Πολλοί από τους διακινητές των διαδικτυακών ψευδών ειδήσεων σχετικά με την πανδημία, το κάνουν επειδή δεν εμπιστεύονται τους μεγάλους θεσμούς: την κυβέρνηση, τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Η Τζόαν Ντόνοβαν, διευθύντρια ερευνών στο Κέντρο Shorenstein για τα ΜΜΕ, την πολιτική και τη δημόσια πολιτική στο Χάρβαρντ, ήταν από τους πρώτους ερευνητές που προέβλεψε ότι η ιατρική παραπληροφόρηση θα ανατρέψει τον αγώνα κατά της COVID. Είδε επίσης την ξενοφοβία που σχετίζεται με την πανδημία σε μια εκπομπή της alt-right στο YouTube, εβδομάδες πριν να την αποκαλέσει «ιό της Κίνας» ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Στις 8:30 π.μ. της 6ης Ιανουαρίου 2021- την ημέρα που οι ταραξίες εισέβαλαν στο Καπιτώλιο– η Ντόνοβαν έγραψε στο Twitter ότι «σήμερα θα γίνουμε μάρτυρες της πλήρους απομάκρυνσης του κινήματος MAGA από την αντιπροσωπευτική πολιτική».
Σήμερα, η ερευνήτρια προειδοποιεί ότι εάν το Facebook, το Twitter, το YouTube και άλλες εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης δεν αλλάξουν τους αλγορίθμους τους, οι ψευδείς ειδήσεις που διαδίδονται στο διαδίκτυο, θα μπορούσαν να επικρατήσουν τους επόμενους μήνες και να απειλήσουν τον εθνικό διάλογο γύρω από την ανάκαμψη από την πανδημία, την κλιματική αλλαγή και τη φυλετική ανισότητα.
«Οι εταιρείες τεχνολογίας έχουν δημιουργήσει ένα σύστημα στο οποίο οι άνθρωποι διαδίδουν την παραπληροφόρηση τόσο γρήγορα και τόσο μακριά, με τόσο υψηλές ταχύτητες, που η καταπολέμησή της είναι σαν να φέρνεις μια μάνικα σε ένα κτίριο 30 ορόφων που καίγεται», εξηγεί η Ντόνοβαν σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Boston Globe. «Χρειαζόμαστε επικαιροποιημένους κανονισμούς που να διασφαλίζουν την προστασία του δημόσιου συμφέροντος».
Πρόσφατα, η Ντόνοβαν ανακάλυψε βίντεο στο YouTube που αμφισβητούσαν την ύπαρξη του κορονοϊού, αποσπάσματα από συνεντεύξεις ανθρώπων που αμφισβητούσαν την κριτική θεωρία της φυλής – η οποία υποστηρίζει ότι ο ρατσισμός είναι ενσωματωμένος στους νόμους και τις πολιτικές – καθώς και πλάνα από περιστατικά ρατσιστικής βίας από διάφορες διαδηλώσεις.
Η Ντόνοβαν επέλεξε ένα κλιπ του κωμικού Ράσελ Μπραντ που αναφέρεται στη «Μεγάλη Επαναφορά» (The Great Reset), έναν όρο που χρησιμοποιούν ακροδεξιές ομάδες για να ισχυριστούν ότι δισεκατομμυριούχοι και άλλοι ηγέτες χρησιμοποιούν την πανδημία, την κλιματική αλλαγή και την ιδιωτική φιλανθρωπία, για να επαναπροσδιορίσουν τον κόσμο προς όφελός τους.
Ο όρος αυτός προέκυψε το 2020 σε μια συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας. Η Ντόνοβαν εντόπισε αναφορές στον όρο και στο 4chan, έναν ανώνυμο ιστότοπο ανταλλαγής μηνυμάτων, γνωστό εν μέρει για τις θεωρίες συνωμοσίας που φιλοξενεί.
«Πάντα επιστρέφουν σε αυτά τα πολύ παλιά αντισημιτικά σενάρια σχετικά με τους Εβραίους που ελέγχουν τον κόσμο, ή αυτό που μπορεί να αποκαλούν “βαθύ κράτος” ή “Νέα Τάξη Πραγμάτων», λέει η Ντόνοβαν.
Σύμφωνα με την ερευνήτρια, αυτές οι θεωρίες εμφανίστηκαν σε πρόσφατες διαμαρτυρίες στην Καλιφόρνια, όπου μερικοί άνθρωποι συγκεντρώθηκαν για να διαδηλώσουν κατά της μάσκας, συγκρίνοντας τη με τους Ναζί που ανάγκαζαν τους Εβραίους να φορούν κίτρινα αστέρια.
Στο εργαστήριο της Ντόνοβαν, μια ομάδα από 20 ερευνητές αναλύει τις σημαντικότερες εκστρατείες παραπληροφόρησης της εποχής. Η ομάδα παρακολουθεί αναρτήσεις στο YouTube, τα διαδικτυακά φόρουμ και τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό τον καιρό, η ερευνήτρια και η ομάδα της παρακολουθούν την αύξηση των διαδηλώσεων με τίτλο «κάψτε τη μάσκα», καθώς ορισμένοι πιστεύουν ότι οι μάσκες προκαλούν βακτηριακή πνευμονία.
«Οι πιο ολέθριες μορφές παραπληροφόρησης έχουν συνήθως ένα επακόλουθο αποτέλεσμα, όπου οι άνθρωποι αλλάζουν τη συμπεριφορά τους», είπε, «και ορισμένες εκστρατείες μπορεί να οδηγήσουν σε βία».
