Του Δημήτρη Ρηγόπουλου
Η 21η Απριλίου είναι μία ημερομηνία που έχει καταχωρισθεί στο συλλογικό ασυνείδητο με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Ομως, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, η 21η Απριλίου του 1963 ήταν ημέρα γιορτής για την Αθήνα.
Τα εγκαίνια του Χίλτον εξελίχθηκαν στο κοσμικό γεγονός της χρονιάς, παρουσία του ίδιου του Κόνραντ Χίλτον ο οποίος έσπευσε να χαρακτηρίσει το κτίριο «το ωραιότερον Χίλτον του κόσμου».
Δεν ήταν όλοι χαρούμενοι. Η ανέγερση του Χίλτον συνδέθηκε με το πολιτικό και οικονομικό παρασκήνιο της εποχής, ενώ έντονες ήταν οι αντιδράσεις από τμήμα του αρχιτεκτονικού κόσμου που θεωρούσαν το μέγεθος του νέου κτιρίου ανταγωνιστικό ως προς την Ακρόπολη.
Επτά χρόνια μετά, το Χίλτον έμελλε να αρχίσει η κατασκευή ενός άλλου νεότερου τοπόσημου της Αθήνας, του Πύργου Αθηνών, σε σχέδια των Ιωάννη Βικέλα και Ιωάννη Κυμπρίτη. Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι ότι ο Ιωάννης Βικέλας εργάστηκε για ένα χρόνο στο εργοτάξιο του Χίλτον, στο πλευρό του Εμμανουήλ Βουρέκα, ενός από τους τρεις αρχιτέκτονες του ξενοδοχείου (μαζί με Πρ. Βασιλειάδη και Σ. Στάικο). «Ηταν σίγουρα ένα έργο που ξέφευγε από την κλίμακα της ευρύτερης Αθήνας της εποχής. Πάντα, ξέρετε, υπάρχει ένα τίμημα. Ηταν ένα έργο μεγέθους και ποιότητας. Ο Βουρέκας του προσέδωσε στοιχεία ελληνικότητας, αλλά και πέραν αυτού διακρίνει κανείς τόσο στις λεπτομέρειες όσο και στα πιο γενικά σχήματα ευγένεια και κομψότητα. Τις αντιδράσεις, που ήταν πολλές, θα πρέπει, νομίζω, να τις αποδώσουμε στον εγγενή συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας αλλά και της αρχιτεκτονικής κοινότητας. Ομως, το έργο κέρδισε με τον χρόνο την αποδοχή και την εκτίμηση».
«Σαν ούφο»
Ρωτάω τον κ. Ιω. Βικέλα για τον «απλό κόσμο», πέρα δηλαδή από τους αρχιτέκτονες, και την υποδοχή του κτιρίου. «Οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν το Χίλτον σαν ένα παράξενο ούφο. Δεν ήταν θέμα γούστου, αλλά περισσότερο έκπληξης».
Με τον κ. Ιω. Βικέλα συμφωνεί η ερευνήτρια της ελληνικής αρχιτεκτονικής Μάρω Καρδαμίτση - Αδάμ. «Δεν ήταν κάτι που σου άρεσε ή δεν σου άρεσε. Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, περισσότερο μου αρέσει τώρα». Οσο για "τότε", η κ. Μ. Αδάμη θυμάται: «Σαν νέοι άνθρωποι ψοφάγαμε να πάμε στο Galaxy. Επαιζε αμερικάνικη μουσική... Κι επίσης, το Χίλτον είχε μια πολυτέλεια που δεν την είχαμε ξαναδεί... Αυτό που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος είναι ότι στα αρχικά σχέδια ήταν να κατασκευαστεί κάτω από το "Βυζαντινό" χαμάμ. Κάτι που όπως ξέρουμε δεν έγινε ποτέ...».
Ο ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου Διονύσης Α. Ζήβας, νέος αρχιτέκτονας εκείνη την εποχή, αποτιμά το Χίλτον ως «θαρραλέο και φιλόδοξο βήμα της τότε πολιτικής ηγεσίας, με προφανέστατο στόχο να τονωθεί το τουριστικό προφίλ της χώρας. Ναι, ήταν ένα αμφιλεγόμενο κτίριο, αλλά τελικά έγινε αποδεκτό από την κοινή γνώμη. Η αθηναϊκή κοινωνία έσπευσε να γεμίσει τα σαλόνια του, το "Βυζαντινό" ήταν γεμάτο κάθε μέρα».
«Εγκλημα, έγκλημα»
Αντιθέτως, ο διάσημος Ελληνας πολεοδόμος και αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Δοξιάδης (1913 - 1975) φαίνεται πως ανήκε στην κατηγορία των Αθηναίων που δεν συμπάθησαν το Χίλτον ποτέ. «Δεν θυμάμαι πολλά, αλλά το μισούσε!», μοιράζεται τις αναμνήσεις από τον πατέρα του ο συγγραφέας και μαθηματικός Απόστολος Δοξιάδης. «Ενώ, αντιθέτως, θαύμαζε τα χαρακτικά του Μόραλη. Ανεβαίναμε συχνά οι δυο μας στον Λυκαβηττό και από τότε που έγινε το Χίλτον, δεν του άρεσε να κοιτάζει κατά 'κει ή όποτε κοιτούσε, αναστέναζε και μονολογούσε "έγκλημα, έγκλημα"».
Ο καθηγητής του ΕΜΠ Παναγιώτης Τουρνικιώτης ήταν οκτώ ετών όταν εγκαινιαζόταν το ξενοδοχείο. «Μπορώ να πω ότι μεγάλωσα μαζί με το Χίλτον και ας είμαι λίγο μεγαλύτερός του. Το γνώρισα λοιπόν σαν να ήταν πάντα εκεί, αυτονόητο, επιβλητικό, σχεδόν μνημειακό, μαζί με όλες τις λειτουργίες του, που ήταν ανοιχτές στην πόλη και άγγιζαν πολλές πτυχές της αθηναϊκής ζωής. Με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, την κλίμακα και τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του, το Χίλτον αναδείχθηκε γρήγορα σε βασικό τοπόσημο για τα ανατολικά του κέντρου. Με τα χρόνια βέβαια και την έρευνα, που είναι μέρος της δουλειάς μου, μπόρεσα να καταλάβω τις αιτίες του. Και αυτό είναι που ωριμάζει καλύτερα στο πέρασμα του χρόνου: η δυνατότητα να βιώνεις τη φαινόμενη πραγματικότητα του αστικού χώρου και την ίδια ώρα να βλέπεις εκείνα που δεν φαίνονται. Μέσα από τις πολλές αντιθέσεις που το έχουν αναδείξει, το Χίλτον είναι ένα "ξένο" σώμα που έγινε τελικά δικό μας». Επομένως; «Δεν μπορώ πια να φανταστώ την πόλη μου χωρίς αυτό».
www.kathimerini.gr