Πολλαπλές πληγές
Στο πεδίο των τηλεοπτικών αδειών, ο κ. Τσίπρας είναι προφανές ότι υπέστη στρατηγική ήττα. Η μάχη κατά της «διαπλοκής» ήταν το κεντρικό κυβερνητικό αφήγημα της τελευταίας διετίας και το βασικότερο ίσως όπλο στο οποίο είχε επενδύσει το Μέγαρο Μαξίμου στην αντιπαράθεση με τον πρόεδρο της Ν.Δ., κ. Κυρ. Μητσοτάκη, στην πορεία προς τις προσεχείς εκλογές. Oμως με τους χειρισμούς που έγιναν ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες δεν κατέρρευσε απλώς ως αντισυνταγματικός μέσω της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αφήνει στο κυβερνητικό σώμα πολλαπλές πληγές, που μάλιστα είναι πολύ πιθανόν να πολλαπλασιαστούν εάν η κυβέρνηση, όπως προαναγγέλλεται, λάβει νέες πρωτοβουλίες που θα παρακάμπτουν τις επιταγές της Δικαιοσύνης.
Ηδη η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει ένα διαρκές ρήγμα με το δικαστικό σώμα, το οποίο μάλιστα βαθαίνει συνεχώς. Ενώ, παράλληλα, έχει απομονωθεί πλήρως από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που επί της ουσίας την καταγγέλλουν για θεσμική εκτροπή. Τέλος, εκ των πραγμάτων, θα κληθεί πλέον να κινηθεί σε ένα επικοινωνιακό τοπίο σαφώς δυσμενέστερο απ’ ό,τι ανέμενε όταν δρομολογούσε τη διαδικασία για τη χορήγηση τεσσάρων και μόνο τηλεοπτικών αδειών.
Σε κάθε περίπτωση η εικόνα που μεταδόθηκε είναι μιας παραπαίουσας κυβέρνησης, γεγονός που εξηγεί την επιλογή του κ. Τσίπρα να επισημάνει πως οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν από δικαστικές αποφάσεις αλλά μέσω των εκλογών.
Σε αντίστοιχη «εμπλοκή» οδηγείται, όμως, η κυβέρνηση και στο πεδίο της διαπραγμάτευσης, παρά το κλίμα αισιοδοξίας που επιχειρεί να καλλιεργήσει το Μέγαρο Μαξίμου. Οι προσδοκίες περί διαπραγμάτευσης-εξπρές, η οποία θα συνοδευόταν από αποφάσεις για τα πλεονάσματα και το χρέος, διαψεύδονται, ενώ η κυβέρνηση δεν έχει μπει ακόμη στον σκληρό πυρήνα των συζητήσεων με τους εκπροσώπους των δανειστών. Μάλιστα, όλα τα έως τώρα «μηνύματα» των εταίρων και η επιμονή τους στο σκέλος των «μεταρρυθμίσεων» συνηγορούν στην εκτίμηση πως προκειμένου να καταλήξει σε συμφωνία, ο κ. Τσίπρας θα υποχρεωθεί σε ορισμένες επώδυνες παραχωρήσεις. Ομως με το γενικότερο πολιτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί, αλλά και με τον ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζει εικόνα μεγάλης δημοσκοπικής πτώσης, είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον στην τότε συγκυρία ο πρωθυπουργός θα έχει το απαιτούμενο πολιτικό κεφάλαιο ώστε να «κλείσει» τη διαπραγμάτευση.
Ο ανασχηματισμός
Τέλος, πρώτη φορά την τελευταία διετία χαμηλό βαρομετρικό επικρατεί και στον ΣΥΡΙΖΑ, με τον πρωθυπουργό να υποχρεούται αίφνης να βάλει –επί του παρόντος, τουλάχιστον– στο συρτάρι τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης, που το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου είχε προαναγγείλει. Ο κ. Τσίπρας εκ των πραγμάτων οδηγείτο σε έναν ανασχηματισμό «χαμηλής πτήσης», καθώς όλοι σχεδόν οι υπουργοί-κλειδιά, από τον κ. Ευκλ. Τσακαλώτο και τον κ. Γ. Κατρούγκαλο, που εμπλέκονται κεντρικά στην τρέχουσα αξιολόγηση, μέχρι τους κ. Π. Καμμένο και Ν. Κοτζιά, για μια σειρά από λόγους δεν ήταν δυνατόν να μετακινηθούν, ενώ στους ανωτέρω προστέθηκε μετά τις τελευταίες εξελίξεις με τις τηλεοπτικές άδειες και ο κ. Ν. Παππάς. Μάλιστα, μετά τη μίνι κρίση στις σχέσεις τους, ακόμη και ο κ. Π. Σκουρλέτης εφέρετο να παραμένει στο κυβερνητικό σχήμα, έστω με άλλο χαρτοφυλάκιο.
Παράλληλα, όμως, είναι προφανές πως βασικός λόγος για την απόφαση του κ. Τσίπρα να αναβάλει τον ανασχηματισμό ήταν ότι δεν ήθελε μέσα σ’ αυτό το ζοφερό για την κυβέρνηση κλίμα να δημιουργήσει μια ομάδα δυσαρεστημένων βουλευτών, που είτε θα είχαν χάσει τη θέση τους στο υπουργικό συμβούλιο ή θα έμεναν με την προσδοκία της υπουργοποίησης ανεκπλήρωτη.
Οπως προαναφέρθηκε, το ανωτέρω σκηνικό περιορίζει δραματικά τα περιθώρια κινήσεων από την πλευρά του πρωθυπουργού για την ανάταξη του πολιτικού κλίματος, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να αποκλειστούν άλλου τύπου εξελίξεις·περιλαμβανομένων των πρόωρων εκλογών στις αρχές του νέου χρόνου.
www.kathimerini.gr