Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 800 ατόμων, ηλικίας 17 ετών και άνω το χρονικό διάστημα 27-30 Αυγούστου.
Οι 4 στους 10 Έλληνες δεν έκαναν διακοπές
Το καλοκαίρι του 2024, το 61% των Ελλήνων πήγε διακοπές, με τoν αριθμό όμως των ημερών διαμονής να διαφέρει, καθώς το 31% δήλωσε ότι έλειψε τον ίδιο αριθμό ημερών με το καλοκαίρι του 2023. Ωστόσο, το 39% απάντησε ότι δεν παραθέρισε, δηλαδή οι 4 στους δέκα.
Για να «διαβάσουμε» καλύτερα αυτούς τους αριθμούς, ο πρόεδρος του ομίλου MTC GROUP και επιστημονικός συνεργάτης της ΚΕΔΕ στα θέματα τουρισμού, Νότης Μαρτάκης, υπογραμμίζει από ποιά οπτική γωνιά θα δούμε τον τουρισμό, σαν ανάγκη ανθρώπινη ή σαν οικονομική δραστηριότητα; «Αν το δούμε από το σκέλος της ανάγκης, είναι ενθαρρυντικό, ότι κάποιοι άνθρωποι (61%) παρά τις δυσκολίες εκπλήρωσαν μια ανάγκη τους» καθώς όπως λέει τονίζει ο ίδιος, οι διακοπές πλέον είναι μια ανθρώπινη ανάγκη.
Από την πλευρά της οικονομικής δραστηριότητας, ο κ. Μαρτάκης θα περίμενε μάλιστα μεγαλύτερο το ποσοστό εκείνων που δεν πήγαν διακοπές, δεδομένων των οικονομικών συγκυριών.
Σύμφωνα με τον ίδιο ήταν απρόσμενο, πλην ενθαρρυντικό το γεγονός ότι το 14% έμεινε περισσότερες μέρες από πέρυσι. Ωστόσο, για τον ίδιο είναι έκπληξη ότι το ποσοστό όσων έμειναν περισσότερες μέρες ισοδυναμεί με εκείνο αυτών που απάντησαν ότι έμειναν λιγότερες. «Αυτό όντως είναι μια έκπληξη, γιατί εγώ περίμενα το ποσοστό όσων έμειναν λιγότερες μέρες να ήταν μεγαλύτερο» λέει.
Ωστόσο, για τον επίκουρο Καθηγητή του Τμήματος Τουριστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς Σωτήρης Βαρελάς, o οποίος ειδικεύεται στη στρατηγική επιχειρήσεων φιλοξενίας και τουριστικών οργανισμών, το 39% -που δεν πήγε διακοπές- είναι ένα πολύ ανησυχητικό στοιχείο. «Ειδικά αν δούμε και τα δεδομένα που ακόμα και σε περιόδους κρίσης είχαμε μια σταθερότητα και μια ισχνή άυξηση των επισκεπτών ημεδαπών πό το 2012 και μετά κτλ, τώρα δείχνει ότι η ελληνική οικογένεια έχει πραγματικά πιεστεί με άμεση και έμμεση φορολογία που δέχεται. Για πολλά χρόνια μπορεί ο Έλληνας με μια δεύτερη δραστηριότητα να έχει ένα δεύτερ εισόδημα και να μπορούσε να κάνει διακοπές, αλλά τώρα έχουν περιοριστεί αυτά. Αυτό θα το δούμε πιο έντονα».
Οι 6 στους 10 δεν είχαν χρήματα για διακοπές
Ο κυριότερος λόγος που το παραπάνω 39% δεν παραθέρισε φέτος ήταν η έλλειψη πόρων σε ποσοστό 63%, με ένα άλλο 37% να απαντάει ότι οι λόγοι ήταν άλλοι και όχι οικονομικοί.
Αν και ο κ. Βαρελάς τονίζει ότι πρέπει να περιμένουμε και τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καθώς και να δούμε την κίνηση στο σύνολο της χρονιάς, υπογραμμίζει την «ελαστικότητα» του τομέα του τουρισμού. «Έχει ευαισθησία στο εισόδημα, σε τιμές και σε κάθε εξωτερικό παράγοντα και αντιλαμβάνομαστε ότι έχει αυξηθεί το κόστος της ελληνικής οικογένειας και μια δραστηριότητα που δεν είναι από τις αναγκαίες, ένα κανονικό πολυτελές αγαθό είναι το πρώτο που μειώνεται και δείχνει και την εξέλιξη της οικονομίας, δείχνει τι να περιμένουμε» προειδοποιεί ο κ. Βαρελάς.
