Ο σλαβικής καταγωγής Βάσος Μαυροβουνιώτης ήταν ένας από τους σηµαντικότερους Βαλκάνιους φιλέλληνες και µε το ξέσπασµα της Επανάστασης τέθηκε επικεφαλής ένοπλης οµάδας συγκροτηµένης από συγγενείς του, Μαυροβούνιους και Σέρβους, δραστηριοποιούµενος κυρίως αρχικά στην Εύβοια, όπου συµµετείχε σε τουλάχιστον δέκα µάχες κατά των Οθωµανών.
Πάλαι ποτέ ληστής, τυχοδιώκτης, µισθοφόρος και τρόφιµος φυλακών, το 1824 µετακινείται στην Υδρα προκειµένου να συµβάλει στην άµυνα του νησιού, κάτι που του αναγνωρίστηκε από τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη, ο οποίος τον προβίβασε σε στρατηγό. ∆ύο χρόνια αργότερα, σε ηλικία 36 ετών, θα βρεθεί στην Κέα, όπου θα συναντήσει µια εκθαµβωτική 16χρονη κοπέλα, την Ελένη, την οµορφιά της οποίας είχαν εξυµνήσει µεταξύ άλλων ο Γάλλος συγγραφέας Σατωβριάνδος και ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος. Η κορµοστασιά και η εξυπνάδα της Ελέγκως, όπως τη φώναζαν, θα τυφλώσουν από έρωτα τον οπλαρχηγό, που επιχειρεί να µιλήσει στους γονείς της. Εκείνοι όµως αντιδρούν, γιατί η νεαρή είναι ήδη παντρεµένη µε τον προεστό και πρόξενο της Γαλλίας Μιχαήλ-Τζώρτζη Πάγκαλο.
Αντιλαµβανόµενοι τις προθέσεις του, του ζητούν να φύγει. Εκείνος όµως την απάγει, τη µεταφέρει στο χωριό Αµµόλοχος της Ανδρου και την κλείνει στον πετρόκτιστο πύργο του ∆ηµήτριου Γιαννούλη, που ήταν φίλος του, βάζοντας µάλιστα φρουρούς στις εισόδους. Παράλληλα προσλαµβάνει µια παραδουλεύτρα από τον Βόλο για να τη φροντίζει και της στέλνει φαγητό µε ένα σκοινί από το παράθυρο. Θα µείνει εκεί κλεισµένη για πολλούς µήνες. Επιστρέφοντας από τις µάχες, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης ενηµερώνεται ότι ο σύζυγος της 16χρονης είχε πεθάνει, ενδεχοµένως και από τον καηµό του, και την παντρεύεται. Ως νόµιµη γυναίκα του πλέον την παίρνει µαζί στον Πειραιά, συνεχίζοντας την πολεµική του δράση.
Η Ελέγκω είναι πια συνέχεια στο πλευρό του, εκτελώντας χρέη πότε νοσοκόµας στο µέτωπο και πότε γραµµατέως, αφού ο άνδρας της δεν ήξερε ανάγνωση και γραφή. Τον βοηθάει στη λύση της πολιορκίας της Καρύστου και του κρατά την αλληλογραφία. Μετά την Επανάσταση, το σπίτι τους στη Σαλαµίνα, όπου εγκαθίστανται, θα αποτελέσει το επίκεντρο της αντιπολίτευσης κατά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ενώ όταν στέφθηκε βασιλιάς ο Οθων η οικογένεια Μαυροβουνιώτη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και η Ελένη έγινε µία από τις πιο φιλόξενες οικοδέσποινες της εποχής, διοργανώνοντας χορούς όπου έδινε το «παρών» όλη η αριστοκρατία. Ασχολούνταν µε την ιππασία και τη µουσική ενώ ντυνόταν µε ευρωπαϊκά φορέµατα.
Ο Βάσος, από την πλευρά του, προτιµούσε µέχρι το τέλος της ζωής του τις φουστανέλες. Για την ιστορία, ο γάµος τους διαλύθηκε το 1839 µε υπαιτιότητα της Ελένης, που πέθανε σε βαθιά γεράµατα αφήνοντας πολλούς απογόνους, δύο εκ των οποίων έγιναν επίσης σηµαντικοί ανώτεροι αξιωµατικοί του ελληνικού στρατού.
