Ωστόσο, πέρα από τη γλωσσική του υπόσταση, το ταπεινό αυτό λαχανικό φαίνεται να αποκτά ολοένα και πιο περίπλοκο ρόλο στην καθημερινότητα των Ελλήνων, καθώς από βασικό διατροφικό είδος τείνει να μετατραπεί σε προϊόν πολυτελείας.
Το ζήτημα ξεκινά με την διαρκή άνοδο της τιμής της πατάτας, που δεν πλήττει μόνο το μέσο νοικοκυριό, αλλά ιδιαίτερα τα χαμηλά εισοδήματα.
Ενώ παλαιότερα με 5 ευρώ μπορούσε κανείς να αγοράσει 6 κιλά πατάτες από τη λαϊκή αγορά, σήμερα το ίδιο ποσό αντιστοιχεί μόλις σε 5 κιλά.
Αυτή η ανατροπή στην αγοραστική δύναμη συνδέεται άμεσα με την ολοένα και μικρότερη εγχώρια παραγωγή, η οποία περιορίζει την προσφορά και οδηγεί σε αύξηση των εισαγωγών από χώρες όπως η Κύπρος και η Αίγυπτος.
Τα στοιχεία της Eurostat καταδεικνύουν τη σοβαρότητα της κατάστασης: η καλλιέργεια πατάτας στην Ελλάδα έχει μειωθεί δραματικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Από τις εκτάσεις που κάποτε κάλυπταν 20.260 εκτάρια το 2000 και έφτασαν την κορύφωση των 36.150 εκταρίων το 2006, σήμερα πλησιάζουν επικίνδυνα τα 10.000 εκτάρια.
Το 2023, η καλλιεργούμενη έκταση πατάτας ήταν μόλις 12.040 εκτάρια, και το 2024 αναμένεται να φτάσει τα 12.700 εκτάρια.
Αυτή η μείωση οδηγεί, φυσικά, σε αύξηση των τιμών, με τη λιανική τιμή να είναι πλέον 55,51% υψηλότερη σε σχέση με το 2015.
Αιτίες αυτής της πτώσης; Πρώτα από όλα, το υψηλό κόστος λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων.
Επιπλέον, το υψηλό ενεργειακό κόστος, οι ακριβοί σπόροι και η κλιματική αλλαγή, που έχει μειώσει τις βροχοπτώσεις και το διαθέσιμο νερό, επιδεινώνουν περαιτέρω την κατάσταση.
Τρίτον, η λειψυδρία πλήττει εφέτος τις περιοχές του Νευροκοπίου και της Νάξου, των οποίων οι πατάτες είναι αναγνωρισμένες ως προϊόντα προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης στην ΕΕ.