Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα προσέγγισε η πολύ ενδιαφέρουσα και επίκαιρη συζήτηση «Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και Ανθρώπινα Δικαιώματα» που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018, στην Αποθήκη Γ’, στο πλαίσιο του επετειακού 20ού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Στη συζήτηση, η οποία διοργανώθηκε με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ Ψηφιακοί καθαριστές / The Cleaners του Χανς Μπλοκ στη φετινή διοργάνωση, συμμετείχαν ο γερμανός σκηνοθέτης, καθώς και οι Γιάννης Ιωαννίδης, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Μιχάλης Μπλέτσας, Διευθυντής Πληροφορικής στο Media Lab του MIT και Άρης Δημοκίδης, αρχισυντάκτης του LIFO.GR, ο οποίος ανέλαβε και ρόλο συντονιστή.
Ανοίγοντας την εκδήλωση, ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Ορέστης Ανδρεαδάκης καλωσόρισε θερμά τους προσκεκλημένους. Αμέσως μετά, το λόγο πήρε ο Χανς Μπλοκ, ο οποίος ευχαρίστησε το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης κι έκανε μία σύντομη σύνοψη του ντοκιμαντέρ Ψηφιακοί καθαριστές. «Πρόκειται για ένα φιλμ που προέκυψε μετά από τριετή ενδελεχή έρευνα, με θέμα μια μυστική βιομηχανία που έχει στηθεί στις Φιλιππίνες, οι εργαζόμενοι της οποίας -νεαροί στην πλειοψηφία τους- επιβλέπουν για 8-10 ώρες καθημερινά το υλικό που ανεβαίνει στο Facebook, με την αποστολή να απορρίπτουν οποιοδήποτε ποστάρισμα κρίνεται ακατάλληλο, όπως πχ αυτά με περιεχόμενο που σχετίζεται με τρομοκρατία, παιδική πορνογραφία, εκμετάλλευση ανηλίκων κτλ», δήλωσε σχετικά. Ο ίδιος πρόσθεσε πως η αρχική ιδέα για το ντοκιμαντέρ γεννήθηκε μετά από ένα βίντεο που είχε ανέβει στο Facebook, το 2013, το οποίο περιείχε ανάρμοστες εικόνες ανηλίκων και πρόλαβε να αποκτήσει 16.000 shares, προτού τελικά αποσυρθεί.
«Αναρωτηθήκαμε, λοιπόν, με τον Μόρις Ρίζεβικ, τον συνσκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ, μέσω ποιας διαδικασίας εγκρίνεται ή απορρίπτεται από τα social media το υλικό προς δημοσίευση. Πίσω από αυτή τη διαδικασία βρίσκεται άραγε κάποιος αλγόριθμος ή υπάρχουν και άνθρωποι που επωμίζονται αυτό το καθήκον; Έπειτα μάθαμε πως στις Φιλιππίνες υπάρχει μια ολόκληρη ομάδα ατόμων, ειδικά επιφορτισμένη με αυτή την ευθύνη. Αυτοί οι άνθρωποι ζουν αποκομμένοι από τους πάντες και τα πάντα, προστατεύονται από ιδιωτική αστυνομία, υπογράφουν ρήτρες εμπιστευτικότητας και δεν μιλούν ποτέ σε κανέναν για την εργασία τους». Στη συνέχεια, ο Χανς Μπλοκ διευκρίνισε ποια είναι τα δύο βασικά ερωτήματα που θέτει το ντοκιμαντέρ. Το πρώτο είναι πώς αντιμετωπίζουν αυτοί οι «καθαριστές» τα όσα αποκρουστικά αντικρίζουν καθημερινά, στο οποίο ο σκηνοθέτης δήλωσε πως, σύμφωνα με τα λεγόμενα δύο ψυχιάτρων με τους οποίους συνομίλησε, σε Γερμανία και ΗΠΑ, η εμπειρία των cleaners εμφανίζει ομοιότητες με το μετατραυματικό στρες που βιώνουν οι βετεράνοι στρατιώτες που συμμετέχουν σε πολέμους. «Το δεύτερο ερώτημα είναι το πώς καταλήγει κάποιος να φέρει την ευθύνη για το τι θα δούμε και δεν θα δούμε στις οθόνες μας, στα σόσιαλ μίντια», ανέφερε ο ίδιος.
