Προέρχονται από παράνομες ανασκαφικές δραστηριότητες στη Θεσσαλία και είχαν μεταφερθεί στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Εκεί τα ανακάλυψαν οι ιθύνοντες του Pfahlbau Museum, στο κρατίδιο της Βάδης - Βυτεμβέργης, μετά τον θάνατο εκείνου που τα είχε κλέψει. Ο διευθυντής Γκίντερ Σέμπελ αποφάσισε πως είναι ζήτημα τιμής να τα επιστρέψουν στην Ελλάδα. Κάτι που έγινε προχθές, με μια επίσημη τελετή στο μουσείο, παρουσία του Staatssekretaer του υπουργείου Επιστημών, Ερευνας και Τεχνολογίας, Jurgen Walter, του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Στουτγάρδη, Παναγιώτη Πάρτσου, κ.ά.
Η επιστροφή αφορά 10.600 όστρακα (σπαράγματα αγγείων), λίθινα τέχνεργα, λεπίδες οψιανού και πυριτόλιθου, οστεολογικό υλικό, που προέρχονται από παράνομες ανασκαφικές δραστηριότητες των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής, από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο του 1941 σε 38 μαγούλες, σε γήλοφους, στη Θεσσαλία.
Ο υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Κωνσταντίνος Τασούλας, με χαιρετισμό του επεσήμανε τον υψηλό συμβολισμό της χειρονομίας, ενώ μνημόνευσε περιστατικά αρπαγής αρχαιοτήτων, πυρπόλησης εκκλησιών και μοναστηριών, καταστροφής αρχαίων για την κατασκευή οχυρωματικών έργων, που καταγράφηκαν στην Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής.
Η Γενική Διευθύντρια Προϊστορικών Κλασικών Αρχαιοτήτων Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη ανέφερε ότι καταβάλλεται τιτάνια προσπάθεια από τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών να καταγραφούν και να τεκμηριωθούν αρχαιότητες και πολιτιστικά αγαθά, τα οποία εκλάπησαν στη διάρκεια της Κατοχής 1941 ? 44 ώστε να ζητηθεί ο επαναπατρισμός τους.
Την ανάγκη επαναπατρισμού παρανόμως εξαχθέντων αρχαίων αλλά και της συνεργασίας μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδος σημείωσαν με έμφαση και οι Γερμανοί ομιλητές, Γιούργκεν Βάλτερ και Γκίντερ Σέμπελ. «Λύσαμε μια αστυνομική περιπέτεια της εποχής του λίθου με τη βοήθεια της επιστήμης και των αρχείων - οι αρχαιότητες επιστρέφουν πίσω» είπε ο δεύτερος.
Κατά την εκτίμησή του, οι γερμανικές αποθήκες κρύβουν πολλούς ανάλογους θησαυρούς. Αγνωστη παραμένει η τύχη οκτώ κιβωτίων τα οποία είχαν παραμείνει στον Βόλο και τα οποία περιελάμβαναν τα σημαντικότερα ευρήματα των ανασκαφών στη Θεσσαλία.
Πριν από τον πόλεμο οι αρχαιολογικές έρευνες στην Ελλάδα διεξάγονταν με την άδεια του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα και του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού. Στο διάστημα της κατοχής ξέσπασε μια διένεξη ανάμεσα στην κλασική αρχαιολογία και το Ινστιτούτο και αρχαιολόγους σε διάφορες υπηρεσίες του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, σύμφωνα με την Ντόιτσε Βέλε.
«Δεν ήταν ο Χίτλερ που έστειλε τους αρχαιολόγους στις χώρες που κατέλαβε. Οι αρχαιολόγοι υποστήριζαν ότι οι ανασκαφές θα έπρεπε να γίνουν για ιδεολογικούς λόγους. Οι συγκεκριμένοι ήταν μέλη του Κομάντο Ρόζενμπεργκ, της οργάνωσης Γενεαλογική Κληρονομιά (Ahnenerbe) των SS όπως και άλλων εθνικοσοσιαλιστικών οργανώσεων».
Στόχος των ανασκαφών των εθνικοσοσιαλιστικών αρχαιολόγων στην Ελλάδα ήταν να τεκμηριώσουν την κάθοδο γερμανικών φυλών στην Ελλάδα κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Υπεύθυνος των ανασκαφών στη Θεσσαλία ήταν ο Χανς Ράινερτ, ο οποίος μετά τον πόλεμο έγινε διευθυντής του Μουσείου Πφάλμπαου. Μόλις μετά τον θάνατό του το 1990, ο διάδοχός του, ο νυν διευθυντής Γκίντερ Σέμπελ, ανακάλυψε τα ελληνικά ευρήματα.
ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Οι αρχαιότητες θα μεταφερθούν αρχικώς στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και κατόπιν στις χωρικά αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων.
www.ethnos.gr