Τη στατική μελέτη εκπόνησε ο πολιτικός μηχανικός Ν. Χατζηπαναγιώτης, από τους καλύτερους στατικούς που διέθετε η Ελλάδα την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Επειδή κατά τις εκσκαφές προέκυψαν κάποια προβλήματα σε σχέση με την ανάγκη αντιστήριξης των γειτονικών σαθρών οικοδομών και την ανάγκη ενίσχυσης των θεμελίων του β΄ υπογείου και της προσθήκης του στον 7ο όροφο του ρετιρέ, η οικοδομή αποπερατώθηκε το 1952.
Οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν στο κτίριο ήταν οι ιδιοκτήτες των δύο καταστημάτων που υπάρχουν και σήμερα στο ισόγειο, του «Αριστον» του Δ. Λομποτέση και του καταστήματος πώλησης και επισκευής ρολογιών του Ν. Σιδερή. Και τα δύο στεγάζονταν ήδη από τη δεκαετία του 1920 στο κτίριο που προϋπήρχε του Μεγάρου Ασφαλίσεως του Τ.Α.Ε. και αποτελούν αναμφισβήτητα ιστορικά τοπόσημα της Αθήνας.
Το τμήμα του κτιρίου όπου στεγάζεται ο Λομποτέσης κατασκευάστηκε, όπως φαίνεται και από τα αυθεντικά πρωτότυπα σχέδια που εναπόκεινται σήμερα στο ΑΝΑ του Μουσείου Μπενάκη (Αρχείο Ε. Λαζαρίδη και Αρχείο Ν. Χατζηπαναγιώτη), ειδικά για τη στέγαση της συγκεκριμένης βιοτεχνίας, με παράλληλη χρήση ισογείου (ως χώρου πώλησης) και υπογείου (ως χώρου παρασκευής και ψησίματος). Αξίζει να σημειώσουμε ότι το «Αριστον» είναι ο πρώτος φούρνος (ο κλίβανος είναι κατασκευή του αγγλικού οίκου Dumbrill +1920) που έφερε στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη τις περίφημες τυρόπιτες κουρού.
Οι τυρόπιτες του Λομποτέση, του Παυλίδη στην οδό Αιόλου απέναντι από τη Χρυσοσπηλιώτισσα και του Τσιτά-Γερακάκη, που πρωτοέφερε τους φρέσκους χυμούς φρούτων στην Αθήνα ήταν οι μόνες που μου επέτρεπε να τρώω η μητέρα μου τη δεκαετία του '50 γιατί είχαν σίγουρα αγνά υλικά. Σήμερα μένει μόνο ο Λομποτέσης.
Οσο για το μικρό κατάστημα του παππού Νίκου Σιδερή, όπου με πήγαινε ο δικός μου παππούς Στέφανος, πάντα τη δεκαετία του '50, για να κάτσει να κουβεντιάσει με τον Νίκο τον Σιδερή, ήταν για μένα και εξακολουθεί να είναι η σπηλιά του Αλαντίν.
Αμέτρητα ρολόγια, επιτοίχια, επιτραπέζια, κούκοι, τσέπης, χεριού, τιτιβίζουν εκεί μέσα. Γιατί ο γέρος Σιδερής, όπως άλλωστε και ο γιος του ο Γιαννάκης και ο εγγονός του ο Νικόλας σήμερα, ήταν και είναι από τους ελάχιστους που γνωρίζουν και αγαπούν την τέχνη τους. Ο παππούς Σιδερής ήταν περίφημος για την εγκατάσταση και τη φροντίδα των μεγάλων ρολογιών που συνηθίζονταν κάποτε στα κεντρικά δημόσια κτίρια.
Αυτός εγκατέστησε το ρολόι της Σχολής Ευελπίδων, της Παναγίας της Τήνου και πολλών ακόμα εκκλησιών. Αυτός φρόντιζε το ρολόι του Αστεροσκοπείου Αθηνών στον λόφο των Νυμφών και το συνέδεσε αργότερα με το ρολόι του πρώτου Ραδιοφωνικού Σταθμού στο Ζάππειο για να ακουστεί το περίφημο «Ωρα Ελλάδος...».
Η επίδραση που έχουν τέτοιες γωνιές στην ψυχική κατάσταση των κατοίκων μιας πόλης είναι σημαντική. Για όσους τουλάχιστον μεγαλώσαμε σ' αυτή την κάποτε όμορφη και φιλόξενη πόλη, Ο Λομποτέσης και ο Σιδερής είναι οι ρίζες μας, οι αναμνήσεις, η συνέχειά μας.
Μαθαίνω ότι τώρα μετά την κήρυξη του Μεγάρου του ΤΑΕ Εμπόρων ως διατηρητέου κτιρίου (ΦΕΚ 349Δ/19.07.1985) γίνεται μια προσπάθεια να κηρυχθεί και η χρήση των δύο αυτών αγαπημένων χώρων με τον εξοπλισμό τους in situ.
Να και κάτι που στις δύσκολες μέρες που περνάμε θα μπορούσε να γίνει εύκολα, ανέξοδα και χωρίς τη «συμβολή» της τρόικας ή του κουαρτέτου. Ας δείξουμε ότι σεβόμαστε το παρελθόν μας. Μια μικρή νότα αισιοδοξίας τη χρειαζόμαστε.
www.ethnos.gr