Στη συνέχεια, πήρε το λόγο ο Γιάννης Ιωαννίδης ευχαριστώντας το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ για τη διεξαγωγή αυτής της συζήτησης και κάνοντας μια σύντομη αναφορά στην Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. «Πρόκειται για την παλαιότερη οργάνωση με αυτό το αντικείμενο στην Ελλάδα, καθώς ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου καταπιάνεται με ζητήματα που έχουν στο επίκεντρό τους μετανάστες, φυλακισμένους, την ελευθερία του λόγου κτλ. Τα τελευταία χρόνια, όπως ήταν φυσιολογικό, κρίναμε απαραίτητο να εντάξουμε στην ατζέντα μας ζητήματα που άπτονται του διαδικτύου και του ψηφιακού κόσμου», δήλωσε σχετικά. Ο κ. Ιωαννίδης
αναφέρθηκε επίσης στους τρεις βασικούς άξονες προβληματισμού για τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν αναφορικά με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Πρώτον, ο ψηφιακός κόσμος έχει πλέον αποκτήσει σχεδόν ισότιμες διαστάσεις με τον απτό κόσμο, καθώς αποτελεί χώρο γνωριμίας, σύναψης σχέσεων, επαγγελματικής δραστηριότητας, πώλησης προϊόντων και άσκησης πολιτικής. Δεύτερον, στις πλατφόρμες των σόσιαλ μίντια έχουμε να κάνουμε με ιδιωτικές εταιρίες, οι οποίες λειτουργούν με καθεστώς μειωμένης ορατότητας ως προς τη λήψη αποφάσεων. Επομένως, είναι πολύ δύσκολη τόσο η διενέργεια εποπτικού ελέγχου για τις δραστηριότητές τους όσο και η διασφάλιση ότι αυτός ο έλεγχος δεν θα προσβάλλει δικαιώματα που σχετίζονται με την ελευθερία του λόγου. Τρίτον, πρέπει να αναλογιστούμε πως οι συγκεκριμένες πλατφόρμες δρουν με έναν κάπως διχαστικό και μανιχαϊστικό τρόπο, ομαδοποιώντας τους χρήστες ανάλογα με τις απόψεις και τα ενδιαφέροντά τους, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε κλεισμένοι σε μία φούσκα που δεν μας επιτρέπει να δούμε την ευρύτερη εικόνα και τους κινδύνους που ελλοχεύουν».
Ο Μιχάλης Μπλέτσας μίλησε αμέσως μετά, με κολακευτικά λόγια για το ντοκιμαντέρ Ψηφιακοί καθαριστές. «Το φιλμ αυτό μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη έχει τη δυνατότητα να ανοίγει συναρπαστικές συζητήσεις που τοποθετούνται στην καρδιά των εξελίξεων». Ο ίδιος πρόσθεσε, μεταξύ άλλων: «Ζούμε σε μια μεταβατική εποχή, την εποχή της ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης που αυτοματοποιεί τις διαδικασίες. Επί της ουσίας, δεν γνωρίζουμε ακριβώς το πώς λειτουργεί αυτό το αυτοματοποιημένο σύστημα και ο αληθινός κίνδυνος εντοπίζεται στη διάθεση που επιδεικνύουν αυτές οι εταιρίες να υλοποιήσουν αυτή τη διαδικασία με το χαμηλότερο δυνατό κόστος και όχι με την επιστράτευση ενός μορφωμένου και καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι όλα τα συστήματα δεδομένων υιοθετούν τις δικές μας πολώσεις, τις δικές μας προκαταλήψεις και αγκυλώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόσφατο κάζο που υπέστη η Google, όταν η διαδικτυακή εφαρμογή εικόνων Google Photos προσέθεσε την ετικέτα «γορίλες» στις φωτογραφίες που είχε ανεβάσει ένα ζευγάρι Αφροαμερικάνων από τις διακοπές του».
Αμέσως μετά, ο Άρης Δημοκίδης αναφέρθηκε στα αντικρουόμενα συναισθήματα που του προξένησε το ντοκιμαντέρ Ψηφιακοί καθαριστές. «Αρχικά σκέφτεσαι πως το Facebook λογοκρίνει ασύστολα το περιεχόμενο που πέφτει στα χέρια του, παραβιάζοντας κατάφορα την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. Σταδιακά όμως, καταλήγεις να αναρωτιέσαι γιατί δεν μπήκε στον κόπο να μπλοκάρει τόσες και τόσες δημοσιεύσεις που περιείχαν fake news, live αυτοκτονίες κτλ.» Ακολούθως, ο ίδιος μοιράστηκε με το κοινό τη δική του εμπειρία από την εργασία του ως cleaner τόσο στο site του δημοσιογραφικού μέσου στο οποίο εργάζεται όσο και στη σελίδα του ίδιου μέσου στο Facebook, δίνοντας έμφαση στα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν σε καθημερινή βάση, καθώς και στην αδυναμία διαχείρισης ενός τεράστιου όγκου δεδομένων. «Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον να ενημερώνεσαι αστραπιαία για τα νέα δεδομένα. Για το ποια είναι η νέα σημαία του ISIS, ποια είναι τα κωδικοποιημένα σύμβολα που χρησιμοποιούν εγκληματικές συμμορίες και τρομοκρατικές οργανώσεις. Η δουλειά αυτή γίνεται ακόμη πιο αγχωτική όταν αναλογιστείς πως ένα λάθος σου μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες στον πραγματικό και όχι στον ψηφιακό κόσμο», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια της συζήτησης, ο κ. Δημοκίδης έδωσε τον λόγο στον Θοδωρή Δανιηλίδη, ιδρυτή του site www.ellinikahoaxes.gr, ο οποίος παρακολουθούσε τη συζήτηση. Ο κ. Δανιηλίδης εξήγησε το πόσο κοπιαστική διαδικασία είναι η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για την κατάρριψη οποιασδήποτε ψευδούς είδησης, ακόμη κι αν αυτή προέρχεται από μια πηγή οφθαλμοφανούς αναξιοπιστίας, ενώ δήλωσε πως έχει γίνει πολλές φορές δέκτης απειλών, που ξεκινούν από την υποβολή μήνυσης και φτάνουν μέχρι και τις ευθείες απειλές εναντίον της ζωής και της σωματικής του ακεραιότητας.
