«Θεωρώ ότι το Βρετανικό Μουσείο θα ήταν ανοιχτό στο να μοιραστεί τα Ελγίνεια Μάρμαρα, αρκεί να μη γίνει έμμονη ιδέα σε ποιον ανήκουν πραγματικά», αναφέρει, αναγνωρίζοντας πως το Μουσείο «έχει ώς ένα βαθμό αναγνωρίσει τη βαθιά σημασία που έχουν για την Ελλάδα» και πως το ενδεχόμενο δανεισμού κάποιων από τις αρχαιότητες «έχει πρακτικά τεθεί υπό σκέψη». Υποστηρίζει, πάντως, ότι δεν τον ενθουσιάζει η ιδέα τα Γλυπτά να «ταξιδεύουν μπρος-πίσω σε όλον τον κόσμο», αλλά και ότι η οριστική επιστροφή τους μάλλον δεν θα ήταν «μια πολύ καλή κίνηση».
Με το επιχείρημα ότι ακόμα κι αν επιστρέφονταν, τα Γλυπτά θα ήταν αδύνατον να επανατοποθετηθούν στον Παρθενώνα «λόγω της μόλυνσης», ο Νίκολας Πέινι ισχυρίζεται πως «η ιδέα ότι μπορεί κάποιος να γυρίσει το ρολόι προς τα πίσω» είναι ένας «συναισθηματικός μύθος». Το μνημείο «είναι ερείπιο και τα Μάρμαρα είναι πολύ κατεστραμμένα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τα δει κάποιος όπως ήταν στην αρχική τους θέση», προσθέτει.
Το συγκεκριμένο επιχείρημα, ότι δηλαδή η επιστροφή αρχαιοτήτων σ' ένα μουσείο του τόπου προέλευσής τους δεν ισοδυναμεί με την επανατοποθέτησή τους στην αρχική τους θέση, έχει χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές στο παρελθόν απ' όσους τάσσονται ενάντια στον επαναπατρισμό των Μαρμάρων και άλλων πολιτισμικών θησαυρών. Στις 13 Φεβρουαρίου, ο δημοσιογράφος Mark Hudson χρησιμοποίησε την ίδια φράση, σχετικά με το «ρολόι που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω», σ' ένα άρθρο του στη «Daily Telegraph», προκειμένου να υποστηρίξει ότι στον «σύγχρονο, μεταμοντέρνο, μετα-εθνικιστικό κόσμο» τα Μάρμαρα του Παρθενώνα «είναι εξίσου βρετανικά όσο και ελληνικά». Η συζήτηση για την επιστροφή ή μη των Γλυπτών εξακολουθεί να απασχολεί -και να διχάζει- τη βρετανική κοινή γνώμη μετά την πολυσυζητημένη δήλωση του Τζορτζ Κλούνεϊ.
www.kathimerini.gr