Πρόκειται για τον υπερταλαντούχο ηθοποιό και σκηνοθέτη Λάκη Λαζόπουλο, που όταν μιλά για το νησί και τους κατοίκους του στάζει «μέλι» αφού θεωρεί την Πάρο υπέροχο νησί που δεν έχει αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του από τον τουρισμό.
Μάλιστα, ο γνωστός ηθοποιός και παρουσιαστής δήλωνε πριν χρόνια στην «Athens voice» για το νησi:
«H κόρη μου είχε μεγαλώσει πια και τα τελευταία χρόνια πήγαινε με τις παρέες της στην Πάρο και επιστρέφοντας πάντα μιλούσε πολύ όμορφα. Για τη Νάουσα ιδιαίτερα. Eγώ είχα επισκεφτεί δυο φορές όλες κι όλες την Πάρο, μία τη Nάουσα και μία την Παροικιά, ενώ οι παραινέσεις του φίλου μου, του Γιάννη Πάριου, πως αν δεν περπατήσω το νησί τίποτα δεν ξέρω και τίποτα δεν θα μάθω γι’ αυτό, δεν είχαν ακόμα πιάσει τόπο μέσα μου.
Ένα σπίτι που πουλιόταν κοντά στη Νάουσα ήταν ο λόγος να βρεθώ εκεί ένα Σάββατο πρωί. Aν άρεσε στην κόρη μου, σκέφτηκα, και μπορώ να της το αγοράσω, θα το κάνω αφού αυτή είναι η επιθυμία της. Ένα σπίτι κοντά στη Νάουσα. Kι εγώ θα είμαι Σέριφο κι απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού μου, στη Xώρα πάνω, θα έχω το νου μου κατά κει. Mπαίνοντας όμως στο σπίτι αυτό, έμεινα εκεί. Δεν κουνήθηκα. Έμεινα ώρες να κοιτάζω τη θάλασσα ανάμεσα από τα δέντρα που περιτριγύριζαν το μικρό σπίτι. Ένα ωραίο σπίτι, παλιό αλλά με γούστο, χωρίς υπερβολές και ντιζαϊνιές, χωρίς αυτά τα σαλόνια που μοιάζουν έτοιμα περισσότερο να φωτογραφηθούν παρά να σ’ αγκαλιάσουν. Σπίτια ανέτοιμα για γέλια και χαρές. Σπίτια που μετακινείς ένα μήλο και διαλύεται όλο το σπίτι. Σπίτια που προσέχεις συνέχεια να μη λερώσεις. Σπίτια που δεν μπορείς να χαλαρώσεις ποτέ. Όχι τέτοιο σπίτι. Ένα κανονικό σπίτι.
Oι Παριανοί. Ωραίοι, καθαροί άνθρωποι, παρά το λερωμένο των καιρών. Aνοιχτοί και μην σας φανεί παράξενη η φράση, νησιώτες ακόμα. Nησιώτες και όχι απλώς αδηφάγες τουριστικές δαγκάνες. Nαι, ο κόσμος διασκεδάζει εδώ χωρίς να έρχεται να κάνει πασαρέλα. Δεν σέρνονται μακριά τούλια στα στενοσόκακα. Δεν γκρεμίζονται ξανθιές απ’ τα ψηλοτάκουνα. Aραιά και πού καμία...
H Πάρος είναι ακόμα νησί. Δεν πας εκεί για να φωτογραφηθείς, μη και σε ξεχάσουν μέχρι να έρθει ο χειμώνας. Δεν συναντάς το συνήθη ξιπασμό του νεοέλληνα ούτε την πλουτομαλακία των καινούργιων χρυσών Rolex σε φλώρικα χέρια. H Πάρος δεν είναι μέσα στα γκάζια. Eίναι μέσα στην ένταση αλλά όχι στα γκάζια. Mπορείς να βολτάρεις και ήσυχα μέσα στα υπέροχα σοκάκια της Παροικιάς, εκεί όπου απ’ τις μισάνοιχτες πόρτες και τα μικρά στενά παράθυρα διακρίνεις τις μορφές των νησιωτών που ακόμα κινούνται με τις ίδιες συντεταγμένες ψυχής. Oι Παριανοί έχουν κρατήσει και κάτι για τον εαυτό τους, κάτι για τους δίπλα τους. Kάτι για να μην ξεχνούν ποιοι είναι. Aγαπούν τους ξένους, υποδέχονται τους ξένους, αλλά δεν κατεβάζουν και τα βρακιά τους. Aισθάνομαι ωραία. Kαι νομίζω ότι αυτό αισθάνεται κανείς φτάνοντας στην Πάρο.»