Για την επιβράδυνση της εξάπλωσης των ψευδών ειδήσεων, η Ντόνοβαν προτείνει ορισμένες λύσεις. Οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα πρέπει να προσλάβουν ειδικούς για να επιβλέπουν το περιεχόμενο στις ροές ειδήσεων.
Το ενδιαφέρον της Ντόνοβαν για τη μελέτη εξτρεμιστικών ομάδων ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ως έφηβη είχε εμπλακεί στην underground ροκ σκηνή της Μασαχουσέτης. Σε αυτή την υποκουλτούρα υπήρχαν και νεοναζί, ρατσιστές και skinheads, όπως είπε. Για να παραμείνει ασφαλής, έπρεπε να μάθει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι επικοινωνούσαν, για να ξεχωρίζει τους εξτρεμιστές από τους υπόλοιπους. Για παράδειγμα, οι skinheads που φορούσαν λευκά κορδόνια στα Doc Martens τους ήταν ρατσιστές, ενώ εκείνοι που φορούσαν κόκκινα, δεν ήταν.
«Έπρεπε να γνωρίζεις την υποκουλτούρα για να αποκωδικοποιήσεις τι συνέβαινε», εξηγεί η Ντόνοβαν.
Η πορεία της προς τον ακαδημαϊκό χώρο δεν ήταν γραμμική. Ξεκίνησε το 1997 στο Πανεπιστήμιο Northeastern και αποφοίτησε το 2006 με πτυχίο κοινωνιολογίας από το Πανεπιστήμιο Concordia, ενώ ενδιάμεσα έκανε ένα πέρασμα από ένα punk-rock συγκρότημα. Πήρε το διδακτορικό της το 2015 το οποίο ήταν πάνω στο κίνημα Occupy. Η πρώιμη έρευνά της επικεντρώθηκε στην κοσμοθεωρία των λευκών ρατσιστών.
Η ερευνά της σχετικά με τον τρόπο «ανίχνευσης, τεκμηρίωσης και διάψευσης» της παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο, την έχει οδηγήσει στους διαδρόμους του Κογκρέσου και στις αίθουσες συνεδριάσεων των γιγάντων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μάλιστα, ο Κρεγκ Νιούμαρκ, ο ιδρυτής του Craigslist, έδωσε πρόσφατα στο Harvard Kennedy School, 5 εκατομμύρια δολάρια για να υποστηρίξει την έρευνα της Ντόνοβαν.
Σήμερα, η Ντόνοβαν συμβουλεύει τους νομοθέτες πώς να πατάξουν την παραπληροφόρηση. Τον Ιανουάριο του 2020, κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής Ενέργειας και Εμπορίου της Βουλής των Αντιπροσώπων, προτρέποντας τους πολιτικούς να περιορίσουν τη διάδοση των Deep Fake βίντεο, των εκστρατειών παραποιημένης προπαγάνδας και άλλων μορφών διαδικτυακής απάτης.
Λίγο μετά τις εκλογές του 2020, βρέθηκε ενώπιον της Επιτροπής Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων όπου δήλωσε ότι πλατφόρμες όπως το Facebook και το Twitter, θα πρέπει να επικαιροποιήσουν τους αλγόριθμούς τους ώστε να προωθούν πιο έγκαιρη, τοπική και ακριβή δημοσιογραφία.
Τον Δεκέμβριο του 2020, πέντε νομοθέτες του Κογκρέσου έγραψαν στον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και του ζήτησαν να διορίσει την Ντόνοβαν στην ειδική ομάδα για την πανδημία της COVID-19. «Σας προτρέπουμε να προσθέσετε ένα μέλος στην ειδική ομάδα που έχει βαθιά κατανόηση της παραπληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένων των αιτιών της, των παραγόντων που την επιδεινώνουν και των τρόπων καταπολέμησής της», ανέφεραν. Τελικά όμως, ο Μπάιντεν δεν την επέλεξε.
Υπάρχουν ορισμένοι ερευνητές που πιστεύουν ότι το έργο της Ντόνοβαν δεν αντιμετωπίζει το πραγματικό ζήτημα. Ο Γιοτσάι Μπένκλερ, καθηγητής στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, δημοσίευσε μια έρευνα σχετικά με τις εκλογές του 2020, σύμφωνα με την οποία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως το Fox News, ευθύνονται περισσότερο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τη διάδοση της παραπληροφόρησης. Σε αυτή την κριτική, η Ντόνοβαν απάντησε ότι «η παραπληροφόρηση σε ευρεία κλίμακα αποτελεί πρόβλημα σε όλες τις μορφές μέσων ενημέρωσης και δεν είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από τα άλλα κανάλια».
Τελικά, η Ντόνοβαν πιστεύει ότι η πανδημία δείχνει πως οι εταιρείες κοινωνικών μέσων, οι δημοσιογράφοι, οι πολίτες και οι κυβερνήσεις, θα πρέπει να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν στο διαδίκτυο.
Οι εταιρείες θα πρέπει να επικεντρωθούν λιγότερο στην κατάρριψη κάθε ιατρικού μύθου και αντ’ αυτού να δημιουργήσουν πρωτόκολλα για να αποφασίζουν ποιες εκστρατείες παραπληροφόρησης «φτάνουν σε σημείο καμπής» και πρέπει να αντιμετωπιστούν. Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να είναι προσεκτικοί στην ανάλυση της παραπληροφόρησης και να μην την αναφέρουν λανθασμένα ως είδηση. Οι πολιτικοί θα πρέπει να απαιτήσουν οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να ρυθμίζονται πιο αυστηρά, όπως οι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί.
«Θα πρέπει να έχουμε ένα Διαδίκτυο που να υποστηρίζει τη δημοκρατία», είπε.