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
«Εγνοια σου, έχω και για σένα»
Η ζωή του Γεωργίου Καραϊσκάκη ήταν πολυκύµαντη. Αρχικά υπήρξε κλέφτης στα βουνά, µετά αρµατολός και στην Επανάσταση του 1821 στρατάρχης. Το επίθετό του ήταν Καραΐσκος, µε το οποίο άλλωστε και υπέγραφε, αλλά λόγω της ορφάνιας και της παραµέλησής του τον αποκαλούσαν µε το υποκοριστικό Καραϊσκάκι, δηλαδή το άτυχο Καραϊσκόπουλο. Η µητέρα του, µετά τον θάνατο του πατέρα του, πήρε την απόφαση να µονάσει, µε αποτέλεσµα ο ήρωας του ’21 να αποκαλείται και «ο γιος της καλογριάς».
Παντρεύεται τον πρώτο χρόνο του Αγώνα στα Γιάννενα την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, µε την οποία αποκτά δύο κόρες και έναν γιο. Στις µάχες όµως συνήθιζε να έχει µαζί του µια εκχριστιανισµένη Τουρκάλα, τη Μαριώ, την οποία έντυνε µε ανδρικά ρούχα και τη φώναζε «Ζαφείρη». Οπως αναφέρει ο ιστοριοδίφης Γιάννης Βλαχογιάννης στην εφηµερίδα «Εστία» του µακρινού 1917, «ήταν στρογγυλοπρόσωπη, µε µαύρα µάτια και µια κοτσίδα γύρω από το κόκκινο φέσι µε τη γαλάζια φούντα. Φορούσε άσπρες µπαµπακερές κάλτσες, άσπρο φλοκωτό σακάκι, φουστανέλα, στο σελάχι είχε δύο µπιστόλια και ένα γιαταγάνι και στο ένα χέρι κρατούσε ένα ελαφρό ντουφέκι.
Ο Καραϊσκάκης, αρρωστιάρης και µακριά από τους δικούς του, είχε ανάγκη από τη φροντίδα µιας γυναίκας». Οταν κάποια φορά η γυναίκα του, η Γκόλφω, δυσανασχέτησε µε τη γυναικεία παρουσία δίπλα του, ο αγωνιστής τής είπε µε νόηµα: «Εγνοια σου, µουρή, έχω και για σένα, µη µου χολιάζεις…».
ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ
Θύµα βεντέτας
Η αρχικαπετάνισσα Λασκαρίνα Μπουµπουλίνα, που µόλις πέρυσι της απονεµήθηκε από το υπουργείο Εθνικής Αµυνας ο τιµητικός τίτλος της υποναυάρχου, είχε άδοξο τέλος καθώς έπεσε θύµα οικογενειακής βεντέτας τον Μάιο του 1825, σε ηλικία 54 ετών. Ο µικρότερος γιος από τον πρώτο της γάµο ερωτεύτηκε την Ευγενία Κούτση, κόρη πάµπλουτης και ισχυρής οικογένειας από τις Σπέτσες.
Οι Κουτσαίοι δεν ήθελαν αυτόν τον γάµο επειδή η Μπουµπουλίνα είχε ξοδέψει όλη την τεράστια περιουσία της στον Αγώνα, µε αποτέλεσµα να µη διαθέτει πια οικονοµική επιφάνεια (κατά µία άλλη εκδοχή η κοπέλα ήταν ήδη λογοδοσµένη). Οι δύο νέοι όµως κλέφτηκαν και πήγαν στο σπίτι του πρώτου άνδρα της Μπουµπουλίνας, του ∆ηµητρίου Γιάννουζα. Στην οικία έσπευσε τόσο η ηρωίδα του 1821 όσο και η εξαγριωµένη οικογένεια των Κουτσαίων. Κατά τη διάρκεια έντονης λογοµαχίας, ο Ιωάννης Κούτσης τραβάει όπλο και πυροβολεί την αγωνίστρια. Η σφαίρα τη βρίσκει στο µέτωπο και σωριάζεται νεκρή στο έδαφος. Εδωσε αµέτρητες φορές γενναίες µάχες κατά των Τούρκων για να πεθάνει από ελληνικό χέρι για ήσσονος σηµασίας λόγο…