Ο Pulitzer βρέθηκε στις ΗΠΑ σαν μετανάστης το 1864, παρότι όταν έφτασε στο λιμάνι της Βοστώνης δεν μιλούσε καν αγγλικά. Υπηρέτησε στον Αμερικάνικο Εμφύλιο με τους Βόρειους και απολύθηκε τιμητικά το 1865. Έπειτα, εγκαταστάθηκε στο St. Louis, όπου έφτασε απένταρος και για να κερδίσει το εισιτήριό του μέχρι εκεί από την Νέα Υόρκη, αναγκάστηκε να φτυαρίζει κάρβουνα στο ατμόπλοιο που τον μετέφερε, μαζί με άλλους επιβάτες. Έκανε αρκετές δουλειές προκειμένου να επιβιώσει: έγινε ναύτης, οδηγός, σερβιτόρος και νεκροθάφτης κατά την επιδημία χολέρας το 1866.
Η τελευταία δεν ήταν όμως η χειρότερη δουλειά που έκανε - ο τίτλος ανήκει στην εργασιακή του εμπειρία σαν φροντιστής μουλαριών στους στρατώνες Jefferson. Το σημείο που άλλαξε την ζωή του ήταν η πρόσληψη στην εταιρεία Atlantic and Pacific Railroad: Έπρεπε να ταξιδέψει με άλογο όλο το Missouri και να καταγράψει τα δικαιώματα γης. Αυτό τον βοήθησε να μάθει καλύτερα αγγλικά, να μελετήσει τον νόμο και να περνά όλο και περισσότερο χρόνο στην Εμπορική Βιβλιοθήκη του St. Louis. Κάπως έτσι, ξεκίνησε να εργάζεται για την γερμανόφωνη καθημερινή εφημερίδα Westliche Post. Παράλληλα, έγινε μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (θα τους εγκατέλειπε αργότερα για τους Δημοκρατικούς) και εκλέχθηκε μάλιστα στο Πολιτειακό Νομοθετικό Σώμα του Missouri, το 1869. Η εκδοτική του δραστηριότητα αρχίζει 9 χρόνια αργότερα, όταν και αγόρασε δύο εφημερίδες ημερήσιας κυκλοφορίας της πόλης, την St. Louis Post και την St. Louis Dispatch, τις οποίες συγχώνευσε στην St. Louis Post-Dispatch. Μέχρι και σήμερα (το πρώτο της φύλλο εκδόθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1878) είναι η καθημερινή εφημερίδα του St. Louis, με πωλήσεις που αγγίζουν τα 100.000 φύλλα ανά εικοσιτετράωρο.
Μέσω της δημοσιογραφίας και του πάθους του γι' αυτήν ο Pulitzer δεν λογάριαζε τίποτα: Ήθελε να υπηρετήσει την αλήθεια, γι' αυτό και έφερνε στην δημοσιότητα σκάνδαλα με φοροφυγάδες, τζογαδόρους και τραπεζίτες, ακόμη και για τοπικούς άρχοντες. Η κυκλοφορία της εφημερίδας του εκτοξεύτηκε. Εκτός από χρήματα, απέκτησε πλέον και πολλούς εχθρούς. Τα πρώτα ωστόσο τον βοήθησαν να αγοράσει (το 1883) την νεοϋορκέζικη New York World, που η πραγματικότητα ήταν ότι δεν τα πήγαινε και πολύ καλά - μέχρι τότε σημείωνε ζημίες $40.000/ έτος. Μετακόμισε στην Νέα Υόρκη, αλλά παράλληλα διατηρούσε και την εφημερίδα του St. Louis. Η θεματολογία της World διαφοροποιήθηκε, παραμένοντας ωστόσο πάντοτε πιστή στο τρίπτυχο Ακρίβεια- Λακωνικότητα- Ακρίβεια, με ερευνητική δημοσιογραφία, καταγγελτικό ρεπορτάζ και ιστορίες περίεργες και καθημερινές αλλά και σκάνδαλα.
Απέναντί του όμως, είχε ισχυρότερους αντιπάλους από εκείνους στο St. Louis. Σημαντικότερος εκ των οποίων, ο William Randolph Hearst, εκδότης της New York Sun, που τον καλωσόρισε μάλιστα στο Μεγάλο Μήλο εντύπως: "Ο Εβραίος που εγκατέλειψε τη θρησκεία του" ήταν ένας από τους τίτλους της εποχής, καθώς ο Pulitzer ήταν Εβραίος και η μητέρα του Ρωμαιοκαθολική. Ο πόλεμος μεταξύ των δύο κορυφώθηκε, ειδικά κατά την περίοδο του Ισπανο-Αμερικανικού Πολέμου, με αποστολές -όχι πάντα καθαρά δημοσιογραφικές- στην Κούβα και πολλές φτιαχτές ιστορίες.
