Καθώς οι εμβολιασμένοι πληθαίνουν, αρχίζει να γίνεται όλο και πιο πιεστικό το ερώτημα του πότε θα μπορούν να βγουν έξω χωρίς μάσκα. Το ζήτημα φυσικά δεν περιορίζεται στην χρήση της μάσκας, αλλά εμπεριέχει ένα αίτημα για επιστροφή στην κανονικότητα, αγκαλιές με αγαπημένους, συναντήσεις με φίλους, συναυλίες, εστιατόρια και τόσα άλλα πράγματα που παραμένουν απαγορευμένα.
Ωστόσο η πανδημία δεν έχει ακόμα τελειώσει και οι ειδικοί καλούν τους εμβολιασμένους να κάνουν για λίγο καιρό ακόμα υπομονή.
Η κατάργηση της μάσκας στους δημόσιους χώρους θα εξαρτηθεί από τον ρυθμό μείωσης των κρουσμάτων και τον αριθμό των ανθρώπων που δεν έχουν εμβολιαστεί ακόμα σε μια κοινότητα.
Ποιος είναι ο λόγος; Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ακόμα με βεβαιότητα αν οι εμβολιασμένοι μεταδίδουν τον ιό σε όσους δεν έχουν ακόμη εμβολιαστεί, μια που τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά στην προστασία από σοβαρή ασθένεια και θάνατο, μια που άλλωστε γι’ αυτήν ακριβώς τη λειτουργία δοκιμάστηκαν.
Πρόκειται για κάτι συνηθισμένο στα εμβόλια, την ίδια “αδυναμία” παρουσιάζουν τα εμβόλια κατά της γρίπης, του ροταϊού, της πολιομυελίτιδας και του κοκκύτη.
Τα ως τώρα στοιχεία για τη μεταδοτικότητα
Η έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί ως τώρα είναι στα πρώτα στάδια, αλλά οι ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές. Όπως σημειώνει η εφημερίδα New York Times, γνωρίζουμε με σχετική βεβαιότητα ότι η μεταδοτικότητα δεν μειώνεται κατά 100%, ωστόσο ακόμα και με μείωση της τάξης του 80% οι εμβολιασμένοι θα μπορούν να ξεχάσουν τις μάσκες, ειδικά από τη στιγμή που μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού θα έχει ήδη εμβολιαστεί και καθώς τα κρούσματα, οι νοσηλείες και οι θάνατοι θα μειώνονται.
Όπως δήλωσε ο δρ. Φάουτσι, “Όλοι θα πρέπει να φορούν μάσκες μέχρι να αποδείξουμε ότι τα εμβόλια προλαμβάνουν την μετάδοση”.
Οι αποδείξεις αυτές δεν υπάρχουν ακόμα επειδή οι κλινικές δοκιμές για τα εμβόλια σχεδιάστηκαν για να ελέγξουν την αποτελεσματικότητά τους στην πρόληψη σοβαρής ασθένειας και θανάτου, που συνήθως έχει να κάνει με τις επιπτώσεις του ιού στους πνεύμονες. Η μεταδοτικότητα, από την άλλη, βασίζεται στην ανάπτυξη του ιού στη μύτη και τον λαιμό.
Ενισχυμένο από το εμβόλιο, το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να αντιμετωπίσει πιο γρήγορα τον ιό, μειώνοντας την περίοδο επώασης και το ιικό φορτίο στη μύτη και τον λαιμό, μειώνοντας και την μεταδοτικότητα.
Οι μελέτες σε πιθήκους στηρίζουν αυτή τη θεωρία. Τα στοιχεία όμως είναι ακόμα μικρής κλίμακας. Σε κλινική δοκιμή της Johnson & Johnson μεταξύ 3.000 εμβολιασμένων ο κίνδυνος μετάδοσης έδειξε να μειώνεται κατά 74%.
Καθώς οι συμμετέχοντες σε κλινικές δοκιμές τείνουν να είναι γενικότερα πιο προσεκτικοί, τα στοιχεία αυτά δεν είναι απολύτως αξιόπιστα. Ωστόσο μία μελέτη στη Σκωτία πραγματοποιούσε τεστ κάθε δύο εβδομάδες, ασχέτως συμπτωμάτων,σε υγειονομικούς που είχαν λάβει το εμβόλια της Pfizer/BioNTech. Η αποτελεσματικότητα του εμβολίου στην πρόληψη της μετάδοσης ήταν 70% μετά την πρώτη δόση και 85% μετά την δεύτερη.
Ερευνητές στο Ισραήλ εξέτασαν τις μολύνσεις μεταξύ 600.000 περίπου εμβολιασμένων και στη συνέχεια εντόπισαν τις επαφές τους. Η μείωση της μετάδοσης ήταν 46% μετά την πρώτη δόση και 92% μετά την δεύτερη.
Παρόλα αυτά, οι αλλαγές στην καθημερινότητα θα μπορούν να εφαρμοστούν όταν θα έχει πλέον εμβολιαστεί ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού.
Ως τότε, οι μάσκες και οι υπόλοιποι κανόνες αποφυγής της μετάδοσης θα εξακολουθούν να ορίζουν την κανονικότητά μας.
iefimerida.gr