Ποιες οι κύριες πηγές ιωδίου;
Κύριες πηγές ιωδίου είναι τα θαλασσινά και τα ψάρια, τα οποία παίρνουν το ιώδιο τους από τη θάλασσα. Όσον αφορά στα φυτικά τρόφιμα, η περιεκτικότητα τους σε ιώδιο εξαρτάται από τα εδάφη στα οποία καλλιεργήθηκαν. Ορεινά εδάφη συνήθως είναι φτωχά σε ιώδιο Στα ζωικά τρόφιμα, η ύπαρξη του ιωδίου είναι ανάλογη της διατροφής του ζώου.
Τα τελευταία χρόνια για να αντιμετωπιστεί η μειωμένη πρόσληψη ιωδίου, κυρίως σε ορεινές περιοχές, εμπλουτίστηκε το μαγειρικό αλάτι με αυτό. Επομένως μια ακόμη καλή πηγή ιωδίου αποτελεί το αλάτι. Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή όμως στην κατανάλωση του, γιατί αυξημένη κατανάλωση αλατιού μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα υγείας, όπως η υπέρταση.
Ποιες οι παθήσεις του θυρεοειδούς;
Οι πιο συχνά εμφανιζόμενες παθήσεις του θυρεοειδούς είναι ο υπερθυρεοειδισμός και ο υποθυρεοειδισμός. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε υπερλειτουργία του θυρεοειδούς με υπερέκκριση ορμονών του θυρεοειδή και στη δεύτερη υπολειτουργία με μειωμένη έκκριση ορμονών.
Ποια τα συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού;
Στην περίπτωση του υπερθυρεοειδισμού τα συμπτώματα που σχετίζονται με τη διατροφή είναι:
Αύξηση του βασικού μεταβολισμού
Η αύξηση του βασικού μεταβολισμού έχει σαν αποτέλεσμα να παρατηρείται απώλεια βάρους ακόμα και αν ο πάσχων καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής. Επομένως διατροφικά θα πρέπει να προστατευθεί ο ασθενής από την απώλεια βάρους, καταναλώνοντας μεγαλύτερες ποσότητες τροφής ημερησίως, ώστε να παίρνει την απαραίτητη ενέργεια για να διατηρήσει το βάρος του σταθερό.
Οστεοπόρωση
Σημαντική είναι η κάλυψη των αυξημένων αναγκών του σε ασβέστιο καταναλώνοντας αυξημένες ποσότητες γαλακτοκομικών μέσα στην ημέρα (τουλάχιστον 2-3 μερίδες ημερησίως) αλλά και η λήψη συμπληρωμάτων ασβεστίου, αν ο γιατρός του το κρίνει απαραίτητο.
Διάρροια
Τέλος θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην αντιμετώπιση της διάρροιας αλλά και των συμπτωμάτων της. Έτσι θα πρέπει να περιοριστεί η κατανάλωση αδιάλυτων φυτικών ινών (φρούτα και λαχανικά), η κατανάλωση διαλυτών φυτικών ινών (προϊόντα ολικής αλέσεως) να είναι επαρκής και να ενταχθεί στο ημερήσιο πρόγραμμα διατροφής η κατανάλωση προβιοτικών είτε μέσα από λειτουργικά τρόφιμα (π.χ. γιαούρτια, ροφήματα γιαουρτιού) είτε μέσω συμπληρωμάτων. Προσοχή πρέπει να δοθεί και στην αναπλήρωση των υγρών και των ηλεκτρολυτών (Νάτριο, Κάλιο Χλώριο) γιατί εξαιτίας της διάρροιας οι απώλειες τους είναι μεγάλες.
Ποια τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού;
Στην περίπτωση του υποθυρεοειδισμού τα συμπτώματα που σχετίζονται με τη διατροφή είναι
Μείωση του βασικού μεταβολισμού
Βασική μέριμνα είναι να εμποδιστεί η αύξηση του βάρους του ασθενή. Έτσι περιορίζεται η τροφή του, επομένως και η ενέργεια που προσλαμβάνει, μέσα στην ημέρα, έτσι ώστε το βάρος του να παραμείνει σταθερό. Σημαντική είναι και η άσκηση, ή οποία θα βοηθήσει στην κατανάλωση θερμίδων και στην διατήρηση σταθερού βάρους. Οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β, οι βιταμίνες Α, C και Ε, αλλά και ο ψευδάργυρος διαδραματίζουν κάποιο ρόλο σε συνθήκες υποθυρεοειδισμού. Πράγμα που σημαίνει ότι είναι πολύ σημαντικό να διατηρούμε ισορροπημένη διατροφή.
Δυσκοιλιότητα
Σε περίπτωση εμφάνισης δυσκοιλιότητας θα πρέπει να αυξηθεί η κατανάλωση αδιάλυτων φυτικών ινών (φρούτα και λαχανικά), η κατανάλωση διαλυτών φυτικών ινών (προϊόντα ολικής αλέσεως) να είναι επαρκής, όπως επαρκής πρέπει να είναι και η κατανάλωση υγρών, και να ενταχθεί στο ημερήσιο πρόγραμμα διατροφής η κατανάλωση προβιοτικών. Τέλος υπάρχουν τρόφιμα όπως το λάχανο, τα λαχανάκια Βρυξελλών, οι πατάτες, τα φιστίκια, και η σόγια που περιέχουν ενώσεις που προκαλούν δυσαπορρόφηση του ιωδίου και καλό θα ήταν να μην συνοδεύουν τρόφιμα πλούσια σε ιώδιο. Βέβαια οι ενώσεις αυτές καταστρέφονται σε υψηλή θερμοκρασία (μαγείρεμα)
Υποθυρεοειδισμός και παχυσαρκία
Ο υποθυρεοειδισμός είναι η παθολογική εκείνη κατάσταση, κατά την οποία ο θυρεοειδής υπολειτουργεί, με αποτέλεσμα την απορρύθμιση των μεταβολικών διεργασιών του οργανισμού. Περίπου 2-3% του πληθυσμού έχει υποθυρεοειδισμό, ενώ ακόμη 10% του πληθυσμού έχει υποκλινικό υποθυρεοειδισμό. Η άποψη ότι κάποιο άτομο έχει υπερβάλλον βάρος, λόγω διαγνωσμένου υποθυρεοειδισμού, είναι λανθασμένη. Εφόσον διαγνωσθούν, οι ασθενείς παρουσιάζουν κλινική βελτίωση δύο βδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας.
Μάλιστα, όταν οι τιμές των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα επανέλθουν σε φυσιολογικά επίπεδα, η ικανότητα του ασθενούς να μειώνει ή να αυξάνει το βάρος του δεν διαφέρει με αυτή ενός ατόμου με φυσιολογική θυρεοειδική λειτουργία. Συγκεκριμένα θρεπτικά συστατικά έχουν μελετηθεί με σκοπό να διερευνηθεί το κατά πόσο μπορούν να βελτιώσουν ή να επιβαρύνουν την κατάσταση.