Η κίτρινη δημοσιογραφία
Αν και είχαν αρκετά σοβαρά ρεπορτάζ, η αντιπαλότητα των δύο εφημερίδων -των εκδοτών τους δηλαδή- οδήγησε την κοινή γνώμη να τις χαρακτηρίσει σκανδαλοθηρικές. Το στυλ της δημοσιογραφίας που χρησιμοποιούσαν, σήμερα μπορεί και να χαρακτηριζόταν κίτρινο. Δεν ήταν το ίδιο ακριβώς, αλλά αποτέλεσε την αρχή. Ο Pulitzer πάντως, μετά από αρκετά χρόνια διαμάχης αντιλήφθηκε ότι όλο αυτό ήταν μάταιο και σε συνδυασμό με τα προβλήματα υγείας του έκανε μερικά βήματα πίσω.
Μερικά από τα σημαντικότερα πράγματα που είχε πει ο Pulitzer:
- Οι εφημερίδες δεν πρέπει να έχουν φίλους. Η δημοκρατία μας και ο Τύπος της πάντα θα ανεβαίνουν ή θα πέφτουν μαζί.
- Ενδιαφέρομαι βαθύτατα για την πρόοδο και την άνοδο της δημοσιογραφίας, αφού πέρασα τη ζωή μου σε αυτό το επάγγελμα, θεωρώντας το ως ένα ευγενές επάγγελμα, με απαράμιλλη σημασία και επιρροή για τα μυαλά και την ηθική του λαού.
- Αυτό που χρειάζεται μια εφημερίδα στις ειδήσεις της, στα πρωτοσέλιδά της, στα κείμενά της, είναι η αίσθηση του χιούμορ, η περιγραφική δεινότητα, η σάτιρα, η πρωτοτυπία, το καλό λογοτεχνικό ύφος, η έξυπνη συμπύκνωση και η ακρίβεια, η ακρίβεια, η ακρίβεια.
- Η δύναμη της διαμόρφωσης της δημοκρατίας του μέλλοντος βρίσκεται στα χέρια των δημοσιογράφων των επόμενων γενεών.
Το βραβείο Pulitzer
Μία από τις σημαντικότερες κληρονομιές -κυριολεκτικά και μεταφορικά- που άφησε πίσω του ο Pulitzer ήταν το δημοσιογραφικό βραβείο που φέρει το όνομά του. Θεσπίστηκε μετά από δωρεά μετά θάνατον του Pulitzer στο πανεπιστήμιο Columbia, σύμφωνα με την διαθήκη του.
Η πρώτη απονομή έγινε στις 4 Ιουνίου 1917 (πλέον γίνεται κάθε Απρίλιο) και περιλαμβάνει 8 διαφορετικές κατηγορίες, μεταξύ άλλων αυτό του καλύτερου ρεπορτάζ, της καλύτερης φωτογραφίας και του κορυφαίου άρθρου. Το βραβείο Pulitzer θεωρείται η ύψιστη τιμή στην έντυπη δημοσιογραφία, αλλά τιμά επίσης και λογοτεχνικά επιτεύγματα και μουσικές συνθέσεις, ενώ δεν είναι λίγες οι πολύ δυνατές εικόνες που έχουν μείνει ανεξίτηλες στις μνήμες των ανθρώπων και έχουν κερδίσει την εν λόγω διάκριση, κερδίζοντας έτσι και μια επίσημη θέση στην δημοσιογραφική ιστορία.
Οι άγνωστες πτυχές
Tα προβλήματα όρασης του Pulitzer ήταν γνωστά, αλλά σε ηλικία μόλις 40 ετών αυτά έγιναν εντονότερα, με αποτέλεσμα την πλήρη τύφλωσή του αργότερα, κάτι που του δημιούργησε και ψυχολογικά προβλήματα. Ένα άλλο πρόβλημα του Pulitzer ήταν η ευαισθησία στον ήχο - εκτιμούσε πάρα πολύ την ηρεμία και την ησυχία, τόσο που είχε ηχομονώσει το δωμάτιό του, το σκάφος του, το εξοχικό του. Το τελευταίο μάλιστα που βρισκόταν στο Bar Harbor του Maine είχε ονομαστεί πύργος της σιωπής.
Ο Pulitzer είχε επίσης εμμονή με τον αριθμό 10: Γεννήθηκε στις 10 Απριλίου, απέκτησε τον έλεγχο των εφημερίδων Saint Louis Post Dispatch και New York World στις 10 του μήνα και συχνά αρνούνταν να κάνει σημαντικά πράγματα μέχρι τη 10η ημέρα οποιουδήποτε μήνα. Τέλος, ήταν φανατικός συλλέκτης έργων τέχνης, ακόμη και όταν μετά την ολική τύφλωσή του δεν μπορούσε να τα δει. Ο εγγονός του Joseph Pulitzer III διατήρησε και επέκτεινε τη συλλογή του παππού του, μέχρι να πάει να τον συναντήσει, το 1993.