Ο Νότης Μαρτάκης εφιστά επίσης την προσοχή σε εκείνους που απαντούν ότι έμειναν περισσότερες μέρες από πέρυσι, 14%, καθώς αυτό δεν συνεπάγεται ότι ξόδεψε παραπάνω. «Άλλο μένω παραπάνω και πάω και παίρνω ένα σουβλάκι και το τρώω στο δωμάτιο και άλλο είναι μένω παραπάνω και ξοδεύω περισσότερα» λέει ο πρόεδρος του ομίλου MTC GROUP, υπενθυμίζοντας ότι η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη και γενικώς στην Ελλάδα έχει πέσει. Οι μόνοι που έχουν κάνει τεράστιους τζίρους είναι τα σούπερ μάρκετ» στα οποία καταφεύγουν οι Έλληνες παραθεριστές, σημειώνει.
Δεν διαφεύγει της προσοχής, ότι ένα 37% δεν πήγε διακοπές για λόγους που δεν σχετίζονται με την τσέπη. «Κοιτάξτε, σε μια χώρα που το 40% της οικονομικής δραστηριότητας κινείται κάτω από το τραπέζι, πολλά πράγματα ενώ φαίνονται περίεργα μπορεί να εξηγηθούν από αυτό» λέει ο κ. Μαρτάκης υπογραμμίζοντας ότι οι οικονομικοί λόγοι κάπως αμβλύνονται, αν δει κανείς ότι το 37% του 39% που δεν παραθέρισε, έμεινε πίσω για μη οικονομικούς λόγους.
Το 81% “ψήφισε” Ελλάδα
Το συντριπτικό ποσοστό των Ελλήνων παραθεριστών (81%) προτίμησε προορισμούς της πατρίδας του, ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό (15%) κατέφερε να ταξιδέψει σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Έκπληξη εδώ, αποτελεί ότι το 15% ταξίδεψε τόσο σε Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, που σύμφωνα με τον κ. Μαρτάκη δεν είναι καθόλου μικρό ποσοστό. «Σημαίνει ότι κάποιοι πήγαν έξω και πήγαν στην Ελλάδα το καλοκαίρι για διακοπές, ή πήγαν τον Ιούνιο στο εξωτερικό για ψώνια και πήγαν τον Αύγουστο σε ένα νησάκι».
Ο κ. Βαρελάς αποδίδει αυτή διπλή επιλογή αρκετών Ελλήνων στο γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις ένα ταξίδι στο εξωτερικό μπορεί να είναι πιο φθηνό από ένα ταξίδι στην Ελλάδα.
«Κάποιοι Έλληνες με μικρές διανυχτερύσεις άντεχαν να κανουν διακοπές και στο εξωτερικό» λέει ο κ. Βαρελάς δίχως να θεωρεί το ποσοστό αυτό «ακραίο». «Δείχνει ότι υπάρχει μια ελίτ, έχει μειωθεί σε μεγάλο βαθμό η μεσαία τάξη στη χώρα και έχουμε αύξηση μιας ελίτ» λέει, προσθέτοντας επίσης ότι δείχνει «ότι υπάρχει μια αύξηση των κατηγοριών στην ανώτερη κλίμακα. Σε περίοδους κρίσης έχουμε μεγάλη αύξηση του ταξιδιού και των προορισμών. Άρα έχουμε μια μεγαλύτερη διεύρυνση των ανισοτήτων».
Μόνο ο 1 στους 4 πήγε σε ξενοδοχείο
Ίσως το πιο ανησυχητικό εύρημα -από οικονομικής πλευράς- είναι ότι μόνο το 26% πλήρωσε διαμονή σε ξενοδοχείο για να παραθερίσει. Σχεδόν οι μισοί Έλληνες (47%) κατέφυγαν σε σπίτια, εξοχικά – δικά τους ή οικείων προσώπων.
Σίγουρα είναι ένα εύρημα που πρέπει να προβληματίσει τον Έλληνα επιχειρηματία, αλλά και την πολιτεία σύμφωνα με τους ειδικούς. «Εδώ είναι το ζουμί» όπως λέει χαρακτηριστικά, ο κ. Μαρτάκης, καθώς καταδεικνύεται ο τουρισμός ως οικονομική δραστηριότητα, όχι ως ανθρώπινη ανάγκη.
