είχε διαχυθεί στο Διαδίκτυο και δημιουργούσε μια σκυταλοδρομία που συμβόλιζε, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που ένιωθαν οι Αθηναίοι: συναισθηματική ασφυξία. Η φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη έγινε οψίμως διάσημη, τυπώθηκε ως ευχετήρια κάρτα και έγινε ατύπως «νεο-αστικό» σύμβολο αισιoδοξίας εκείνης της «μακρινής», επιθυμητής εποχής. Δημιουργήθηκε ένα ψυχικό κενό σαν όρυγμα. Και υψώθηκε μια ανάγκη.
Η αίσθηση της παρακμής
Η Αθήνα είναι πλέον μια πόλη που λίγο συμβάλλει σε αυτό που θα λέγαμε τελετουργία του αστικού παραμυθιού, και αυτή η έλλειψη δεν παρατηρείται μόνο τα Χριστούγεννα. Απλώς, στη γιορτινή περίοδο, το σκοτάδι της πόλης υπογραμμίζει την αίσθηση της παρακμής. Δεν ήταν πάντα έτσι. Και η διαφορά στη σύγκριση δεν έχει να κάνει μόνο με τα μακρινά χρόνια του '60 και της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και με την πρόσφατη δεκαετία του 2000 και της ψευδεπίγραφης ευημερίας. Εντυπωσιάζει η σύγκριση των εικόνων από την πλατεία Συντάγματος. Αρκεί να δει κανείς τα πυροτεχνήματα, το καρουζέλ, το «ψηλότερο δέντρο της Ευρώπης», την πλατεία να καταυγάζει σε ένα φως χαράς. Από την εποχή των «Αγανακτισμένων» και μετά, η πλατεία Συντάγματος απώλεσε το «δικαίωμα» και τη δυνατότητα να αυτοπροσδιορίζεται, καθώς αγωνίζεται να καθορίσει και πάλι μια στοιχειώδη ταυτότητα πλατείας υπέρ των πολιτών. Παρά την εκ νέου λειτουργία του σιντριβανιού και τον ευπρεπισμό της πλατείας με την ιδιωτική χορηγία του κ. Θανάση Λασκαρίδη, το Σύνταγμα δεν είναι αυτό που ήταν. Δεν έχει χαρά, έχει ένταση. Δεν μπορεί να εκπέμψει τις βασικές αρχές του δημόσιου αγαθού και του κοινώς νοούμενου αστικού συμφέροντος.
Φέτος, ήρθε να προστεθεί και το θέμα με τους Σύρους πρόσφυγες, γεγονός που, πέραν των προφανών προεκτάσεων, προκάλεσε και αμηχανία για τον όποιον εορταστικό στολισμό. Ούτως ή άλλως, η πλατεία Συντάγματος τα τελευταία χρόνια έχει σκοπίμως και σχεδόν παθητικά αποσυρθεί από την προθήκη της εορταστικής πόλης, με διασπορά των εκδηλώσεων περιμετρικά και τη δημιουργία συμπληρωματικών αστικών πόλων ως απόπειρες αντίβαρου. Η Τεχνόπολη στο Γκάζι και οι πλατείες Κοτζιά και Κλαυθμώνος σχηματίζουν μια ζώνη δορυφόρων που ικανοποιεί ώς ένα βαθμό την ανάγκη για εορταστική ατμόσφαιρα αλλά επ' ουδενί δεν μπορεί να προσφέρει αυτό που έχει ανάγκη μια πρωτεύουσα τόσο από άποψη αισθητικού περιβάλλοντος όσο και από άποψη κοινωνικής συνοχής.
Ακόμη και στις «καλές εποχές», η πλατεία Συντάγματος ήταν ένα πεδίο πειραματισμού. Εύκολου και δαπανηρού. Ωστόσο, λειτουργούσε ως πλατφόρμα για ασκήσεις φαντασμαγορίας και ορισμένες φορές υπήρχε η στιγμιαία αίσθηση της παράλληλης ζωής ως τελετουργίας του άστεως.
Αυτή είναι άλλωστε και η προέκταση ενός δημόσιου στολισμού: η διάρρηξη της πραγματιστικής κανονικότητας και η υποδοχή, με τρόπο τελετουργικό και σκοπίμως ψευδαισθητικό, της αστικής εμπειρίας ως υπέρβασης των αισθήσεων. Εικόνες από τις μεγαλουπόλεις της Δύσης τείνουν να προσομοιάζουν με φωτισμένες σκηνές θεάτρου όπου το υπερρεαλιστικό στοιχείο συγκατοικεί με το βίωμα της στιγμής. Η αλήθεια διαθλάται.
Στην πλατεία Συντάγματος, η «λύση» με το καραβάκι προέκυψε μετά την αποδοχή της άποψης ότι το έλατο είναι «πρόκληση» (ως αστικό σύμβολο, ως εικόνα πλούτου και ισχύος, ως σταθερός στόχος αντισυστημικής παραβατικότητας). Επιπλέον, το «καραβάκι», ως εξάρτημα της ελληνικής χριστουγεννιάτικης παραφιλολογίας, εξυπηρετεί και το αίτημα μιας επινοημένης παράδοσης, που εφησυχάζει και στρογγυλεύει τις εντάσεις που δημιουργούν τα σύμβολα.
Το «καραβάκι»
Το «καραβάκι» στην πλατεία Συντάγματος μένει πλέον ως σύμβολο της ταπεινής Αθήνας. Επιπλέον, είναι και ένα βολικό σύμβολο που παράλληλα δείχνει και τη σταδιακή επικράτηση όλων εκείνων των τάσεων, από τη Μεταπολίτευση και μετά, που ευθέως ή υπαινικτικά κατασκεύασαν την εθνικολαϊκή εικόνα της κοινωνίας, που έμελλε να γίνει κυρίαρχη. Μένει ως ερώτημα αν θα δούμε πάλι έλατο στην πλατεία Συντάγματος. Αν θα «ωριμάσουν» οι καιροί που ακόμη και για ένα τέτοιο θέμα, πρέπει, στην Ελλάδα, να περάσουμε μέσα από μυλόπετρες συμβόλων και εμμονών. Ας χαρούμε, φέτος, όσο μπορούμε. Ελπίζοντας, πάντα.
Έντυπη