Ανάμεσα στις πολλές φωτογραφίες του 19ου αιώνα από τη συλλογή του Χάρη Γιακουμή που συγκροτούν τη θαυμάσια έκθεση «Μεταμορφώσεις των Αθηνών», υπάρχουν και μερικά αυθεντικά στερεοσκόπια. Αυτά τα ξύλινα κουτιά που είχαν στα σωθικά τους τις φωτογραφίες, τις οποίες εμφάνιζαν σε όποιον πλησίαζε το βλέμμα, σαν βικτωριανά view master, αποκάλυπταν στο κοινό τη μαγεία της τρισδιάστατης εικόνας. Το βάθος της σκηνής έμοιαζε αληθινό και οι όγκοι των ανθρώπων, των ζώων και των σπιτιών είχαν υπόσταση. Καθώς έσκυψα να δω μία από τις φωτογραφίες, βουτήχτηκα και χάθηκα σε ένα δρομάκι της Πλάκας. Ηταν μια σκηνή δρόμου, μεσημέρι μάλλον, με τα σπίτια αριστερά και δεξιά μισόκλειστα και μισονυσταγμένα. Μία γυναίκα με την πλάτη γυρισμένη ήταν διαβάτις και βάδιζε «απομακρυνόμενη». Κρατούσε ένα παρασόλι και η φούστα της σκούπιζε τον χωματόδρομο. Δεξιά, είχε κουρνιάσει, σε μια βολική θέση στη σκιά, μια κατσίκα.
Υπήρχε η γεύση από τη σκόνη και από το αθηναϊκό μεσημέρι. Ακουγες το θρόισμα από τη φούστα και έβλεπες την κατσίκα μισοναρκωμένη και ευτυχισμένη. Αν άπλωνες το χέρι θα της χάιδευες το κεφάλι. Σκεφτόμουν τι αίσθηση θα έκανε μια εικόνα σαν αυτή, μια τρισδιάστατη φωτογραφία, σε έναν Αθηναίο του 1900, πόσο μαγική θα ήταν η δύναμη της ψευδαίσθησης.
Στα τέλη του 19ου αιώνα όταν η φωτογραφία, τουλάχιστον στην Αθήνα, δεν είχε διαχυθεί στην κοινωνία ως ατομική ενασχόληση και ήταν περισσότερο δουλειά των επαγγελματιών, η επίδρασή της στην αντίληψη της πραγματικότητας ήταν καταλυτική. Περισσότερο η στερεοσκοπική φωτογραφία με το βάθος που έδινε, καθώς και οι ψευδαισθητικές εικόνες στα «Πανοράματα», που ήταν σαν πρόδρομοι των κινηματογραφικών αιθουσών, μαγνήτιζαν το κοινό και το έθεταν μπροστά σε ένα τελετουργικό αισθήσεων, πρωτόγνωρο. Στο «Πανόραμα», που στήθηκε στην όχθη του Ιλισού κοντά στην είσοδο του Παναθηναϊκού Σταδίου, οι Αθηναίοι είχαν για πρώτη φορά μυηθεί στην τελετουργία της συνειδητής ψευδαίσθησης. Σε αυτό το παράδοξο κτίσμα εφήμερης αρχιτεκτονικής, που έζησε από το 1896 έως τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Αθηναίοι εισέρχονταν στη σκοτεινή αίθουσα και ανέβαιναν σε ξύλινη εξέδρα σαν να αγναντεύουν ένα τοπίο από μια βεράντα.
Ολόγυρα, υπήρχαν ζωγραφισμένα πανό με σκηνές από την πολιορκία των Παρισίων το 1870 από τον πρωσικό στρατό. Δεσμίδες φωτός κατηύθυναν το βλέμμα με τέτοιο τρόπο ώστε ο θεατής αποτελούσε, σταδιακά, ο ίδιος κομμάτι του «ζωντανού πίνακα» καθώς ζαλιζόταν από τα δυσδιάκριτα όρια της παραίσθησης και της τεχνητής εικόνας. Μέσα στην ενδιάμεση ζώνη της συνειδητής αντίληψης και της ηθελημένης ψευδαίσθησης, η «πραγματικότητα» γινόταν θρύψαλα σαν είδωλο διαθλάσεων. Ηταν τόσο έντονη η εμπειρία, που οι Αθηναίοι εκείνα τα χρόνια είχαν το προνόμιο να βιώνουν εντυπώσεις μιας σκηνοθετημένης εμπειρίας. Ηταν ο προθάλαμος που ετοίμασε συγκινησιακά, νοητικά και αισθησιακά το κοινό για την υποδοχή του κινηματογράφου.
Αυτές οι σκέψεις ξεπήδησαν καθώς είδα αυτήν την αμέριμνη κατσίκα σε ένα δρομάκι της Πλάκας του 1900 μέσα από ένα στερεοσκόπιο στο Θησείο του 2015.
www.kathimerini.gr