«Επιστρέφουμε στη δεκαετία του 1980. Ο Έλληνας προτιμά να μείνει σε ένα σπίτι, να το μοιραστεί όπως κάναμε και προηγούμενες δεκαείτες, όταν υπάρχει μάλιστα αυτό το σπίτι, λέει ο κ. Βαρελάς. Ωστόσο, αυτό είναι πολύ ανησυχητικό για τον ίδιο. «Εντάξει, είμαστε εξαρτημένοι από τα διεθνή ταξίδια πάνω από 65-70% αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να απωλέσουμε τον Έλληνα επισκέπτη. Πλέον το ξενοδοχείο, και βλέπουμε ότι ακολουθεί και το Airbnb, αποτελεί προϊόν πολυτελείας». Ωστόσο, όπως εξηγεί, αυτό δεν οφείλεται τόσο στους ξενοδόχους ή τους ιδιοκτήτες Airbnb. «Όταν ο άλλος είναι όλη μέρα στο δωμάτιο και η κατανάλωση ενέργειας αυξάνει το κόστος του δωματίου και έχει όλη μερα τον κλιματισμό ανοιχτό, καταλαβαίνετε ότι ο ξενοδοχός αυξάνει τις τιμές. Στο Airbnb έχουμε δωμάτια που βάζουμε κέρματα για να λειτουργήσει ο κλιματισμός».
Ο κ. Μαρτάκης, όμως εστιάζει στο εξαιρετικά σημαντικό γεγονός ότι εξομοιώνεται η βραχυχρόνια μίσθωση με το ξενοδοχείο, καθώς η πρώτη δεν συνεισφέρει στην οικονομία, όπως το ξενοδοχείο. «Το γεγονός ότι έχω ένα εξοχικό κάπου, και το νοικιάζω δεν με αναγορεύει σε τουριστικό επαγγελματία. Επιπλέον, δεν παρέχει εγγυήσεις ποιότητας υπηρεσιών που είναι το βασικό ζητούμενο για την ποιότητα του ελληνικού τουρισμού και τρίτον, δεν παρέχει τις εγγυήσεις ασφάλειας οι οποίες επίσης είναι πάρα πολύ ψηλά στις προτιμήσεις των επισκεπτών» αναφέρει.
«Οι οικονομικοί λόγοι εμποδίζουν κάποιους ανθρώπους να κάνουνε διακοπές και ταυτόχρονα συμπιέζουν τη βιωσιμότητα των νομίμως λειτουργούντων επιχειρήσεων φιλοξενίας» καταλήγει ο κ. Μαρτάκης. «Όταν λέει κάποιος ότι πήγα διακοπές περισσότερες μέρες από πέρυσι, αν οι περισσότερες μέρες ήταν επειδή πήγες στον φίλο σου, στο εξοχικό του, από οικονομικής πλευράς είναι σαν να μην πήγες καθόλου» προσθέτει ο ίδιος υπογραμμίζοντας βέβαια, ότι πάντως ο κόσμος κατάφερε να καλύψει μια ανθρώπινη ανάγκη, δηλαδή να πάει κάπου διακοπές.
“Δεύτεροι” προορισμοί στο προσκήνιο – Μόνο 20% πήγε σε τουριστικό νησί
Έχοντας γυρίσει την πλάτη τους εμπορικοί προορισμοί στον Έλληνα τουρίστα, λόγω ακρίβειας, φαίνεται ότι ο τελευταίος βρήκε διεξόδους, καταφεύγοντας σε μη νησιωτικές τοποθεσίες (34%) ακόμα και στο βουνό (16%).
«Ο κόσμος φαίνεται ότι προτιμάει μη νησιωτικούς προορισμούς. Σε μια οικογένεια που μπορεί να μετακινηθεί με το αυτοκίνητο, το έξοδο της βενζίνης είναι το ίδιο, είτε είστε ένα άτομο είτε είστε πέντε. Ενώ αν πάρεις το καράβι και το αεροπλάνο είναι πιο ακριβό» λέει ο κ. Μαρτάκης.
Αν και ο ηπειρωτικός προορισμός έχει πολλά διόδια και μεγάλο κόστος βενζίνης, υπογραμμίζει ο ακαδημαϊκός στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, ωστόσο, λέει ότι ο μέσος Έλληνες αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να ελέγξει τα κόστη του πηγαίνοντας σε έναν ηπειρωτικό προορισμό.
«Είναι λογικό, το κόστος του μεταφορικού του εισιτηρίου μαζί με το αυτοκίνητό άγγιζε τα 400 ευρώ» συμπληρώνει ο Σωτήρης Βαρελάς. «Δηλαδή κάποιος έδινε το 1/3 του ταξιδιού του μόνο για την μεταφορά του στον προορισμό. Ο μέσος Έλληνας δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην αύξηση του κόστους».
Ο επίκουρος καθηγητής δίνει όμως και μια άλλη διάσταση, πέραν της οικονομικής, ότι δηλαδή ο Έλληνας επισκέπτης σιγά σιγά επιλέγει πιο “δεύτερους” προορισμούς. «Αυτό το βλέπουμε και σε διεθνές επίπεδο. Θέλουν οι ίδιοι να ανακαλύψουν το μέρος που θα πάνε. Να μην είναι το μέρος που θα πάνε μαζικό, αυτό που λέμε εμπορικό, και αυτό που θα δούμε αργότερα υπερτουρισμό, την κακή διαχείριση των ροών» λέει.
Οι 8 στους 10 βλέπουν πιο ακριβές φέτος τις διακοπές
Η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων -8 στους 10- θεωρεί ότι οι διακοπές έχουν ακριβύνει συγκριτικά με το 2023.
Ωστόσο, ο Νότης Μαρτάκης εξηγεί ότι οι Έλληνες θεωρούσαν ανέκαθεν το κόστος των διακοπών ακριβό λόγω κουλτούρας, που συνίσταται πρώτον, στο γεγονός ότι αποφασίζουν τελευταία στιγμή τις διακοπές του σε αντίθεση με τον ξένο και δεύτερον στο ότι δεν “γκρουπάρoνται” εύκολα, όπως οι ξένοι επισκέπτες.
«Φανταστείτε ότι υπάρχουν 5αστερα ξενοδοχεία που πουλάνε πακέτα σε tour operators με 20 ευρώ την ημέρα, όχι ότι αυτό το 20αρι μετακυλίεται στον πελάτη, αλλά όπως και να έχει δεν πάει με 500 ευρώ που θα πληρώναμε μείς. Μιλάμε για την ακρίβεια των μετακινήσεων, εάν όμως σήμερα κλείσεις αεροπορικό εισιτήριο, για να πας στη Σαντορίνη, Πάρο κτλ. Δεν θα έχει την ίδια τιμή εάν το είχες κλείσει πριν από 4 μήνες» υπογραμμίζει ο ίδιος.
«Αυτά τα δύο στοιχεία δημιουργούνε μεγάλες ανισορροπίες ανάμεσα στο πόσα ξοδεύει ένας ξένος. Το ακούμε και αυτό, ότι για τον ξένο ήρθαν πιο φτηνά οι διακοπές ενώ για τον Έλληνα ήταν πιο ακριβές. Ναι. Αλλά ο ξένος έκλεισε τις διακοπές του από τον προηγούμενο χρόνο. Αγόρασε πακέτα στα οποία υπήρχε και το κόστος των μετακινήσεων» λέει ο κ. Μαρτάκης, δίχως όμως να ρίχνει όλο το φταίξιμο στον Έλληνα τουρίστα.
Στην Ελλάδα, παρατηρεί, ότι «κανένας από τους εργαζόμενους δεν μπορεί να γνωρίζει πότε θα έχει διακοπές του χρόνου για να μπορεί να προγραμματίσει» εξηγεί, τονίζοντας πως αυτό είναι θεσμοθετημένο με έναν τρόπο, έτσι ώστε ο εργοδότης να μπορεί να του ζητήσει να μετακινήσει τις διακοπές του.
Σχεδόν οι μισοί δαπάνησαν περισσότερα φέτος από πέρυσι
Ενώ το 46% έβαλε πιο βαθιά στην τσέπη για να κάνει διακοπές φέτος, υπήρξε και ένα 34% που κράτησε τον καλοκαιρινό προϋπολογισμό του στα ίδια επίπεδα με το καλοκαίρι του 2023, ενώ ακόμα και ένα 15% δήλωσε ότι πέρυσι διαπάνησε περισσότερα χρήματα.
Για τον πρόεδρο του ομίλου MTC GROUP και επιστημονικό συνεργάτη της ΚΕΔΕ στα θέματα τουρισμού, το 46% αποτελεί ευχάριστη έκπληξη. Οι μισοί δηλαδή από αυτούς που έκαναν διακοπές ξόδεψαν περισσότερα. «Το 84% σου λέει ότι έχει αυξηθεί το κόστος των διακοπών αλλά παρ’ όλα αυτά τα ξόδεψα. Για να μην αδικούμε τους πάντες, ένα νέο παιδί που μένει με τους γονείς του και παίρνει περίπου 700-800 ευρώ μισθό τον μήνα, στην ουσία αυτά μένουν στην τσέπη του. Αποφασίζει να πάνει διακοπές, εκεί έχει απόθεμα. Δηλαδή δεν είναι μόνο το μαύρο χρήμα, είναι και αυτού του είδους την κατηγορία» λέει ο ίδιος.
«Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι έχει αυξηθεί το κόστος, που το παραδέχεται το 84% ενώ το αντίστοιχο 80% λέει ότι ξόδεξε χρήματα, κάποιοι εκ των οποίων ξόδεψαν και κάτι παραπάνω, είναι ενθαρρυντικό» καταλήγει ο Νότης Μαρτάκης.
Για τον δρ. Βαρελά όμως, ο κόσμος προσεγγίζει την ερώτηση, από τη σκοπιά της τσέπης του, δηλαδή ότι στο τέλος λόγω της αύξησης των προϊόντων των υπηρεσιών των εστιατορίων ξόδεψε περισσότερα χρήματα. «Δεν θεωρώ ότι ο κόσμος εδώ απαντάει ότι έκανε περισσότερες δραστηριότητες. Αυτό το βλέπουμε από μια υπερβολική αύξηση σε σούπερ μάρκετ, αλλά όχι στα εστιατόρια» λέει ο ακαδημαϊκός.
Υψηλό το κόστος σε διασκέδαση και μετακινήσεις
Δίχως να αιφνιδιάζει, τόσο το κόστος των δραστηριοτήτων όσο και των μετακινήσεων δυσαρέστησαν την πλειονότητα των Ελλήνων τουριστών, κατά 47%. Ο 1 στους 3 βρήκε ακριβό και το κατάλυμα, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό απογοητεύτηκε από τον υπερτουρισμό, (21%).
Ο 1 στους 5 προβληματίζεται από τον υπερτουρισμό
Ενώ οι οικονομικές δυσχέρειες που λένε ότι αντιμετωπίζουν οι Έλληνες έχουν εξηγηθεί, προβάλει πλέον ο υπερτουρισμός που δεν τον συναντούσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Πλέον, σύμφωνα με τον κ. Βαρεά, οι Έλληνας πισκέπτης είναι ενημερωμένος. «Διαβάζει τι γίνεται στο εξωτερικό, όπου έχουμε μεγάλη συγκέντρωση επισκεπτών και πλέον κάνει σε πραγματικό χρόνο κριτική που πλέον δεν υπάρχει ανοχή σε φαινόνενα συνωστισμού, την ίδια μάλιστα στιγμή που πληρώνει μεγάλο κόστος ταξιδιού».
Φέρνοντας ο ίδιος το παράδειγμα της Σαντορίνης, αναφέρει πως δίνει κάποιος έως και 3.000 ευρώ για ένα ταξίδι 4-5 ημερών, έτσι δεν θέλει εκείνη τη στιγμή να είναι σε σοκάκια συνωστιμένος με τον επισκέπτη από τα δύο κρουαζιερόπλοια που είναι αραγμένα στο λιμάνι και έχουν κατέβει στο νησί 4.000 άτομα τα οποία έχουν χαλάσει 20-30 ευρω την ημέρα, συγκριτικά με τον επισκέπτη που χαλάει 400 ευρώ την ημέρα. Αυτός που πληρώνει το ταξίδι θέλει να απολαύσει και το ταξίδι, εξηγεί ο κ. Βαρελάς.
«Όταν σε διαμερίσματα Airbnb και ξενοδοχεία έχουν όλα από μια πισίνα στα δωμάτια και το νησί δεν έχει νερό υπάρχει ένα πρόβλημα. Υπερτουρισμός είναι ουσιαστικά μια κακή διαχείριση των προορισμών, είναι ένα πρόβλημα που θα το βρούμε μπροστά μας το επόμενο διάστημα» λέει ο κ. Βαρελάς.
Ωστόσο, ο κ. Μαρτάκης είναι πιο καθησυχαστικός, δίχως να θεωρεί το 21% στο σύνολό του ως ειλικρινή απάντηση. «Τι σημαίνει υπερτουρισμός και ποιος το κρίνει αυτό» αναρωτιέται ο ίδιος, εξηγώντας ότι «δεν υπάρχει υπερτουρισμός στην Ελλάδα, αλλά υπάρχει υπερσυγκέντρωση τουρισμού σε συγκριμένες ώρες και μέρες. Τώρα, αν θες εσύ να πας στη Σαντορίνη και θέλεις στη 1 να δεις το ηλιοβασίλεμα, εκεί θα στριμωχτείς. Αλλά το ηλιοβασίλεμα μπορείς να το δεις και από την Kαλντέρα, μπορείς να το δεις και από τον Πύργο μπορείς να το δεις και από το Ακρωτήρι» αντιπροτείνει ο ίδιος.