Μας είχαν προϊδεάσει ότι θα ήταν η πιο φιλόδοξη παραγωγή ενός από τα σημαντικότερα και δημοφιλέστερα έργα στην ιστορία του ροκ. Με τα εντυπωσιακότερα σκηνικά, με την πιο εξελιγμένη τεχνολογία, με τετραφωνικό ήχο και όλα αυτά που μπορούν σίγουρα να σε καταπλήξουν, αλλά και λιγάκι να σε υποψιάσουν: όσο ακριβότερο είναι ένα καλλιτεχνικό έργο, όσο ευρύτερο επιδιώκει να είναι το κοινό του τόσο περισσότερο αμβλύνεται συνήθως για να το προσεγγίσει. Μήπως αυτό θα γινόταν και με το «Wall»; Κι όμως, όχι. Προχθές το βράδυ στο Ολυμπιακό Στάδιο ο Ρότζερ Γουότερς έδειξε ότι τα καλούδια της μαζικής κουλτούρας μπορούν δίχως παραχωρήσεις να τεθούν στην υπηρεσία της ποίησης και της πολιτικής θέσης, όταν τουλάχιστον λειτουργεί ως καταλύτης ένας από τους σπουδαιότερους και συγχρόνως εμπορικότερους δημιουργούς.
Τα πυροτεχνήματα της έναρξης μπροστά σ' ένα πανύψηλο τοίχος που εκτεινόταν σε όλο το πλάτος του σταδίου έδωσαν τη θέση τους σε εικόνες δεκάδων απλών ανθρώπων που σκοτώθηκαν στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, στο Βιετνάμ, την Κορέα, το Ιράν, το Αφγανιστάν, ως άμαχοι, στρατιώτες, αλλά και θύματα αστυνομικής βίας. Ανάμεσά τους και ο πατέρας του Βρετανού τραγουδοποιού, που σκοτώθηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ετσι όπως εναλλάσσονταν ηλεκτρονικά τα ανύποπτα, χαμογελαστά τους πρόσωπα, οι εθνικότητες και οι στολές ξεθώριαζαν κάτω από την ανθρώπινη υπόστασή τους, που είχε τόσο άδικα χαθεί.
Περισσότερο η εικόνα στάθηκε στον άτυχο νεαρό Βραζιλιάνο που είχε σκοτώσει η βρετανική αστυνομία το 2005 στο μετρό του Λονδίνου νομίζοντας ότι είναι τρομοκράτης. Αργότερα είδαμε και το συγκλονιστικό βίντεο όπου Αμερικανοί στρατιώτες δολοφονούν εν ψυχρώ άοπλους Ιρακινούς, ένα από αυτά που αποκάλυψε ο υπόδικος στρατιώτης Μάνινγκ μέσω της WikiLeaks. Και για να μη μείνει καμία αμφιβολία, ο Γουότερς αφιέρωσε τη συναυλία «στα θύματα της κρατικής τρομοκρατίας σε όλο τον κόσμο».
Μίλησε για ώρα στα ελληνικά ενθουσιάζοντας το κοινό που είχε γεμίσει τα 2/3 του σταδίου. Αλλωστε, οι σχέσεις των Πινκ Φλόιντ με τη χώρα μας κρατούν από παλιά. Κάποτε όλοι έκαναν διακοπές εδώ. Ο Ρικ Ράιτ υπήρξε παντρεμένος με Ελληνίδα, ο Ντέιβιντ Γκίλμουρ έχει αφιερώσει μία σύνθεσή του στο Καστελόριζο και ο Γουότερς έχει σπίτι στο Πήλιο (κάποτε μάλιστα συμμετείχε ως απλός εισηγητής σ' ένα συνέδριο για το μουσικό θέατρο στον Βόλο).
Μήνυμα με ειδικό ελληνικό ενδιαφέρον δεν υπήρξε προχθές, άλλωστε, ο σαρκασμός της καπιταλιστικής απληστίας και της πολιτικής υστεροβουλίας με ιδεολογικά προσχήματα ταιριάζει παντού. Το τοίχος είχε μετατραπεί σε τεράστια οθόνη, όπου αεροπλάνα έριχναν βόμβες με τη μορφή των σημάτων του ισλαμισμού, του κομμουνισμού, του σιωνισμού, της Shell, της Mercedes, ενώ ένα μεγάλο μπαλόνι με τη μορφή γουρουνιού, που παρέπεμπε στο «Animals», αιωρούνταν από πάνω μας καθησυχάζοντας: «Ολα θα πάνε καλά, όσο συνεχίζετε να καταναλώνετε».
Τα απαστράπτοντα ηλεκτρονικά εφέ, τα ευφάνταστα καλλιτεχνικά καρτούν, τα κοστούμια που κατάγγελλαν τα φασιστικά τάγματα κάθε εποχής και χώρας, οι εφιαλτικές, πανύψηλες μαριονέτες με τη μορφή πότε του σαδιστή δασκάλου, πότε της καταπιεστικής μάνας- ερωμένης, ο κρυστάλλινος ήχος που μας περικύκλωνε, τα live (αλλά και προηχογραφημένα) μέρη συνέβαλαν ώστε η υπόσχεση να κρατηθεί: ήταν όντως η πιο εντυπωσιακή παραγωγή ενός κορυφαίου έργου του ροκ, που αριθμεί ήδη 192 παραστάσεις και 3,3 εκατ. θεατές σε όλο τον κόσμο. Δίχως, όμως, ο πλούτος του θεάματος να ενδίδει στον νεοπλουτισμό. Και δίχως οι πολιτικές αιχμές να οδηγούν στον διδακτισμό. Γιατί πάνω απ' όλα αυτά κυριαρχούσαν η μουσική και οι στίχοι ενός καλλιτέχνη που παραμένει δημιουργικός και συνεπής στις αρχές του. Ενας συνδυασμός που δεν συναντάμε πολύ συχνά...
www.kathimerini.gr