Η ερευνήτρια - επιστήμονας στο NYU School of Global Public Health και μεταδιδακτορική συνεργάτις κρίσεων Σχολή Δημόσιας Υγείας Chan του Πανεπιστημίου Harvard T.H. συστήνει εγρήγορση και εφαρμογή μιας στρατηγικής πολλαπλών μέτρων που θα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: συχνά διαγνωστικά τεστ και πιστή εφαρμογή της μάσκας.
Για την αντιμετώπιση του στελέχους Δέλτα δεν αρκεί μόνο ο εμβολιασμός
«Είναι σαφές σε όλους πλέον ότι το στέλεχος Δέλτα και οι παραλλαγές του δεν αντιμετωπίζονται μόνο με ένα μέτρο, π.χ. τον εμβολιασμό. Σίγουρα δεν έχω αρκετή αλαζονεία για να κάνω προβλέψεις για το μέλλον της πανδημίας, αλλά πιστεύω ότι απαιτείται η εφαρμογή στοχευμένων στρατηγικών, που ήδη δοκιμάζονται σε διάφορα μέρη του κόσμου, γύρω από το τι πρέπει να κάνουμε, τόσο εμείς οι ενήλικοι όσο και τα παιδιά», τονίζει η Ράχελ Πιλτς Λεμπ.
Μέσα απ’ αυτές τις στρατηγικές, τα άτομα που μπορεί να έχουν εκτεθεί στον SARS CoV-2 θα μπορέσουν να συνεχίσουν να παίρνουν μέρος στις καθημερινές δραστηριότητες, π.χ. εργασία, σχολείο κ.ά. όσο συνεχίζουν να είναι αρνητικοί στα τεστ ταχείας ανίχνευσης του αντιγόνου του ιού για επτά συνεχόμενες μέρες.
Το γρήγορο τέστινγκ είναι ένας τρόπος για να επιστρέψουμε στην καθημερινότητά μας
«Η ιδέα αυτή βασίζεται στον γρήγορο έλεγχο, που θα πρέπει να είναι διαθέσιμος σε κάθε περιοχή, ώστε να μην παρεμποδίζεται η καθημερινότητα των πολιτών και η λειτουργία των διαφόρων πτυχών της κοινωνίας», εξηγεί η Αμερικανίδα ερευνήτρια, ξεκαθαρίζοντας ότι αυτό δεν αναιρεί τη σημασία του εμβολιασμού.
Προγνωστικά μοντέλα που έχουν «τρέξει» επιστήμονες ανά τον κόσμο έχουν δείξει ότι μέσα από την εφαρμογή αυτών των στρατηγικών θα μπορούσε να υπάρξει υποχώρηση της πανδημίας μέχρι τον Μάρτιο του 2022, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει αύξηση των εμβολιασμών. Σημαντικό ρόλο βεβαίως παίζει και η κορύφωση της πανδημίας του στελέχους Δέλτα του κορωνοϊού που διαφέρει από χώρα σε χώρα.
Δεν θα πρέπει να βασιζόμαστε στον εμβολιασμό των παιδιών για να βγούμε από την πανδημία
«Πιστεύουμε ότι τέτοιες κινήσεις θα βοηθούσαν όσον αφορά στη μείωση της μετάδοσης του ιού. Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέπουμε ότι έχουμε μια μεγάλη μερίδα του ενήλικου πληθυσμού που παραμένει ανεμβολίαστη. Δεν θα πρέπει να βασιζόμαστε στον εμβολιασμό των παιδιών και στην ηλικιακή ομάδα κάτω των 12 ετών για να μειώσουμε τα επίπεδα μόλυνσης και να βγούμε από την πανδημία. Αυτή η ομάδα κινδυνεύει λιγότερο από τις επιπτώσεις του ιού και μεταδίδει λιγότερο», σχολιάζει η Ράχελ Πιλτς Λεμπ. Και συμπληρώνει: «Δεν νομίζω ότι ο εμβολιασμός αυτής της ομάδας των παιδιών θα άλλαζε δραματικά την κατάσταση. Από μόνη της θα ήταν ανεπαρκής για την αντιμετώπιση της πανδημίας».
Στόχος είναι ο περιορισμός της πανδημίας αλλά και της εμφάνισης πιθανών παραλλαγών και μεταλλάξεων του ιού που πάντα ανησυχούν τους επιστήμονες. Ωστόσο, μέχρι σήμερα τα καλά νέα είναι ότι τα εμβόλια λειτουργούν και είναι αποτελεσματικά απέναντι στις μέχρι σήμερα παραλλαγές του ιού.
Απαιτούνται στοχευμένες στρατηγικές επικοινωνίας για να πειστούν οι ανεμβολίαστοι
Πώς μπορούν όμως να πειστούν όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί να το πράξουν; Η Αμερικανίδα ερευνήτρια απαντά ότι αυτό εξαρτάται από το ποιες είναι οι βασικές ανησυχίες ή οι λόγοι που κρατούν κάποιους μακριά από τον εμβολιασμό. «Πρέπει να κατανοήσει κανείς γιατί οι άνθρωποι διστάζουν και στη συνέχεια να προχωρήσει σε ένα στοχευμένο είδος στρατηγικής επικοινωνίας. Απαιτούνται συνεχείς επαφές και συνομιλίες με τους ειδικούς, ατομικές, κατά καιρούς, πολύωρες συζητήσεις. Υπάρχει μεγάλη παραπληροφόρηση γύρω από τα εμβόλια. Θα πρέπει όμως όλοι να γνωρίζουν ότι έγκυρες απαντήσεις μπορεί να δώσουν μόνο οι ειδικοί, όχι οι γνωστοί και φίλοι», καταλήγει η Ράχελ Πιλτς Λεμπ.