά, αφού τα μεγαλύτερα είχαν φάει θέλοντας και μη το ντεκότο τους, βοηθούσαν τη μάνα στο χτύπημά του για τα μικρότερα. Γιατί κανείς δεν γλίτωνε!
Τις περισσότερες φορές, για να ενδυναμωθεί η θρέψη και για να είναι οι μανάδες σίγουρες ότι τα παιδιά είχαν φάει ένα γεμάτο πρωινό που θα τα κρατούσε μέχρι το μεσημέρι, απογέμιζαν το ποτήρι με το ντεκότο, προσθέτοντας σε αυτό γάλα. Σιγά – σιγά στην αρχή και με τέχνη, αφότου είχαν ομογενοποιήσει το μείγμα κρόκου και ζάχαρης, έριχναν στη συνέχεια λίγο γάλα, ομογενοποιούταν κι αυτό με τα παραπάνω υλικά και κατόπιν το έριχναν το υπόλοιπο.
Το ντεκότο ωστόσο, η ενσάρκωση της μητρικής φροντίδας μιας εποχής που το φρέσκο αβγουλάκι και το γαλατάκι ήταν ανάμεσα στα καλούδια που πρόσφεραν τα ζωντανά του σπιτιού, γινόταν κάποιες φορές η πρωινή τυραννία ορισμένων παιδιών! Πολλά τα αηδίαζε η μυρωδιά και η γεύση του ωμού αβγού, και δεν ήταν λίγες οι φορές που το αποκρουστικό γι΄αυτά έδεσμα τα αναγούλιαζε και εξαγόταν βίαια από το στομάχι μετά την αναγκαστική κατάποσή του.
Το περιβόητο ή διαβόητο ντεκότο, είχε θέση και στα πειράγματα μεταξύ των σχολιαρόπαιδων εκείνης της εποχής, πάνω από μισό αιώνα πριν. Όταν το σμάρι ξεχυνόταν από τα σπίτια και έπαιρνε το δρόμο για το σχολειό, αν κάποιο παιδί αργούσε να σμίξει με τα υπόλοιπα, τα άλλα το κέντριζαν περιπαιχτικά και ανάμεσα στα γέλια και στα σκωπτικά λεκτικά βέλη προς τον αργοπορημένο ακουγόταν συχνά η φράση: «Άργησες να φας το ντεκότο σου;»
Με το καλό ή με πίεση, με λαχτάρα, αδιαφορία ή με βαριά καρδιά εκ μέρους των παιδιών, το ντεκότο, υπήρξε βασικό έδεσμα για τα λιπόσαρκα συνήθως κορμάκια που βρίσκονταν σε κίνηση όλη την ημέρα. Με ελάχιστες ταπεινές πρώτες ύλες του τότε αγροτικού νοικοκυριού, περιέκλειε όλη την μητρική φροντίδα και αγάπη, σε ένα ποτήρι φρεσκότατου μείγματος που οι μητέρες πίστευαν ότι θωράκιζε τα παιδιά τους από αρρώστιες.
Και πράγματι. Τα έθρεφε και τα δυνάμωνε, τα κρατούσε όρθια και τα γέμιζε ενέργεια, αλλά αυτό που τα χαλύβδωνε περισσότερο από το καθετί, ήταν η ίδια η στοργή των μανάδων να προσφέρουν ό,τι καλύτερο είχε το σπιτικό τους στα μικρά τους, μόλις η καινούρια μέρα ξεκινούσε και μαζί με αυτήν η ελπίδα για τη διατήρηση της υγείας και της ευρωστίας τους, μιας και τα λιγοστά μέσα της εποχής δεν γνώριζαν από γιατρούς και γιατρικά του σήμερα.
Το ντεκότο, μέρος της μακραίωνης διατροφικής παράδοσης της Πάρου, παραμένει σήμερα μια γλυκιά ανάμνηση όχι τόσο χάρη στη ζάχαρη που περιείχε, αλλά χάρη στη γλυκιά φιγούρα της παριανής μητέρας που κάθε μέρα, όλες τις μέρες του χρόνου, έβαζε σε αυτό τη θαλπωρή της για τα μικρά αγγελούδια της παρά τις δυσκολίες και τα πενιχρά μέσα που η εποχή υπαγόρευε, παρά το βαρύ φορτίο της εξάντλησης των μανάδων από τον φόρτο των καθημερινών ασχολιών που επέβαλε η διατήρηση ενός αγροτόσπιτου σε καιρούς αλλοτινούς…