Στη λαογραφική παράδοση ωστόσο, η Καθαρά Δευτέρα ήταν κυριολεκτικά η μέρα καθαρίσματος των οικιακών σκευών από τις νοικοκυρές, μετά το μεγάλο φαγοπότι των Αποκριών. Στην εκδοχή αυτή συντείνει και η λέξη Κούλουμα η οποία προέρχεται από τη λατινική λέξη culumus που σημαίνει αφθονία.
Όποια όμως εκδοχή κι αν διαλέξουμε, τη λαογραφική ή την συμβολική, μετά τα ξέφρενα γλέντια των Αποκριών και τα άφθονα φαγοπότια, η Καθαρά Δευτέρα ήταν ορόσημο του τέλους της καλοφαγίας, της προετοιμασίας, της νηστείας και της περισυλλογής για την υποδοχή της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Κυρίου.
Συνεπώς νηστίσιμα εδέσματα γέμιζαν το τραπέζι της ημέρας με τη λαγάνα να αποτελεί τον άρτο της. Ωστόσο η ιστορία του άζυμου αυτού άρτου με το πεπλατυσμένο σχήμα ανάγεται στην αρχαιοελληνική παράδοση. Ο Αριστοφάνης στις «Εκκλησιάζουσες» γράφει «λαγάνα πέττεται» που σημαίνει «λαγάνα γίνεται» ενώ ο Λατίνος Οράτιος το αναφέρει ως γλύκισμα των φτωχών.
Ιδιαίτερο έθιμο της ημέρας είναι και το πέταγμα του χαρταετού. Το έθιμο αν και έχει Ανατολικές καταβολές και μάλιστα από την Κίνα, στην Ελλάδα εμφανίζεται περίπου το 400 π.Χ. Όπως και η λαγάνα εντάσσεται στην χριστιανική παράδοση και συμβολίζει την ανύψωση του ανθρώπινου πνεύματος στον ουρανό κατά την έναρξη της Σαρακοστής, την ανάβαση της ανθρώπινης ψυχής μέχρι τα ουράνια για να συναντήσει νοερά τον Θεό.
Και οι δύο εθιμικές συνήθειες της Καθαράς Δευτέρας, λαγάνα και χαρταετός, είναι ριζωμένες στην Ελληνική παράδοση εδώ και πολλούς αιώνες και πέρασαν από την αρχαιότητα και την πρώιμη χριστιανική περίοδο φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας, ενώ συνεχίζουν να τηρούνται ευλαβικά από τους περισσότερους.