Ο θυμός είναι η συναισθηματική αντίδραση απέναντι σε «απειλητικές» καταστάσεις, όταν αισθανθούμε δηλαδή πως κάποιος προσπαθεί να μας μειώσει, να μας υποβιβάσει, να μας αδικήσει ή να μας πληγώσει. Μάλιστα, κάποιες φορές, η σκέψη και μόνο ότι κάποιος ενδέχεται να έχει κακή πρόθεση απέναντί μας είναι αρκετή, ώστε να νιώσουμε θυμό.
Ωστόσο, ο θυμός αποτελεί ένα φυσιολογικό, απόλυτα υγιές και ανθρώπινο συναίσθημα. Όταν εκφράζεται με το σωστό τρόπο, την κατάλληλη στιγμή, μπορεί να αποτελέσει το κίνητρο, που θα μας ωθήσει να αντιδράσουμε για να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας, την προσωπικότητά μας, την ακεραιότητά μας, να εξασφαλίσουμε τη διατήρηση των ατομικών μας ορίων και να διεκδικήσουμε την ικανοποίηση των προσωπικών μας αναγκών. Τελικά, ο θυμός είναι απαραίτητο συστατικό για την ίδια μας την επιβίωση, καθώς μας κινητοποιεί για την αντιμετώπιση των απειλών και την προάσπιση της σωματικής, συναισθηματικής και πνευματικής μας υπόστασης.
Άλλωστε, μαζί με τη χαρά, τη λύπη και το φόβο, ο θυμός συγκαταλέγεται ανάμεσα στα τέσσερα βασικά συναισθήματα. Ας μην ξεχνάμε, μάλιστα, ότι η ίδια η λέξη φανερώνει τη φυσιολογική διάσταση του συναισθήματος, καθώς στην αρχαία ελληνική γλώσσα «θυμός» σημαίνει «ψυχή». Επομένως, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι πρόκειται για ένα αρνητικό συναίσθημα που χαρακτηρίζει μόνο τους αδύναμους ανθρώπους και επομένως, δεν πρέπει να εκφράζεται ελεύθερα. Κάθε προσπάθεια καταστολής του, μπορεί να έχει τις ίδιες ή και χειρότερες συνέπειες από εκείνες της έντονης έκφρασής του.
Όταν ο θυμός ενεργοποιηθεί, μπορεί να πάρει διαφορετικές κατευθύνσεις. Μπορεί να θυμώσουμε με το πρόσωπο ή την κατάσταση που μας τον προκάλεσε (π.χ. με το άτομο που μας πρόσβαλε). Μπορεί, όμως, να στρέψουμε το θυμό μας και προς πρόσωπα που δε φέρουν κανένα μερίδιο ευθύνης (π.χ. ξεσπάμε απέναντι στο πρώτο άτομο που θα συναντήσουμε μπροστά μας). Άλλες φορές, ο θυμός μπορεί να στραφεί και προς τον ίδιο τον εαυτό μας, παίρνοντας τη μορφή των αυτοκατηγοριών και γεμίζοντάς μας με ενοχές (π.χ. επειδή χειριστήκαμε λάθος μια κατάσταση).
Το πώς διαχειριζόμαστε το θυμό εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες: το πρότυπο από τους γονείς και τη στάση της κοινωνίας. Ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς μας διαχειρίζονταν το δικό τους θυμό (π.χ. τον καταπίεζαν ή ήταν διαρκώς θυμωμένοι;) και το πώς αντιδρούσαν απέναντι στα δικά μας συναισθήματα (π.χ. τιμωρούσαν το θυμό μας ή επέτρεπαν την ελεύθερη έκφρασή του;), καθοδηγεί συχνά τη δική μας αντίδραση κι έτσι, είτε ακολουθούμε το πρότυπό τους, είτε το απορρίπτουμε και επιλέγουμε το αντίθετο άκρο. Επιπλέον, συχνά διαχειριζόμαστε το θυμό ανάλογα με το πώς περιμένει να τον διαχειριστούμε η κοινωνία μέσα στην οποία μεγαλώσαμε (π.χ. σε κάποια κοινωνία μπορεί ο θυμός να είναι κατακριτέος και να θεωρείται ελαττωματική συμπεριφορά).