Αμέσως μετά, οι τρεις βασικοί προσκεκλημένοι απάντησαν σε ερωτήσεις του κοινού, ξεκινώντας από το κατά πόσο θεωρείται πλέον παρωχημένος ο διαχωρισμός μεταξύ ψηφιακής και χειροπιαστής πραγματικότητας. «Οι διαφορές είναι πλέον δυσδιάκριτες, καθώς η εικόνα που έχουμε για τα πράγματα καταλήγει να υποκαθιστά την ίδια την πραγματικότητα», δήλωσε ο κ. Ιωαννίδης. Ακολούθως, ο Χανς Μπλοκ τόνισε τη σημασία μιας ουσιώδους διαφοράς που έγκειται στο ότι οι διάφοροι μηχανισμοί ασφαλείας και θεσμοί προστασίας των δικαιωμάτων που έχουμε εγκαθιδρύσει στον πραγματικό κόσμο (νόμοι, δικαστήρια κτλ) είναι αναγκαίο να υφίστανται, με όποιον τρόπο κριθεί πρόσφορος, και στον ψηφιακό κόσμο. «Ο ψηφιακός κόσμος υστερεί ακόμη έναντι του χειροπιαστού στο πεδίο των άμεσων αισθήσεων και της διάδρασης με τον συνομιλητή, πιστεύω όμως ακράδαντα πως αυτά τα δεδομένα πρόκειται σύντομα να αλλάξουν», προσέθεσε ο κ. Μπλέτσας.
Λίγο πριν ολοκληρωθεί η συζήτηση, τέθηκε το ζήτημα του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου που βρίσκει εφαρμογή στα συγκεκριμένα θέματα. Ο κ. Ιωαννίδης στάθηκε αρχικά στο γεγονός πως η ψηφιακή κοινότητα έχει λάβει παγκοσμιοποιημένες διαστάσεις, καθιστώντας δύσκολη την εγκαθίδρυση ενός συνολικού πλαισίου αντιμετώπισης των ζητημάτων που ανακύπτουν. Παράλληλα, υπογράμμισε το πόσο δύσκολο είναι να βρεθεί εκείνο το χρυσό σημείο τομής και ισορροπίας, το οποίο θα διευκολύνει τους απαραίτητους ελέγχους, αλλά δεν θα λειαίνει την ίδια στιγμή το έδαφος για την επιβολή λογοκρισίας. «Στη Γερμανία, ψηφίστηκε προσφάτως ένας νόμος, ο οποίος υπαγορεύει στις πλατφόρμες να αποσύρουν εντός 24ώρου κάθε περιεχόμενο που προωθεί τον ρατσιστικό λόγο και τη μισαλλοδοξία. Ενώ οι προθέσεις αυτού του νόμου είναι στη σωστή κατεύθυνση, παραμένει προβληματικό το ότι επαφίεται σε μια ιδιωτική εταιρία να αναλάβει την ευθύνη για το τι πρέπει να αποσυρθεί και τι όχι. Γενικότερα μιλώντας, πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε ότι οι εξάρσεις μίσους στον ψηφιακό κόσμο έχουν πλέον αντίκρισμα σε κρούσματα βίας στην αληθινή ζωή», προσέθεσε ο Χανς Μπλοκ. Τέλος, ο κ. Μπλέτσας τόνισε πως είναι αδύνατη και εκτός πραγματικότητας η απόπειρα αντιμετώπισης τέτοιων ζητημάτων σε εθνικό επίπεδο, δηλώνοντας παράλληλα αισιόδοξος πως σταδιακά θα βρεθεί η σωστή φόρμουλα αντιμετώπισης, η οποία είναι δύσκολο να προκύψει σε αυτή την εποχή της νηπιακής εξοικείωσής μας με έναν ολότελα καινούργιο κόσμο.