Είναι η «νέα πόλις» της πολυεθνικής μητρόπολης των Βαλκανίων, έχει την ίδια έκταση με τον παραδοσιακό πυρήνα και είναι η μόνη περιοχή που αναπτύσσεται βάσει σχεδίου. Ολα αυτά, και ακόμα περισσότερα, που προέκυψαν στην πορεία μιας πολυδαίδαλης και απαιτητικής έρευνας, δικαιολογούν το ζωηρό ενδιαφέρον του γνωστού ερευνητή της αρχιτεκτονικής και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Βασίλη Κολώνα, ο οποίος παραδίδει στην ελληνική βιβλιογραφία το πρώτο οργανωμένο εκδοτικό ντοκουμέντο για μια λιγότερο προβεβλημένη πτυχή της πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής εξέλιξης της Θεσσαλονίκης.
Το βιβλίο του, ένας πυκνός σε ιστορικά στοιχεία και φωτογραφικά τεκμήρια τόμος (πολύτιμη η συνεισφορά πολλών ιδιωτικών αρχείων) με τον τίτλο «Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών, Εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885-1912)», κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τον εκδοτικό οίκο University Studio Press και προσφέρει μια νέα, σύνθετη ματιά στην πόλη.
Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά στις Εξοχές ως διακριτή συνοικία γίνεται το 1885 στο συνοπτικό φορολογικό βιβλίο Hulasa. Σε έγγραφο των Οθωμανικών Πρωθυπουργικών Αρχείων (1894) διαβάζουμε ότι στην περιοχή ήταν εγκατεστημένοι 154 μουσουλμάνοι, 414 Ελληνες, 5 Εβραίοι και 25 Βούλγαροι. Δεκαεννέ χρόνια μετά, στην απογραφή της Γενικής Διοίκησης Mακεδονίας του 1913, εντοπίζονται 12.593 Eλληνες (49%), 5.838 Eβραίοι (23%), 4.462 μουσουλμάνοι (17,6%), 1.103 Bούλγαροι (4,3%) και 1.445 ξένοι υπήκοοι (5,7%).
Καθοριστικά γεγονότα για την ανάπτυξη της νέας συνοικίας υπήρξαν η πυρκαγιά του 1890 και η συγκοινωνιακή σύνδεση με ιππήλατο τραμ δύο χρόνια αργότερα. Η κατεδάφιση των νοτιοανατολικών τειχών το 1889 και η χάραξη της λεωφόρου Χαμηδιέ (σημερινή Βασιλίσσης Ολγας) εξασφαλίζουν την άρση των φυσικών εμποδίων για την επέκταση της πόλης και σηματοδοτούν την πρώτη εκτός των τειχών πολεοδομική επέμβαση.
Μετά την πυρκαγιά του 1890, ελληνικής καταγωγής, κυρίως, κάτοικοι της παλιάς πόλης μετακινούνται προς τις Εξοχές. Ετσι ο αρχικά παραθεριστικός οικισμός αποκτά σταδιακά αστικό χαρακτήρα.
Από τα κτίρια που έχουν ταυτιστεί και τα οποία παρουσιάζονται με λεπτομέρεια στην τρίτη και βασική ενότητα του βιβλίου, βγαίνει το συμπέρασμα ότι πολλοί από τους κατοίκους της νέας συνοικίας ανήκουν σε υψηλά κοινωνικά στρώματα, διαθέτουν ιδιαίτερη οικονομική άνεση και κατέχουν σημαντικά αξιώματα. Ανάμεσά τους Οθωμανοί αξιωματούχοι, πρόξενοι, διευθυντές τραπεζών, ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι κ.λπ. Η κεντρική λεωφόρος γίνεται γρήγορα ονομαστή για τα «μεγαλοπρεπέστατα» μέγαρά της, ορισμένα από τα οποία επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Μία από τις πιο αναπάντεχες ανακαλύψεις του συγγραφέα είναι ότι από τα δημόσια κτίρια που καταγράφονται στην έκδοση διασώζεται περίπου το 30%, ενώ για τα ιδιωτικά, το αντίστοιχο ποσοστό κινείται πάλι σε υψηλά επίπεδα, κοντά στο 25%.
Σχετική έκπληξη προκαλεί, επίσης, και η πληθωρική παρουσία του οθωμανικού στοιχείου στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης. Μέχρι σήμερα δύο παράλληλες αφηγήσεις, μία εβραϊκή και μία ελληνική-χριστιανική, μονοπωλούσαν τη νεότερη Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα επιχειρεί ως προς αυτό μια τομή που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
www.kathimerini.gr