Το άδειο κουφάρι του πρώην Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών στην οδό Σοφοκλέους, έναν χώρο συμβολικά φορτισμένο, όπου θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι βρίσκονται οι απαρχές της μεγαλόσχημης και υπερφίαλης νέας Ελλάδας, επέλεξαν οι διοργανωτές της 4ης Μπιενάλε της Αθήνας με σκοπό να στήσουν «μια έκθεση και έναν τεράστιο κοινωνικό χώρο». Αυτή η φράση συνοψίζει και τη φιλοσοφία της φετινής Μπιενάλε, που παρουσιάζεται πιο εξωστρεφής από κάθε άλλη φορά. Ενώ ο «Μονόδρομος», η προηγούμενη Μπιενάλε (2011), επιχείρησε να αναστοχαστεί τη νεότερη ελληνική ιστορία και τις απαρχές της κρίσης, η φετινή, ανταποκρινόμενη στις τρέχουσες συνθήκες και στη σκληρή πραγματικότητα, θέτει σε λειτουργία ένα συνεργατικό μοντέλο για την παραγωγή μιας έκθεσης.
«Και τώρα τι;». Αυτό το ερώτημα διατυπώνουν οι επιμελητές, που δεν είναι ούτε ένας ούτε δύο ούτε τρεις, αλλά περισσότεροι από τριάντα, καινοτομία αλλά και εξαιρετικά δύσκολο πείραμα, σε μια χώρα όπου η συλλογικότητα δεν αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της. Ισως, όμως, αυτή η πολυφωνία να είναι και το σημαντικότερο όπλο της φετινής Μπιενάλε, που επιλέγει τον τίτλο «Αgora» για να δηλώσει τις προθέσεις της: ανταλλαγή απόψεων και κριτική αντιπαράθεση, συμπαραγωγή νοήματος.
Η 4η Μπιενάλε της Αθήνας πραγματοποιείται από μια ομάδα καλλιτεχνών, επιμελητών, θεωρητικών και επαγγελματιών από τον χώρο της δημιουργίας, η οποία έχει συσταθεί ειδικά για την περίσταση. Μιλήσαμε με κάποιους απ' αυτούς.
«Η Μπιενάλε προσπαθεί να πιάσει τον παλμό της εποχής, να κάνει μια ακτινογραφία τού σήμερα την οποία διαφυλάττει για το μέλλον. Τα τελευταία δύο χρόνια, όμως, η Ελλάδα έχει αλλάξει τουλάχιστον τέσσερις φορές. Είναι σχεδόν αδύνατο λοιπόν να πει ένας επιμελητής ότι μπορώ εγώ με τις δυνάμεις μου να καταγράψω αυτό που γίνεται», επισημαίνει ο Poka-Yio, εικαστικός καλλιτέχνης και εκ των ιδρυτών της Μπιενάλε. «Οπότε καταλάβαμε ότι δεν είναι δυνατόν να δουλέψουμε όπως δουλεύαμε μέχρι σήμερα, με τον τρόπο που δουλεύουν συνήθως οι Μπιενάλε. Ετσι, αλλάξαμε τη διαδικασία. Δημιουργήθηκε μια πολύ μεγάλη ομάδα, όπου ο καθένας κομίζει αυτό που πιστεύει. Προσπαθήσαμε να μην έχουμε εκθέματα και κοινό, αλλά το κοινό να συμμετέχει και να συνδημιουργεί. Είναι κάτι πολύπλοκο και δύσκολο. Δεν ξέρω αν θα πετύχει το πείραμα, αν αυτό που θα φτιάξουμε θα έχει νόημα για τον κόσμο, αλλά θέλουμε ο κόσμος να συμμετάσχει. Για πρώτη φορά προσπαθούμε να είμαστε τόσο εξωστρεφείς και να κάνουμε κάτι συλλογικό. Γιατί δεν έχω εγώ τη λύση, δεν έχεις εσύ τη λύση, δεν υπάρχει μία λύση. Ο κόσμος, όμως, έχει διάθεση να μιλήσει. Γεννιέται μια καινούργια πολιτική συνείδηση. Γίνονται μικρές συλλογικές κινήσεις. Αυτό που κάνουμε φέτος δεν είναι μια έκθεση, είναι ένας μηχανισμός. Δεν είναι μια πρόταση όσο ένα κέλυφος για να υπάρχουν προτάσεις».
Ο χώρος του πρώην Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών έχει κάτι εμβληματικό. Σταμάτησε να λειτουργεί πριν από επτά χρόνια και πρόκειται για ένα «ερείπιο» της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας της Ελλάδας. «Είναι ένα πολύ ισχυρό επιβλητικό σκηνικό, διότι πολλά στοιχεία της αρχιτεκτονικής του κτιρίου έχουν παραμείνει, αλλά οτιδήποτε είχε να κάνει με τον τεχνολογικό του εξοπλισμό έχει αφαιρεθεί, αφήνοντας ένα κουφάρι. Εχουν αφαιρεθεί δηλαδή όλες οι φλέβες του», μας λέει ο Κωστής Σταφυλάκης, θεωρητικός τέχνης-εικαστικός.
«Αυτό είναι αρκετά σαγηνευτικό από μόνο του και σε υποβάλλει σε έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης. Δεν θα μπορούσε να γίνει εκεί μέσα μια οποιαδήποτε έκθεση. H κεντρική αίθουσα των συνεδριάσεων, ο μεγάλος χώρος του ισογείου, δεν θα μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε εκθεσιακός χώρος ο οποίος θα φιλοξενούσε μέσα μια σειρά ωραίες εγκαταστάσεις, γιατί, αναγκαστικά, σου υπενθυμίζει την πρότερη λειτουργία του. Επομένως διατηρείται ως πεδίο ανταλλαγής απόψεων. Η λειτουργία του φέρει ξανά το στοιχείο της Αγοράς, το οποίο άλλωστε η φετινή διοργάνωση θέλει να τοποθετήσει στο επίκεντρο». Οι διοργανωτές φυσικά δεν αδιαφόρησαν για την κοινωνική, πολιτική και οικονομική αναταραχή των τελευταίων χρόνων ούτε για το γεγονός ότι αναδείχθηκαν συλλογικές διαδικασίες, μορφές συσπείρωσης και διαμαρτυρίας, κοινωνικά δίκτυα. «Οπωσδήποτε η Αγορά δεν είναι απλώς μια ενσωμάτωση αυτών των διαδικασιών στο εσωτερικό της καλλιτεχνικής διοργάνωσης», εξηγεί ο Κ. Σταφυλάκης. «Αυτό είναι κάτι το οποίο είδαμε και διεθνώς να γίνεται αρκετές φορές. Κινήματα, όπως λ.χ. οι Occupy, να αναπαρουσιάζονται εντός των καλλιτεχνικών διοργανώσεων και των Μπιενάλε, δημιουργώντας αυτή την αίσθηση του ζωολογικού κήπου. Ο θεατής επισκέπτεται έναν ζωολογικό κήπο. Δεν θέλουμε να αναπαραγάγουμε κάτι τέτοιο, αλλά να δημιουργήσουμε τις συνθήκες διαλόγου πάνω στα σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα. Δεν θέλουμε απλώς να απευθύνουμε μια ουδέτερη πρόσκληση απέναντι σε οτιδήποτε βρίσκεται έξω, στον δρόμο. Θέλουμε οτιδήποτε θα αποφασίσει να δραστηριοποιηθεί εντός της Αγοράς να τεθεί σε ένα πλαίσιο που επιτρέπει τον κριτικό αναστοχασμό».
www.kathimerini.gr