Έτσι, με βάση τις καταβολές μας, κάποιοι μπορεί να εκδηλώσουμε ακραίες αντιδράσεις απέναντι στις απειλητικές καταστάσεις. Κάποιοι από εμάς δίνουμε την εντύπωση ότι δε θυμώνουμε καθόλου. Καταπιέζουμε το θυμό, είτε επειδή έχουμε μεγαλώσει με την αντίληψη πως πρόκειται για μια ανάρμοστη και μη αποδεκτή συναισθηματική αντίδραση, είτε επειδή φοβόμαστε πως μπορεί να απορριφθούμε εάν εκφράσουμε τις πραγματικές μας ανάγκες και διεκδικήσουμε τα όριά μας. Ο συσσωρευμένος, όμως, θυμός που χρειάζεται διέξοδο, κάποια στιγμή ξεσπά (π.χ. εκρήξεις οργής, ανάπτυξη ψυχοσωματικών προβλημάτων). Άλλοι πάλι βρισκόμαστε σε μια μόνιμη κατάσταση ευερεθιστότητας, καθώς έχουμε συνήθως πολύ αυστηρούς κανόνες και αρχές και ενοχλούμαστε εύκολα και συχνά σε κάθε τους παραβίαση.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο θυμός ενδέχεται να ξεφύγει από τον έλεγχό μας και να γίνει παθολογικός. Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει πως ο θυμός είναι μια έννοια μετρήσιμη και μπορεί κανείς να ορίσει με ακρίβεια πού και πότε ξεκινά η παρεκτροπή. Κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του όρια. Συνήθως, όμως, όταν καταπιέσουμε το θυμός μας ή όταν τον εκφράσουμε σε υπερβολικό βαθμό ή με λάθος τρόπο (ιδίως όταν αυτό συμβαίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα), μπορεί να επιφέρει σημαντικές αλλαγές σε πολλαπλά επίπεδα της καθημερινότητας, να μειώσει τη λειτουργικότητά μας και να επιβαρύνει την ποιότητα της ζωής μας εν γένει. Παραδείγματος χάριν, μπορεί να υπάρξουν συνέπειες σε σωματικό επίπεδο (π.χ. υψηλή αρτηριακή πίεση), συναισθηματικό (π.χ. μειωμένη διάθεση, ενοχές, ντροπή), διαπροσωπικό (π.χ. κοινωνικός αποκλεισμός και απόρριψη από τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο) και εργασιακό (π.χ. απόλυση).
Όταν, λοιπόν, αισθανθούμε ότι αδυνατούμε να διαχειριστούμε το θυμό μας (είτε καταπιέζοντάς τον είτε φτάνοντας σε ακραίες εκρήξεις οργής), ίσως θα ήταν σκόπιμο να προγραμματίσουμε κάποια συνάντηση με τον ειδικό. Ο ειδικός μας βοηθά να μάθουμε να ελέγχουμε και να διαχειριζόμαστε πιο αποτελεσματικά το θυμό, ώστε να τον εκφράζουμε με τρόπο θετικό, σεβόμενοι πρώτα τον εαυτό μας και στη συνέχεια, τους άλλους που βρίσκονται απέναντί μας. Μας βοηθά να εντοπίσουμε και να τροποποιήσουμε τα γνωστικά λάθη που μας οδηγούν σε ακραίες συναισθηματικές αντιδράσεις (π.χ. να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε τις καταστάσεις). Μας εκπαιδεύει στη διεκδικητική συμπεριφορά, με στόχο να αποφύγουμε τα δύο άκρα (την παθητικότητα και την επιθετικότητα) και μας μυεί σε τεχνικές χαλάρωσης, ιδιαίτερα χρήσιμες τη στιγμή της κρίσης, προκειμένου να μετριάσουμε τα έντονα συναισθήματα που στιγμιαία μας κατακλύζουν.
ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗ
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ, MSc
{plusone lang=el}
{plusone lang=el}