Λωρίδες σπάγκου είχαν τυλιχτεί σφιχτά γύρω από τη βάση τους για να υψωθούν στην οροφή της σκηνής, σχηματίζοντας μια «αυλαία» ύψους 9 μέτρων και πλάτους 14 μέτρων, (ανα)δημιουργώντας μπροστά μας την εντυπωσιακή εγκατάσταση του Γιάννη Κουνέλλη «Sipario-Uscite» (Αυλαία-Εξοδος). «Πρόκειται για ένα έργο που δημιουργείται αυτή τη στιγμή και χάνεται πάλι μόλις τελειώσει η παράσταση. Σαν το φύσημα από ένα αεράκι», μας λέει ο επιμελητής της εγκατάστασης και ιστορικός τέχνης Ντένης Ζαχαρόπουλος, καθώς βλέπουμε τα εκατοντάδες ποτήρια να σηκώνονται ψηλά.
Οταν ο διευθυντής της ΕΛΣ Γιώργος Κουμεντάκης τηλεφώνησε στον ιστορικό τέχνης Ντένη Ζαχαρόπουλο και του είπε τις σκέψεις του για τη δημιουργία του τριετούς κύκλου «Μάνος Χατζιδάκις» και το άνοιγμα με την «Εποχή της Μελισσάνθης», σε διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, είχαν προηγηθεί συζητήσεις και ζυμώσεις με τον Γιώργο Χατζιδάκι και η ιδέα ενός «διαλόγου» με ένα έργο του Γιάννη Κουνέλλη. «Οι δυο τους δημιούργησαν σε αντίστοιχες εποχές, είχαν μια ευρηματική συγγένεια», μας λέει ο κ. Κουμεντάκης. O Κουνέλλης, άλλωστε, συνεργάστηκε με σπουδαίους σκηνοθέτες και θεατρικούς συγγραφείς, αλλά ποτέ δεν είδε τα έργα του ως «σκηνικά» μιας παράστασης. «Θεωρούσε ότι έκανε ένα θέατρο εικόνων, κάτι που είχε άμεση σχέση με τη ζωγραφική του έκφραση. Τα έργα του στέκονται αυτόνομα στη σκηνή, πρόκειται για δύο καλλιτεχνικές πράξεις που συμβαίνουν την ίδια στιγμή», μας λέει ο κ. Ζαχαρόπουλος.
Ο ιστορικός τέχνης γνώρισε τον νεαρό τότε καλλιτέχνη στο Παρίσι το 1972, ενώ η φιλία τους ξεκίνησε λίγα χρόνια αργότερα και κράτησε μέχρι τον θάνατο του Γιάννη Κουνέλλη τον περασμένο Φεβρουάριο. Ο Ιταλός καλλιτέχνης με ελληνική καταγωγή, όπως δήλωνε, δημιούργησε το «Sipario-Uscite» το 1981 για τον ιταλικό θίασο «Zattera di Babelle» του Κάρλο Κουαρτούτσι. «Από τότε το έργο παρουσιάστηκε ξανά στη σκηνή ορισμένες φορές μέχρι το 1994 και πάντα στο εξωτερικό», μας λέει ο κ. Ζαχαρόπουλος, ενώ οι τεχνικοί της ΕΛΣ επιθεωρούν το έργο. Ετσι, πρόκειται για την πρώτη φορά που η διάφανη και εύθραυστη «αυλαία» του Κουνέλλη παρουσιάζεται στην Ελλάδα και βέβαια συναντάται επίσης για πρώτη φορά με τη «γυάλινη γυναίκα» του Χατζιδάκι, παρόλο που οι δύο καλλιτέχνες δεν συναντήθηκαν ποτέ όσο ζούσαν.
Τα δύο έργα δημιουργήθηκαν την ίδια χρονιά, αλλά αυτή δεν είναι η μοναδική σύνδεση μεταξύ τους, όπως μας εξηγεί ο κ. Ζαχαρόπουλος. Ηταν κοινή η αγάπη τους για τον Μάλερ και για τα συγκινητικά «Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά», όπως και για το ρεμπέτικο τραγούδι την εποχή του ’49-’50. «Ο Κουνέλλης ως έφηβος το έσκαγε από το σπίτι του και ερχόταν εδώ στις Τζιτζιφιές να ακούσει ρεμπέτικα στην ταβέρνα μιας θείας του, ενώ στο σπίτι η μητέρα του δίδασκε κλασικό πιάνο». Οι δυο τους μοιράζονταν επίσης τις ίδιες ιδέες και ανησυχίες για την πορεία της χώρας και της κοινωνίας μετά την Κατοχή και τον εμφύλιο σπαραγμό, ενώ δεν δίσταζαν να υπερασπιστούν τις ιδέες τους κόντρα στο ρεύμα της εποχής. Σε μια άλλη ανάγνωση, η Μελισσάνθη ζωντανεύει ξανά διάφανη, εύθραυστη, αλλά παρούσα.
www.kathimerini.gr