Στο έκτακτο Eurogroup της 19ης Νοεμβρίου προβλέπεται να κριθεί η τύχη των συντάξεων και των εξαγγελιών Τσίπρα, η οποία θα εξαρτηθεί από δύο παράγοντες: (α) το κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στις προβλέψεις της κυβέρνησης και σε εκείνες των ευρωπαϊκών θεσμών για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019, και (β) τη στάση που θα κρατήσει η Γερμανία. Τα συμπεράσματα αυτά προέκυψαν από τη χθεσινή συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, μετά την οποία ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ έστειλε ξανά αυστηρό μήνυμα ότι «οι προηγούμενες δεσμεύσεις, που ελήφθησαν στο πλαίσιο του προγράμματος, πρέπει να γίνουν σεβαστές ή να συζητηθούν με τους θεσμούς».
Η επισήμανση του κ. Ρέγκλνιγκ, ο οποίος έχει πολλές φορές εμφανιστεί ως ο αυστηρότερος παράγοντας της ευρωζώνης και ως εκφραστής της γερμανικής γραμμής, δείχνει ότι θα είναι δύσκολη η πλήρης ακύρωση των περικοπών στις συντάξεις και η υλοποίηση των θετικών μέτρων της Θεσσαλονίκης. Όπως ανέφεραν στο protothema.gr καλά πληροφορημένες πηγές, η ελληνική πλευρά ζητεί ακύρωση των μειώσεων και εφαρμογή όλων των εξαγγελιών Τσίπρα, συνολικού ύψους 765 εκατ. ευρώ, αλλά είναι πολύ πιθανό να αναγκαστεί να αρκεστεί σε μια αναβολή του μέτρου, θυσιάζοντας παράλληλα μεγάλο μέρος των κοινωνικών παροχών που υποσχέθηκε.
«Οι θεσμοί και οι ελληνικές αρχές συζητούν τώρα τον προϋπολογισμό του 2019. Επί τη βάσει αυτής της συζήτησης, αξιολογούν πόσος δημοσιονομικός χώρος υπάρχει, για να χρησιμοποιήσει η Ελλάδα. Δημοσιονομικός χώρος σημαίνει πόσο το πρωτογενές πλεόνασμα θα ξεπεράσει τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ. Ο στόχος αυτός είναι αδιαπραγμάτευτος. Το θέμα είναι πώς θα χρησιμοποιηθεί ο δημοσιονομικός χώρος και αυτό συζητάμε», δήλωσε μετά το χθεσινό Eurogroup ο πρόεδρός του, Μάριο Σεντένο. «Ο στόχος του πλεονάσματος δεν αμφισβητείται από κανέναν και η ελληνική κυβέρνηση είναι θετική», τόνισε και ο κ. Ρέγκλινγκ, ενώ ο Επίτροπος Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί σημείωσε: «Η Ελλάδα δεν ήταν μεταξύ των έξι χωρών για τα προσχέδια των οποίων ζητήσαμε διευκρινίσεις. Αυτό είναι πολύ καλό σημάδι, γιατί η Ελλάδα μετέχει πρώτη φορά στη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου».
Όπως είχε συμφωνηθεί, η χθεσινή συζήτηση για την Ελλάδα κρατήθηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες του Eurogroup, γι’ αυτό ο κ. Σεντένο υποστήριξε ότι δεν έγινε αναφορά στη χώρα μας. Εντούτοις, διαβουλεύσεις υπήρξαν και στο πλαίσιό τους συμφωνήθηκε να επισπευσθούν οι διαδικασίες, με στόχο να ληφθούν αποφάσεις για την Ελλάδα στις 19 Νοεμβρίου (αντί για τις 3 Δεκεμβρίου). Δύο ημέρες αργότερα, στις 21 Νοεμβρίου, η κυβέρνηση θα πρέπει να καταθέσει στη Βουλή το τελικό σχέδιο προϋπολογισμού του 2019, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δημοσιοποιήσει τις συστάσεις της για τα προσχέδια προϋπολογισμού των χωρών της ευρωζώνης και πιθανότατα μαζί θα παρουσιαστεί και η πρώτη έκθεση για τη χώρα μας στο πλαίσιο της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας.
Στο μεταξύ, αρνητικά είναι τα μηνύματα από το μέτωπο των διαβουλεύσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την παράταση του νόμου Κατσέλη και την προσπάθεια να θεσπιστεί νέα ρύθμιση οφειλών σε 120 δόσεις για μισθωτούς, συνταξιούχους και επαγγελματίες. Σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές, οι δανειστές θεωρούν ότι δεν υπάρχει ανάγκη νέας έκτακτης ρύθμισης ούτε καν για μικροοφειλέτες.
Όσον αφορά στην προστασία της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς με βάση τον νόμο Κατσέλη, η ελληνική πλευρά έχει ζητήσει να παραταθεί κατά ένα χρόνο, έως το τέλος του 2019, αλλά οι δανειστές εγείρουν ενστάσεις, επικαλούμενοι και τις πρόσφατες ισχυρές αναταράξεις στις τραπεζικές μετοχές. Ενδεικτικό είναι ότι ο επικεφαλής των τεχνοκρατών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την Ελλάδα Φραντσέσκο Ντρούντι εμφανίστηκε χθες πολύ συγκρατημένος για το θέμα, μιλώντας στο συνέδριο «Capital+Vision 2018»: «Δεν μπορώ να σας απαντήσω ευθέως τι θα γίνει. Είναι δύσκολο ερώτημα. Δεν πρέπει να υπάρξει πισωγύρισμα», υπογράμμισε και πρόσθεσε ότι υπάρχουν 135.000 εκκρεμείς υποθέσεις στα δικαστήρια και ότι σημαντικό ποσοστό δανειοληπτών που έχουν προσφύγει στον νόμο Κατσέλη είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές. Ο κ. Ντρούντι άφησε να εννοηθεί ότι, ακόμα και αν υπάρξει τελικά παράταση, θα συνοδευτεί από αυστηροποίηση των κριτηρίων υπαγωγής στον νόμο και δραστική μείωση του ορίου προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς.